«Θέρος, τρύγος, πόλεμος»! Ο Τρύγος, ο χιλιοτραγουδισμένος!

Γραφει ο Λουης Σερεμετης

Τόσο έντονα επηρέασε το σταφύλι τη ζωή των ανθρώπων, που ακόμα και ο μήνας που γίνεται ο τρύγος, ο Σεπτέμβρης, ονομάστηκε «Τρυγητής»!

Ο θέρος, ο τρύγος, η σπορά, και το μάζεμα της ελιάς, ήταν εργασίες ορόσημα, και σαν τέτοια σηματοδοτούσαν κάθε εποχή. Ήταν από τις βασικές εργασίες των γεωργών που δεν τους περίμεναν γιατί έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους, και ανέκαθεν  βρισκόντουσαν στο επίκεντρο του αγροτικού κύκλου και της ζωής των ανθρώπων στα χωριά.

«Το αμπέλι είναι μπελάς» λέγανε από παλιά όσοι ήξεραν, και δεν έχουν άδικο. Το αμπέλι σε θέλει μέσα από την Άνοιξη μέχρι τον τρύγο, καθώς από το κλάδεμα περνάμε αμέσως στο σκάψιμο, στο δίσκαφο, στο θειάφισμα, στο κορφολόγημα, στο ξεφύλλισμα για να παίρνει αέρα, στους ψεκασμούς με τη γαλαζόπετρα και άλλα φυτοπροστατευτικά μέσα.

Πιτσιρικάδες ζούσαμε όλο το σκηνικό! Από την άνοιξη, στις διακοπές του Πάσχα, βοηθούσαμε στο κλάδεμα και στο κουβάλημα των κληματσίδων, στο σκάψιμο, στο δισκάφισμα, και όλο το καλοκαίρι σκοτώναμε με κλαδιά από σπάρτα σκούρκους που τρώγανε τις ρόγες, και ψάχναμε να βρούμε τρόπους να διώχνουμε τις αλεπούδες που έκαναν κι αυτές ζημιά! Και οι σκαντζόχοιροι έκαναν ζημιά, αλλά αυτούς τους είχαν αναλάβει οι ατσιγγαναίοι, που τους κυνηγούσαν και τους έψηναν στην σούβλα!

Τα παλιά τα χρόνια επειδή έκλεβαν τη νύχτα σταφύλια, τα φύλαγαν ακόμα και με όπλα! Μια φορά ο παππούς είχε βαρέσει με το ντουφέκι με πολύ ψιλά σκάγια την νύχτα έναν που έκλεβε σταφύλια, και την άλλη μέρα τον βρήκαν στο Γύθειο σε έναν γιατρό που είχε πάει για να του αφαιρέσει τα σκάγια από το κώλο! Τώρα πια τα αμπέλια τα ρημάζουν τα αγριογούρουνα!

Πολύ δουλειά, ποτάμι ο ιδρώτας στο αμπέλι  μέχρι το κλίμα να δώσει γερά σταφύλια, και ν’ αρχίσουν στις αρχές του Αυγούστου να ροδίζουν οι ρόγες, εκεί της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, τότε που οι παραγωγοί πηγαίνουν σταφύλια στην εκκλησία να ευλογηθούν και να μοιραστούν στο εκκλησίασμα!

Τα παλιότερα χρόνια ο τρύγος είχε περισσότερο την μορφή πανηγυριού, παρά την κούραση λόγω του σκυψίματος και των βαρών. Όμως υπήρχε εκείνα τα χρόνια η αλληλοβοήθεια μεταξύ των παραγωγών, μιας και ο τρύγος ήθελε πολλά χέρια  και δυνατή μέση για το σκύψιμο και το κουβάλημα!Αλλά και άλλοι άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι, νέοι και γέροι, προσφερόντουσαν να βοηθήσουν στον τρύγο για να ζήσουν αυτές τις μοναδικές στιγμές! «Θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγαμε οι παλαιοί!

Ακόμη και σήμερα ο τρύγος εξακολουθεί να είναι μια ευχάριστη και μαγευτική διαδικασία!

 «Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,

που ’χεις σταφύλια κόκκινα. να μπω να σε τρυγήσω,

 να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γεμάτο,

μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να σε κρύψω».

Λίγες μέρες πριν τον τρύγο, ξεκινούσε η προετοιμασία με το άδειασμα, το καθάρισμα και το πλύσιμο των βαρελιών με καυτό νερό και λεμονόφυλλα, και μοσχοβολάγανε οι γειτονιές! Μόλις μετρούσαν το γράδο των σταφυλιών και ήταν καλός, γύρω στο 13, τότε ξεκινούσε ο τρύγος, πριν πιάσει καμιά βροχή και πάει πίσω ο τρύγος, ή χαλάσουν τα σταφύλια.

Η μέρα του τρύγου ήταν γιορτή καθώς ο κάμπος βούιζε από τις φωνές και τα τραγούδια των τρυγητών καθώς τρυγούσαν την «κυδωνίτσα», το «μαυρούδι», το «μοσχοστάφυλο»!

