«Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει μες στα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει …»

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Φωτογραφία βραβευμένη με Α’ βραβείο φωτογραφίας το 1987 στο «έτος παιδιού»! Είναι από το λεύκωμα του Πέτρου Λιακάκου «Η μικρή μας πόλη Κροκεές – Λεβέτσοβα! Δύο Κροκεατόπουλα βοηθούν τη γιαγιά τους που είχε αναλάβει την περιποίηση του νεκροταφείου! Αξιέπαινα παιδάκια τότε, αξιοπρεπέστατοι οικογενειάρχες σήμερα!

Όσο και να μην έχουμε διάθεση για φιλοσοφικές προσεγγίσεις και μεταφυσικές αναζητήσεις σε υπαρξιακά ζητήματα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όσα πιστεύει από παλιά ο κόσμος για την ζωή και τον θάνατο. Όσο δέος και να υπάρχει γύρω από τον θάνατο, οι πιο πολλοί τον βλέπουν ψύχραιμα σαν την φυσιολογική πορεία του ανθρώπου, λέγοντας ότι το γεγονός πως πεθαίνουμε σημαίνει πως ζήσαμε, ότι γεννηθήκαμε και μας δόθηκε η ευκαιρία να βιώσουμε το θαύμα που λέγεται ζωή! Αισθανόμαστε τυχεροί κάθε μέρα που ξημερωνόμαστε και βλέπουμε το φως της ημέρας, τον ουρανό, τη γης, τη θάλασσα, αλλά και ευλογημένοι όταν καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε και να αφήσουμε κάτι πίσω μας φεύγοντας πλήρεις ημερών και ευχαριστημένοι! Όμως αυτό που δεν μπορούμε εύκολα να το διαχειριστούμε είναι όταν φεύγει κάποιος άκαιρα, όπως συμβαίνει τελευταία με τους αυξανόμενους αιφνίδιους θανάτους νέων ανθρώπων!

Από παλιά επάνω στο φόβο του θανάτου έχουν στηριχθεί «ιδεολογίες» και αντιλήψεις που τάχα προσπαθούν να ελαφρύνουν το υπαρξιακό άγχος που αισθάνεται ο καθένας για το επερχόμενο τέλος, αλλά κατά βάθος επιχειρούν να το εκμεταλλευτούν, πολλές φορές και με οικονομικό όφελος. Άλλοι πάλι αναλώνονται στο αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, αλλά όπως έλεγε η γιαγιά, «κανένας δε γύρισε πίσω για να μας διαφωτίσει». Πάντως ο κόσμος ψύχραιμα όλα τα είχε αποδεχτεί και τα είχε βάλει σε μια σειρά, και όταν κοντοζύγωναν οι βαριές γιορτές της χριστιανοσύνης, φρόντιζαν πάντα να ζητούν και να δίνουν συχώρεση μεταξύ τους για ασήμαντες προστριβές για να μη φύγουν βαρυγκωμισμένοι, λέγοντας «σήμερα είμαστε αύριο δεν είμαστε», ή «γιατί τσακωνόμαστε αφού όλα εδώ θα μείνουν», ή «δυό μέτρα γης μας αναλογούν», ή «ό,τι είπαμε νερό και αλάτι», δηλαδή ότι είναι περασμένα και ξεχασμένα. Χώρος καταφυγής και λύτρωσης του ανθρώπου και η εκκλησία όπου ξομολογιόντουσαν κάτω από το πετραχήλι του παπά για να συχωρεθούν οι αμαρτίες τους από τον Θεό, και να μεταλάβουν μετά! Πάντα προετοιμασμένοι για την μέρα της «αναχώρησης» είχαν «πορέψει» σε ένα συρτάρι τα «θανατιλίκια τους», τα σάβανα, σεντόνια, ρούχα, παπούτσια, όλα αφόρετα, κάποια χρήματα για τα έξοδα της κηδείας, και από ένα «πιταράκι» κερί γνήσιο που το αγόραζαν από εμάς τους μελισσοκόμους για να πλάσουν το κερί που θα καίει πλάι στον νεκρό μέχρι να τον ψάλλει ο παπάς. Τα είχαν φυλαγμένα κατά μέρος, αλλά τα είχαν δείξει στα παιδιά, συγγενείς, γείτονες και φίλους!

