«Μια γριά ντουντουκιασμένη, μες στο φούρνο πάει και μπαίνει, ή το γέρο θα φιλήσει, ή το φούρνο θα γκρεμίσει»!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Έτσι έλεγε ο γέρο Κώτσος ο «Μπαμπακίτης» (Βαμβακίτης) από το Αλάημπεϊ! Ήταν λόγια από ένα αποκριάτικο τραγούδι που συνήθιζε να λέει στην «κάτω ρούγα» στο «πυργάκι» τα βράδια στις φωτιές που άναβαν από την «τσικνοπέμπτη» μέχρι τις απόκριες! Τραγουδούσε με τον δικό του τρόπο και τη χαρακτηριστική λεπτή του φωνή τον καημό μιας γριάς «μεστομένης», που την πήρανε τα χρόνια την κακομοίρα και δεν είχε ευτυχήσει να παντρευτεί και να χαρεθεί! Κάποια στιγμή ένας γέρος για να γλιτώσει από το κυνηγητό της γριάς που τον είχε βάλει στο μάτι για γαμπρό, πήγε και κρύφτηκε μέσα στον φούρνο της αυλής του, αλλά η πανούργα η γριά τον ανακάλυψε, και ….. τον ακολούθησε!

Από την Κυριακή του «Τελώνου και Φαρισαίου» που άρχιζε το τριώδιο, δέκα μέρες δηλαδή πριν την τσικνοπέμπτη, τα παιδιά ολόχαρα έμπαιναν στα κατώγια και άνοιγαν τα μπαούλα του παππού και της γιαγιάς να βρουν παλιά ρούχα τους για να ντυθούν μασκαράδες. Στα αγόρια άρεσε να ντύνονται γριές και στα κορίτσια γέροι, επειδή γούσταραν τα καμώματά τους! Γι αυτό έψαχναν να βρουν ρόμπες, φουστάνια χρωματιστά, νυχτικά, βράκες, παλιά παντελόνια, πουκαμίσες, φουστανέλες παλτά, μαξιλάρια για καμπούρες, καπέλα, και μαγκούρες! Από την Τσικνοπέμπτη ανάβανε φωτιές σε κάθε γειτονιά του χωριού τα παιδιά με κλαδιά που παίρνανε κρυφά πρώτα από τις δικές τους φράχτες και μετά από τις ξένες. Όσοι φώναζαν γιατί τους χαλάγανε τις φραγές που είχαν μαντρώσει τα ζωντανά τους, γρήγορα ημέρευαν και έλεγαν «να είσαστε καλά ρε, και του χρόνου»! Τέτοιες μέρες τραγουδιόντουσαν τα «αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς» που έγιναν σε όλους μας γνωστά από την αξέχαστη τη Δόμνα Σαμίου! Τα γνωστά «ανίερα ιερά» όπως, «Θειά μου Νικολάκαινα», «Με τη θειά μου την Κοντύλω», «Πως το τρίβουν το πιπέρι», «Πέντε δέκα παπαδιές» και άλλα πολλά, με τα «βρωμολογάκια» τους που τάραζαν τα νερά της συντηρητικής παράδοσης! Πολλές φορές ακόμη και το βέβηλο και το άσεμνο είναι στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού! Τα τραγουδούσαν γριές που δεν ντρεπόντουσαν να τα πουν όπως έπρεπε αφού είχαν «κοπανήσει» τα ποτηράκια τους και είχε «λυθεί» η γλώσσα τους!