 «Το λέει ο πετροκότσυφας  στο δροσερό τ’ αυλάκι,

 το λεν στα πλάϊα οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια,

 το λεν στ’ αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,

το λέει κ΄ η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι».

Ξεκινάγαμε για το αμπέλι με τα ζα φορτωμένα τις άδειες κόφες πολύ πρωί πριν βγει ο ήλιος, ο καθένας με το κοφίνι του και την ψαλίδα, ή το μαχαίρι του, και μέχρι να το κόψουμε μας έπαιρνε μεσημέρι.

Από το αμπέλι τα σταφύλια τα πήγαιναν κατευθείαν  στον «ληνό» στο σπίτι. Μόλις ξεφόρτωναν τις κόφες με τα σταφύλια από τα άλογα και τα γαϊδούρια, πλένανε τα πόδια τους για να αρχίσουν το πάτημα. Μερικοί  αστειευόμενοι λέγανε ότι το καλύτερο πλύσιμο των ποδιών γίνεται με το πάτημα, και ίσως να το εννοούσαν! Πάντως εμείς κοιτούσαμε τον μπάρμπα Σταύρο περίεργα όταν έβγαινε για λίγο από το ληνό και φόραγε τις αρβύλες του να πάει «προς νερού του» όπως έλεγε, και να καπνίσει, και μετά πάλι μέσα στο ληνό! Αυτή η στιγμή του πατήματος ήταν η καλύτερη στιγμή για τα παιδιά και το ευχαριστιόμαστε! Μας λέγανε να μην πίνουμε μούστο γιατί θα μας πειράξει, αλλά εμάς μας άρεσε που ήταν γλυκός και πίναμε στα κρυφά! Όταν το παρακάναμε, μεθάγαμε και κάναμε ζούρλιες, και οι μεγάλοι σπάζανε πλάκα! Αυτό ήταν και το πρώτο μας αθώο μεθύσι! Τα «τσίπουρα», τα πατημένα τσαμπιά των σταφυλιών τα συγκέντρωναν στην άκρη του ληνού για να τα περάσουν από την «στριφτουλιά», την χειροκίνητη πρέσα, γιατί είχαν ακόμα αρκετό μούστο, και αυτός ο μούστος είχε και πιο βαθύ χρώμα από τον πρώτο, και έτσι έπαιρνε κόκκινο χρώμα το κρασί  Τις περισσότερες φορές το πάτημα βάσταγε όλη νύχτα, και την άλλη μέρα!

Από τον «ληνό» ο μούστος έμπαινε στα βαρέλια, και όλοι με μια φωνή φώναζαν «μόσχος να γίνει»! Του έβαζαν και το ρετσινάκι του, τον ανακάτευαν και τον κύλαγαν κάθε μέρα για να οξυγονώνεται ο μούστος και να βράσει καλά, και σιγά σιγά το έκλειναν μέχρι που το σφράγιζαν ώσπου να ωριμάσει και  να γίνει κρασί. Μούστο κρατούσαν όσο ήθελαν για το σπίτι, και τον υπόλοιπο τον πουλούσαν στις ταβέρνες, ή σε σπίτια, και έτσι είχαν και ένα καλοκαιρινό συμπληρωματικό εισόδημα, και οι ταβέρνες και τα υπόλοιπα σπίτια εξασφάλιζαν το κρασί της χρονιάς τους από καλό μούστο που ήξεραν από πού ήταν. Τα βαρέλια συνήθως τα ανοίγανε μετά του Αη Δημητριού.

Την ημέρα του τρύγου, όσοι τρύγαγαν και πάταγαν καθόντουσαν το μεσημέρι και το βράδυ για φαγητό.  Όλοι καλοπέρναγαν από φαγητό εκείνη την ημέρα, και συνήθως τρώγανε κόκορα με χυλοπίτες, ή μακαρονάδα.

Εμείς μόλις τρυγάγαμε το δικό μας αμπέλι, βοηθούσαμε και τον μπάρμπα Στέλιο. Είχε καλό αμπέλι, ήταν μερακλής, του άρεσε πολύ το κρασί, και συχνά πυκνά το έτσουζε με την παρέα του στις ταβέρνες και στο σπίτι στη γιορτή του, που τότε άνοιγε ένα βαρέλι. Του άρεσε τόσο πολύ το κρασί, που όταν σήκωναν τα ποτήρια να τσουγκρίσουν, έλεγε: «Εβίβα, και τα πουρνάρια κλήματα να γίνουν»! Στα τελευταία του είχε ζητήσει από τον γιατρό να μην του κόψει τουλάχιστον το κρασί!

Τα σταφύλια του τα πατάγαμε δίπλα από το σπίτι του, στον ληνό του μπάρμπα Μίμη του «Γενάρη»  όπως τον φώναζε, και η θειά Τασία μας μαγέρευε κουνέλι με πατάτες καπαμά επειδή μας άρεσε, και πίναμε και λίγο κρασί περσυνό που καταλάβαινες ότι σωνόταν! Θεός σχωρέστους όλους αυτούς τους αγνούς πρωταγωνιστές!!!