 

Οι παλιότεροι όταν έβλεπαν κάτι ασυνήθιστο και τρομαχτικό, το θεωρούσαν προμήνυμα θανάτου, όπως για παράδειγμα ένα σκυλί που «αρουλιάζεται σαν λύκος», ή μια κότα που λαλούσε σαν κόκορας, και γι αυτό έτρεχαν να της πάρουν το κεφάλι μπροστά στην ξώπορτα της αυλής, πριν προλάβει και πάρει ο χάρος το κεφάλι κανενός από το σπίτι! Αν τσακώνονταν τα κοράκια λέγανε πως κάποιος θα πέθαινε στο χωριό, και αν έκραζε ο κόρακας την ώρα της ταφής προμηνυόταν κι άλλος θάνατος, καθώς και όταν έτριζε η σκεπή του σπιτιού, ή αν λαλούσε η κουκουβάγια στον κορφιά της σκεπής. Κάποιοι άντρες παρατηρώντας το κόκκαλο της πλάτης του αρνιού λέγανε ότι μάντευαν τον θάνατο στο σπίτι. Υπήρχαν και τα κακά όνειρα που πίστευαν ότι ήταν προμήνυμα θανάτου, όπως τα όνειρα με θολωμένο ποτάμι, φίδια, εισιτήρια για μακρινό ταξίδι, ο γάμος, αν κάποιος παρουσιαζόταν στον ύπνο τους και είχε μια ασυνήθιστη λάμψη, αν έπεφτε από τον ουρανό ένα αστέρι λαμπερό, όταν βλέπανε ότι βγάζουν δόντια και πονούσαν πολύ το θεωρούσαν προμήνυμα θανατικού στο σπίτι τους, και άλλα! Ακολουθώντας τις προλήψεις λέγανε πως «αν το λείψανο ήταν όμορφο, σύντομα θα πάρει μαζί του και άλλον», και δεν καθάριζαν το σπίτι του νεκρού πριν κηδευτεί για να μη συμβεί και άλλο κακό! Γυναίκα που γυρνούσε από κηδεία δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει αμέσως λεχώνα και νεογέννητο, και όσοι γυρνούσαν από κηδείες δεν πήγαιναν κατευθείαν στα σπίτια τους. Αν την ώρα της ταφής έβρεχε, λέγανε πως «άμα βρεχτεί το λείψανο, βρέχει σαράντα μέρες».

«Στη ζωή όλα είναι για τους ανθρώπους, χαρές, λύπες, αρρώστιες, ευχάριστα και δυσάρεστα έρχονται ανακατεμένα και άξαφνα, γι αυτό να παίρνετε τη ζωή όπως έρχεται, και βοηθώντας ο ένας τον άλλον» λέγανε με νόημα οι παλαιοί! Τα παλιά τα χρόνια όταν βάραινε η κατάσταση ενός συγγενικού προσώπου και καταλάβαιναν ότι πλησίαζε το τέλος του, η οικογένεια έφερνε τον παπά να τον μεταλάβει, και οι κοντινοί συγγενείς έτρεχαν και παράστεκαν τον ετοιμοθάνατο στις τελευταίες του ώρες ξενυχτώντας στο προσκεφάλι του, γιατί ήθελαν να τον συντροφεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή είτε τους καταλάβαινε είτε όχι, αλλά και να δίνουν κουράγιο στην οικογένειά του. Καθόντουσαν σχεδόν αμίλητοι κάνοντας ησυχία για να βγει ήρεμα η ψυχή του, μη τυχόν και γυρίσει πίσω όπως λέγανε και κουραστεί περισσότερο ο ετοιμοθάνατος. Σε κάθε συζήτηση ευχή όλως ήταν «να πεθάνουμε στην ώρα μας, στον ύπνο μας χωρίς να κουραστούμε και να κουράσουμε, να φύγουμε σαν τα πουλάκια»! Αν ο ετοιμοθάνατος τυραννιόταν και δεν ξεψυχούσε, έφερναν και τον παπά να τον διαβάσει, ή έβγαζαν τα σαΐσματα από το στρωμένο επειδή πίστευαν ότι φταίγανε ακόμα και τα υφαντά από γίδινο μαλλί! Για όσους παιδεύονταν για μέρες λέγανε πως θα είχαν αμαρτίες, ή τους κατάτρεχε η κατάρα των γονιών τους, και όταν ένας νέος άντεχε περισσότερο, λέγανε ότι « παλεύει παλληκαρήσια με το Χάρο». Πολλά τα μοιρολόγια για τους νέους, και πιο συχνά ακουγόταν το «ήλιε μου πως εβιάστηκες να πας να βασιλέψεις, ν’ αφήσεις το σπιτάκι σου κι αλλού να πας να φέξεις ….»