Γύρω από κάθε φωτιά στήνονταν οι χοροί με παραδοσιακά τραγούδια που έπαιζαν ντόπιοι λαϊκοί οργανοπαίχτες. Στο Αλάημπεϊ, εκτός από το «πυργάκι» στην «κάτω στην ρούγα» δίπλα στα Σερεμεταίικα και Στρατηγαίικα σπίτια, φωτιές άναβαν και στην «πάνω ρούγα» στο «πηγάδι» όπου ήταν και οι ταβέρνες του Παναγιώτη Μιχαλάκου , του Νικολή του Κολοβού, του Βασίλη του Κουνέλη, και του Σαραντάκου. Τα παιδιά που κουβαλούσαν τα κλαδιά, έφτιαχναν ξεχωριστούς σωρούς, διαγωνιζόμενα για το αν η «πάνω ρούγα», ή η «κάτω ρούγα» θα κάνει το μεγαλύτερο σωρό και τη μεγαλύτερη φωτιά! Αλλά και στα Λεβέτσοβα με την πολύχρονη παράδοση στα δρώμενα της αποκριάς, φωτιές άναβαν στα «Αλώνια» τα παιδιά της γειτονιάς, στο «Ψηλαλώνι» οι Παρθυμαίοι και οι Θεοδοσαίοι, στα «Μπαλαίικα» οι Γορανιταίοι, στον «Αη Λιά» οι Αλεξαίοι, στα «Χατζηάννικα» οι Νικολουδαίοι, στην «Πισωβρύση» και «Νιτσικαλέ» οι Παντελεγαίοι, στα «Κουβαρακιάνικα» οι Χρησταίοι, στο «Μπισμπίνι», στις «Λάκκες», στον «Παύλο», στο «Αλωνάκι», και όπου αλλού υπήρχε αλάνα! Αλλά η πιο ονομαστή γειτονιά για τα τρικούβερτα γλέντια αφού μάζευε πολύ κόσμο, ήταν το «Φουσκί», στο «Πάνω χωριό», δίπλα από το Κοινοτικό πηγάδι! Σταματαίοι, Θωμαίοι, Χρησταίοι, και Χιωταίοι, όλοι χορευταράδες αγόρια και κορίτσια που δεν έβγαιναν από τον χορό μέχρι το πρωί!

Παραμονές της «Τσικνόπεφτης», όσες οικογένειες είχαν γουρούνια συνήθιζαν να τα σφάζουν! Τα είχαν αγοράσει «μπουζάκια» την άνοιξη από Μανιάτες, και τα τρέφανε όλο το χρόνο με δικές τους τροφές, για να τα σφάξουνε του χρόνου στις απόκριες, όταν το βάρος τους έπιανε τις 80, το πολύ μέχρι 120 οκάδες. Χρειάζονταν γεροδεμένοι άντρες, γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση να βάλεις κάτω το γουρούνι και να το σφάξεις, αφού πολλές φορές το γουρούνι τους ξέφευγε με μισοκομμένο το λαιμό του. Οι «σφάχτες» για να προλάβουν έπιαναν δουλειά από πολύ πρωί, έσφαζαν, έτρωγαν μεζέδες, έπιναν κρασί ακόμα και σώσμα, και κατόπιν πήγαιναν να σφάξουν άλλο γουρούνι! Όμως όσο περνούσε η ώρα η «σούρα» μεγάλωνε, μέχρι που ο θάνατος του τελευταίου γουρουνιού ήταν μαρτυρικός, αυτό που λέγανε οι παλαιοί, «γουρουνίσιος θάνατος»! Τα μεγάλα γουρούνια δεν τα μαδούσαν αλλά τα έγδερναν για να φτιάξουν από το τομάρι τους τα γουρουνοτσάρουχα. Το σκούξιμο του γουρουνιού στο σφάξιμο ακουγόταν μακριά, οι πιτσιρικάδες το παίρνανε αμέσως χαμπάρι και δεν το κουνάγανε ρούπι πριν πάρουν τη φούσκα, την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού. Την τρίβανε με στάχτη να στεγνώσει, και τη φουσκώνανε για να παίξουμε μπάλα. Στο τέλος οι γυναίκες τηγάνιζαν τη συκωταριά του γουρουνιού, και τσίκνιζε ο τόπος από τους μεζέδες στα κάρβουνα, και μικροί μεγάλοι τρωγόπιναν με την ευχή «να είναι καλοφάγωτο, καλές απόκριες, και του χρόνου με υγεία, και καλή Σαρακοστή»!

Στην κεντρική πλατεία το μεγάλο τζάκι για τη φωτιά ήταν έτοιμο και περίμενε τον φορτωτή που θα κουβάλαγε τα κούτσουρα όπου θα καίνε για μερόνυχτα, για να στηθούν γύρω του οι παραδοσιακοί χοροί, ξεκινώντας με τη φιλαρμονική του πολιτιστικού συλλόγου να παίζει τα «Μανουσάκια» και τον «Χαραλάμπη» δίνοντας το σύνθημα να ξεκινήσει το γλέντι που θα βάσταγε δέκα μέρες! Παλιά πρώτοι έσερναν τον χορό μεγάλοι μασκαρεμένοι, τα παιδιά του χορευτικού του Πολιτιστικού συλλόγου έπλεκαν το «γαϊτανάκι», ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις ημέρες μας το γαϊτανάκι, ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της Αποκριάς, και αμέσως μετά χόρευαν παραδοσιακούς αποκριάτικους χορούς, και ξεσήκωναν όλο τον κόσμο να χορεύει! Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης στην πλατεία οι τοπικοί σύλλογοι πρόσφεραν δωρεάν μεζέδες, και οι ντόπιοι παραγωγοί κρασιού πρόσφεραν άφθονο κρασί! Οι στολισμένες ταβέρνες και τα καφενεία γέμιζαν από κόσμο, και παρέες χωριανών μασκαρεμένων και από διπλανά χωριά περιφερόμενες από μαγαζί σε μαγαζί έδιναν τον τόνο και το κέφι για το ολονύκτιο γλέντι! Εκείνα τα χρόνια είτε στα σπίτια, είτε στις γειτονιές, πέρναγαν όλοι καλά με ό,τι φτωχικό είχαν! Ο μεζές σπιτικός, γλίνα παστό και λουκάνικο, και το κρασί μπόλικο!