Με το πάτημα των σταφυλιών, και πριν ο μούστος αρχίζει να «βράζει», σε κάθε σπίτι άρχιζε η  γιορτή της μουστιάς! Οι νοικοκυρές από το μούστο έφτιαχναν το πετιμέζι, τη μουσταλευριά, τα σουτζούκια με καρύδι, ή με σύκα ξερά, και άλλα αγνά γλυκίσματα, για να υπάρχουν στο σπίτι το χειμώνα. Πολλές φορές φώναζαν οι άντρες που χάλαγαν τόσο μούστο οι κυράδες τους, καθώς εκείνοι ήθελαν να κάνουν περισσότερο κρασί,  ενώ οι γυναίκες ήθελαν να κάνουν τα δικά τους, για τα οποία χρειάζονταν αρκετό μούστο, και συν τοις άλλοις ήθελαν να φιλέψουν την γειτονιά, γιατί τότε το συνήθιζαν όλοι!

Μετά από λίγο καιρό έκλεινε η περίοδος του τρύγου με την απόσταξη των «τσίπουρων» στα ειδικά καζάνια που ήταν λίγα, και οι ιδιοκτήτες τους τα νοίκιαζαν για να βγεί το τσίπουρο. Καζάνια ήταν όπου υπήρχαν πολλά αμπέλια,  στο Ασήμι, στην Τάραψα, και εδώ στις Κροκεές, στα κρυφά τις περισσότερες φορές, κυρίως για φορολογικούς λόγους.
Η διαδικασία της παραγωγής του τσίπουρου  αποτελεί πραγματική ιεροτελεστία, που τηρείτε κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια, και με επιτόπιο γλέντι, και όποιος αντέξει! Το πρώτο απόσταγμα από κάθε καζανιά που το λένε «πρωτεράκι», είναι πολύ δυνατό γιατί έχει πολύ οινόπνευμα, και χρησιμοποιείται για εντριβές για το κρυολόγημα! Το υπόλοιπο το πίνουμε, είναι αγνό ποτό γιατί δεν είναι χημικό άλλα απόσταγμα, και κάποιοι για να δικαιολογηθούν που το ρούφαγαν με το νεροπότηρο, λέγανε ότι είναι και χωνευτικό! Καλό ποτό το τσίπουρο, αλλά άμα πιείς πολύ σε «βαράει» στις κατσακλείδες, και δεν μπορείς να σηκωθείς!

Όμορφα και απλά πράγματα, βαλμένα με σειρά και τάξη μέσα στη ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, αριστοτεχνικά δεμένα με την Ελληνική παράδοση. Αρχές και συνήθειες που καλλιεργούσαν αγνά και ανθρώπινα αισθήματα, και σε γέμιζαν με έντονα συναισθήματα!

Έτσι ήταν η ζωή τότε, παρά την φτώχεια, την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες. Λένε ότι οι άνθρωποι τα φτιάχνουν όλα, ότι οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία, κι έτσι είναι!

Άνθρωποι απλοί, πρωταγωνιστές στην ισχυροποίηση των συγγενικών και των κοινωνικών δεσμών μέσα από τον σεβασμό, το ενδιαφέρον, και την αλληλοβοήθεια! Πάλεψαν και κατάφεραν να ημερέψουν και να συμφιλιώσουν τον κόσμο στα καθημερινά νιτερέσια που τους χώριζαν, αλλά και να επουλώσουν τις πληγές που άφησαν στο πέρασμά τους πόλεμοι και ο εμφύλιος, δίνοντας μια νέα προοπτική στην Ελλάδα, καθαρό νόημα και χρώμα στη ζωή!

Όμως κυλάει ο καιρός και η ιστορία, και όλα αυτά που έχουμε ζήσει περνάνε αναπόφευκτα στην μνήμη και την καρδιά, και κάποια στιγμή δίνεται η αφορμή να ξαναζωντανέψουν! Ακόμα κι αν δεν τα ζούμε πια, ακόμα κι αν λείψουν από κοντά μας οι παλαιοί πρωταγωνιστές, οφείλουμε να  θυμόμαστε και να συνεχίζουμε στα χνάρια τους! Καθένας μπορεί να είναι μοναδικός, αλλά «ουδείς αναντικατάστατος»!

Τούτες τις μέρες τελειώνει άλλος ένας τρύγος, και έρχονται οι πολυπόθητες βροχές! Τα αμπέλια που καλλιεργούνταν από πάππου προς πάππου δυστυχώς εγκαταλείπονται, γιατί γερνάει ο αγροτικός πληθυσμός. Ως γνωστόν, «το αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη, και το καράβι το καλό θέλει καραβοκύρη», και είναι και μπελάς!

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος»! Φέτος θερίσαμε, τρυγήσαμε, και τώρα απομένει να πολεμήσουμε…. τον «κορωνοϊό!

Όπως και να’ χουν τα πράματα, «μόσχος τα κρασιά», καλόπιοτα και πάντα σε χαρές, και του χρόνου με υγεία!

«Το αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη, και το καράβι το καλό θέλει καραβοκύρη»!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.