Από μικρά παιδιά ζυμωθήκαμε με χαρές και λύπες που ερχόντουσαν άξαφνα και ανακατεμένες, και ζήσαμε όλες αυτές τις σκηνές βλέποντας τις γυναίκες να τρέχουν πρώτες όταν τις ειδοποιούσαν για τα δυσάρεστα, για να κλείσουν τα μάτια και το στόμα του νεκρού, να τον περιποιηθούν, να τον πλύνουν και να τον καθαρίσουν με κρασί, να τον ντύσουν με τα σάβανά του και να του δέσουν τα χέρια και τα πόδια με κορδελίτσες, περιμένοντας τον μαραγκό του χωριού να φέρει την «κάσα», να την ντύσουν με τα κάτασπρα λουλακιασμένα σεντόνια και την πλεχτή κάτασπρη δαντέλλα που είχαν πλέξει οι ίδιοι, να την στολίσουν με λουλούδια από την αυλή του, και να βάλουν μαζί την μαγκούρα, το καπέλο και άλλα προσωπικά και προσφιλή αντικείμενα του νεκρού, φροντίζοντας πάντα να ικανοποιούν τις τελευταίες του επιθυμίες! Μετά φώναζαν τον παππά να διαβάσει τον νεκρό και το δωμάτιο που πέθανε, μετέφεραν το φέρετρο στην σάλα, βάραγε η καμπάνα λυπητερά πριν βασιλέψει ο ήλιος, και άρχιζε να προσέρχεται ο κόσμος με ένα μπουκέτο λουλούδια από την αυλή του και μια λαμπάδα. Άλλες γυναίκες είχαν πλάσει τη λαμπάδα από το «πιταράκι» γιατί έπρεπε να καίει δίπλα στα πόδια του νεκρού μέχρι την κηδεία, και κουκούλωναν με ύφασμα τους καθρέφτες, κορνίζες και τα ραδιόφωνα. Οι γυναίκες πριν συμβεί το μοιραίο έβαφαν στο χαρανί τα ρούχα μαύρα με μπογιά από το «εμπορικό» για να τα φορούν όλο το χρόνο, και οι άντρες φορούσαν για σαράντα μέρες ένα μαύρο περιβραχιόνιο, «το πένθος». Κάποιος στενός συγγενής, με το χαρτί από τον γιατρό, την ταυτότητα και το εκλογικό βιβλιάριο του νεκρού, πήγαινε στην Κοινότητα να τα παραδώσει και να δηλώσει τον θάνατο, και να πάρει την άδεια ταφής από την αστυνομία. Οι νέοι με ξινάρια και φτυάρια τράβαγαν στο νεκροταφείο για να ανοίξουν την «γούβα». Αν ξέθαβαν άλλον πήγαινε ο παπάς να διαβάσει στο μνήμα, και γυναίκες να πλύνουν τα οστά και να τα φυλάξουν σε μια μαξιλαροθήκη που θα την έβαζαν μαζί με τον νεκρό.

Πάντα ξενυχτούσαν συγγενείς φίλοι και γείτονες τον νεκρό στο σπίτι του, ή σε εκκλησία αν δεν ήταν κατάλληλο για τόσον κόσμο. Πρωταγωνίστριες στο δράμα οι γυναίκες που μοιρολογούσαν όλη μέρα, αλλά μόλις σουρούπωνε σκέπαζαν το πρόσωπο του νεκρού μέχρι το ξημέρωμα και σταματούσαν το μοιρολόι μέχρι που ξημέρωνε. Οι γριές μοιρολογίστρες αντιλοϊσμένες από το κλάμα και με λυμένα τα τσεμπέρια τραβούσαν τα μαλλιά τους, έγδερναν τα μάγουλά τους και χτυπούσαν τα στήθια τους! Ήξεραν πολλά μοιρολόγια, , αυτοσχεδίαζαν ανάλογα με το νεκρό και την περίσταση, και παίνευαν τα προτερήματά του, αλλά μοιρολογούσαν και άντρες. Οι νεότερες έψηναν ασταμάτητα καφέδες, πρόσφεραν πορτοκαλάδες, λεμονάδες, μαστίχα, κονιάκ, ψωμότυρο και γλίνα με κρασί για τη λιγούρα, και για να συγχωρεθεί η ψυχή. Όταν έφευγε κάποιος σε βαθειά γεράματα και άφηνε πίσω παιδιά κι εγγόνια, γρήγορα σταματούσαν τα κλάματα και ξεκίναγε το καλαμπούρι! Η κουβέντα πήγαινε σε ιστορίες από τον πόλεμο, το αντάρτικο, το κυνήγι, και σε παλιά γλέντια. Ακόμα και προξενιά τύχαινε να γίνουν τέτοιες στιγμές, και μάλιστα έτυχε να είμαι μάρτυρας σε μια τέτοια περίπτωση, με το προξενιό να έχει τελικά αίσια κατάληξη! Και αφού νέοι και γέροι εξαντλούσαν όλα τα θέματα, τους γέρους τους απασχολούσε και η δική τους «αναχώρηση»! Ο ένας γέρος έλεγε «δεν θέλω να πεθάνω χειμώνα γιατί θα κρυώνουν τα πόδια μου», ο άλλος δεν «θέλω το καλοκαίρι γιατί θα ιδρώνω και θα πλευριτώσω», ο άλλος «δεν θέλω άνοιξη γιατί βγάζει η γης λουλούδια και έρχεται και το Πάσχα», ο άλλος «δεν θέλω χινόπωρο γιατί έχουμε να μαζέψουμε ελιές», και κάποια στιγμή πετάγεται ο πατέρας μου, θεός σχωρέστους όλους, και λέει: «εμένα όταν πεθάνω δεν θέλω να μου δέσετε τα χέρια σαν να είμαι κρατούμενος»! Σκεφτόταν ότι θα τον έτσουζαν τα μάτια του όταν θα τον λάδωνε ο παπάς, και θα του λάσπωνε το κουστούμι όταν θα τον διάβαζε πριν τον βάλουν στη «γούβα», αλλά γι αυτά είχε συνεννοηθεί με τον παπά!