Όμως οι γριές και οι γέροι που τους άρεσε η πετσούλα αλλά δεν είχαν δόντια, πολέμαγαν να μασήσουν με τα ούλα τους, μασάγανε γρήγορα σαν τα κουνέλια, η μύτη τους ακούμπαγε στο σαγόνι τους, εμάς μας κόβανε τα γέλια, αλλά όσο και να το παίδευαν τελικά το πήγαιναν σχεδόν αμάσητο! Όσοι όμως είχαν τις μασέλες τους φυλαγμένες στο μπαούλο διπλωμένες με το μαντήλι γιατί τους «πάταγαν» στα ούλα, τις έβγαζαν τέτοιες μέρες για να ξεμυρίσουν από τη ναφθαλίνη, και τα κατάφερναν καλύτερα στο μάσημα!

 

Τσούγκριζαν όλη την ώρα τα ποτήρια οι γριές αφού τους τα γέμιζαν συνέχεια, κοκκίνιζε το μαγουλάκι τους, άρχιζαν τα καλαμπούρια, χόρευαν σαν ντοπαρισμένες, αλλά κάποια στιγμή αποκαμωμένες από το μεθύσι, άλλες απλά τρέκλαγαν και άλλες τουρνοκωλιάζονταν στο χώμα, ξελιγωμένες στα γέλια! Όπως κυλιόντουσαν κάτω σαν τα μπουζιά, σηκώνονταν τα φουστάνια τους και φαινόταν η βράκα τους η υφαντή με τα λυταρίδια, αλλά καμιά φορά όταν λύνονταν φαινόταν ο κώλος τους! Αν ήταν δίπλα καμιά νηφάλια γιατί ήταν συντηρητική στο πιοτό, την σκέπαζε, και της έλεγε «συγκρατήσου μωρή, ρεζίλι έγινες, μάσε τα βρακιά σου που μας έβγαλες και φωτογραφία», και τότε η άλλη της γύριζε την κουβέντα και της έλεγε «σιγά μωρή μη μου χαλάσουν την διαγωγή, δεν πάω για νύφη! Εσύ που ψάχνεις ακόμα για γαμπρό, φάε το γιαουρτάκι σου, πιες το χαμομηλάκι σου και τράβα για νάνι μπας και ονειρευτείς κανέναν γαμπρό»! Δεν ξεσυνερίζονταν τη μεθυσμένη αφού είχε πάντα δίκιο, την καλόπιαναν και της έψηναν έναν καφέ σκέτο για να ξεμεθύσει, αλλά μετά από τέτοια κρασοκατάνυξη μια κατσαρόλα βραστές χυλοπίτες ήταν ό,τι έπρεπε για όλους, για να φτιάξει το στομάχι και να ξαστερώσει το κεφάλι!

Αξέχαστοι άνθρωποι, αυθόρμητη συμμετοχή, ανεπανάληπτες στιγμές, όμορφα χρόνια αγνά και απονήρευτα! Οι λαϊκές συνήθειες ήταν στενά δεμένες με την θρησκευτική ευλάβεια όλη την περίοδο του Τριωδίου, τη διασκέδαση και τα έθιμα των ημερών, και κάπως έτσι ήσυχα κι απλά ο κόσμος πορευόταν για την μεγάλη σαρακοστή και το Πάσχα! Πατροπαράδοτες συνήθειες και σχέσεις ανθρώπινες, τότε που ζούσαν την κάθε γιορτή όπως έπρεπε, και την κάθε στιγμή σαν μοναδική στη ζωή τους, γλεντώντας ! Και φέτος, πρώτα ο Θεός, θα είμαστε παρόντες, για να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε την ιστορία μας, δυναμώνοντας έτσι την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή! Καλή Τσικνοπέμπτη, καλές Απόκριες, καλή διασκέδαση, χρόνια πολλά και καλά!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.