Στην κηδεία όταν έβγαινε το φέρετρο από το σπίτι, εκτός από τις φωνές και τους οδυρμούς, έσπαζαν και ένα πιάτο για να μην συμβεί τάχα και άλλο τέτοιο κακό! Η μεταφορά του γινόταν είτε πάνω στους ώμους νέων συγγενών και φίλων, είτε στην καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου, ακολουθώντας όλοι την πομπή πεζή, με το «διάβασμα» να γίνεται στην κοντινότερη εκκλησία. Ο κόσμος πίστευε ότι η ψυχή του νεκρού τριγυρίζει ανάμεσά μας για σαράντα μέρες και συνήθιζαν να πηγαίνουν στον τάφο να ανάβουν το καντηλάκι.

Όμως δεν είναι μόνο αυτοί που φεύγουν, αλλά και αυτοί που μένουν! Για αυτό το πιο σημαντικό ήταν η συντροφιά για συμπαράσταση τις επόμενες μέρες στην λυπημένη οικογένεια. Μαγείρευαν σπίτι του ο καθένας, πότε ο ένας πότε ο άλλος, και πήγαιναν το φαγητό στο σπίτι των λυπημένων για να φάνε όλοι παρέα, αυτό ήταν το «γεύμα της παρηγοριάς»! Τις μέρες τις γιορτινές δεν πήγαιναν οι λυπημένοι ανήμερα στην εκκλησία, πήγαιναν μόνο στους εσπερινούς, δεν έφτιαχναν γλυκά, μόνο οι στενοί συγγενείς έφτιαχναν και πήγαιναν και στους λυπημένους, και οι συγγενείς δεν συμμετείχαν σε πανηγύρια, σε λαϊκές γιορτές, και στα καρναβάλια! Τα «σαράντα» με το μνημόσυνο στην εκκλησία, τις προσευχές και τις δεήσεις για ζωντανούς και νεκρούς, τα ανήγγειλε ο ντελάλης, και την παραμονή οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι, έβραζαν το στάρι, ζύμωναν και έψηναν στον φούρνο τα «προσκομίδια». Όταν το μνημόσυνο ήταν για νέο άνθρωπο, το στάρι το άφηναν λίγο άβραστο. Οι πιτσιρικάδες περιμέναμε να πιούμε το σταροζούμι με ζάχαρη και λίγα σπυριά στάρι μέσα, και οι γυναίκες στόλιζαν τον δίσκο για την εκκλησία.

Σήμερα δυστυχώς άλλαξαν πολλές συνήθειες αφού χαλάρωσαν πολλά από τα ήθη και έθιμα της ζωής και του θανάτου, όπου με όλα αυτά, και μέσα από την αυτονόητη συμμετοχή στο πένθος, ο κόσμος έδειχνε έμπρακτα την αλληλεγγύη του στον πενθούντα. Τις ημέρες του πένθους, της πιο σκληρής ανθρώπινης δοκιμασίας, είναι ανάγκη να σκεφτόμαστε περισσότερο τον συγγενή, τον φίλο, τον συγχωριανό, δείχνοντας αληθινό ενδιαφέρον από αγάπη, και όχι από οίκτο. Τον οίκτο κανείς δεν τον έχει ανάγκη. Σκοπός είναι να απαλύνουμε τον πόνο όπως έκαναν οι παλαιοί, αφού πάντα υπάρχει ανάγκη από συμπαράσταση, και δυό λόγια παρηγοριάς για να βρεθεί κουράγιο και δύναμη για αυτή τη θλιβερή περίσταση, που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα περάσουμε όλοι, με την ευχή βέβαια αυτή να έρθει ήσυχα, και στην ώρα της!

 


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.