«Νεραντζούλα φουντωμένη, νεραντζούλα φουντωμένη, πού ’ναι τ’ άνθη σου, νεραντζούλα, πού ’ναι τ’ άνθη σου……..!

Γραφει ο Λουης Σερεμετης


Είναι ίσως το πιο γνωστό παραδοσιακό τραγούδι του γάμου, αλλά μη φανταστείτε ότι έχουμε γάμο! Απλά το έχουμε πεθυμήσει γιατί οι γάμοι λιγόστεψαν, και ειδικά οι παραδοσιακοί, επειδή οι καιροί άλλαξαν, και μαζί τους άλλαξαν ο τρόπος ζωής, και οι συνήθειες του κόσμου.

Γάμοι γίνονται δυό τρείς το χρόνο, και αν! Όχι γιατί δεν υπάρχει κόσμος ανύπαντρος! «Ελεύθεροι» είναι πολλοί, και όλο και αβγαταίνουν! Άλλοι θέλουν να παντρευτούν αλλά δεν μπορούν, άλλοι μπορούν αλλά δεν θέλουν, άλλοι πάλι παντρεύονται μόνοι τους, ή και στα κρυφά, και άλλοι επιλέγουν την «νέα μόδα», το σύμφωνο συμβίωσης, οπότε που θα ακουστεί το τραγούδι!

Τώρα αφορμή γι αυτή τη θύμηση αυτού του σχεδόν ξεχασμένου παραδοσιακού τραγουδιού που το ακούγαμε στα φανερώματα, στον αρραβώνα, και στον γάμο, στάθηκε μια κουβέντα που έγινε πριν λίγες μέρες, όταν με την λήξη της καραντίνας έσμιξε και πάλι η παλιοπαρέα! «Σκαρίσαμε σαν τα σαλιγκάρια μετά από τη βροχή», και γέμισαν ξανά τα καφενεία και οι καφετέριες κυρίως από «ελεύθερους», όπως λέμε τους ανύπαντρους. «Δυό καρέκλες ο καθένας, και δροσιά κάτω από την τέντες» που λέει και το τραγούδι. Μια μέρα, εκεί που καθόμαστε κάμποσοι αραχτοί, πέρασαν από δίπλα μας δύο κυρίες χωριανές, μιας κάποιας ηλικίας, μας χαιρέτησαν, και κοντοστάθηκαν σαν να ήθελαν να τις φωνάξουμε να καθίσουν μαζί μας.

Με χαρά προτείναμε να κεράσουμε κάτι, και δέχτηκαν με προθυμία. Φάνηκε σαν να γύρευαν μια ευκαιρία να μας πουν κάτι που το βαστάγανε μέσα τους, και τους προβλημάτιζε καιρό. Και αφού υπήρχε μεγάλο ακροατήριο, ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία!. Δεν ήθελαν καφέ εσπρέσο, φρέντο και καπουτσίνους γιατί είναι του παραδοσιακού καφέ! Παρήγγειλλαν καφέ Ελληνικό στο γκαζάκι, όχι στη μηχανή γιατί είναι άνοστος, και μαζί με τον καφέ ζήτησαν από ένα ποτηράκι μαστιχούλα, ή ένα λικεράκι τριαντάφυλλο αν υπάρχει! Αφού μιλήσαμε για τούτη την παλικοκατάσταση που μας βρήκε, μπήκαν γρήγορα στο «ψητό»! «Ρε παλληκάρια, τι θα γίνει με σας; Θα φάμε κανά κουφέτο; Θα πούμε τη «νεραντζούλα», θα σας τραγουδήσουμε γαμπρούς, θα χορέψουμε τώρα που αντέχουν τα πόδια μας ακόμα; Δεν έχετε σκοπό να παντρευτείτε; Τι θα γίνει το χωριό; Και τελικά για ποιον δουλεύετε»;

Κουνηθείτε μια στάλα! Αλλά άμα σας πούνε για κανά προξενιό, χαλάτε τα μούτρα σας! Αφού δεν θέλετε το προξενιό, βρείτε τις κοπέλες μόνοι σας, και νοικοκυρευτείτε! Ως πότε θα σας φροντίζουν οι μανάδες σας και οι αδερφές σας»; Πιάνοντας έναν έναν με τη σειρά, άρχισαν την ψαλμωδία! « Εσύ που είσαι δημόσιος υπάλληλος και είσαι περιζήτητος γαμπρός, τι περιμένεις; Κι εσύ που είσαι δάσκαλος, τι κάθεσαι, βούτα μια δασκάλα, εσύ που είσαι καθηγητής βρες μια καθηγήτρια! Κι εσύ που έχεις περιουσία στο χωριό και είσαι νοικοκύρης, τι περιμένεις; Κι εσείς οι άλλοι που δεν φοβόσαστε τη δουλειά, τι καμαρώνετε; Τι σας λείπει; Σαν πολύ δεν το ψειρίζετε; Αν περιμένετε πρώτα να γίνετε πλούσιοι, θα πετάξει το πουλάκι!

Όλοι έχετε τον τρόπο σας να κάνετε οικογένεια και να μεγαλώσει το χωριό»! Αμείλικτα τα ερωτήματα και τα διλλήματα, όλοι μείναμε άναυδοι! Εμείς για να καλαμπουρίσουμε τις φωνάξαμε, αλλά αυτές πήραν φόρα! Όλοι μπήκαν στην κουβέντα, και ειπώθηκαν πολλά και διάφορα. Ότι έπαιξε το ρόλο της και η οικονομική κρίση, ότι στένεψε ο συγγενικός και φιλικός κύκλος, συγγένειες χάθηκαν, φιλίες ξεχάστηκαν. Ότι ο κόσμος προβληματίζεται από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από έναν γάμο και δεν αποφασίζουν εύκολα, και ότι πολλοί επιλέγουν να συμβιώσουν χαλαρά. Ότι με την ισότητα οι γυναίκες χειραφετήθηκαν, έχουν πια τις δουλειές τους και μπορούν να είναι και οικονομικά αυτοδύναμες, και δεν περιμένουν όπως πριν να παντρευτούν για να αποκατασταθούν και να βολευτούν δίπλα στον άντρα τους.

Ότι άλλαξαν και πολλά πράγματα γύρω από το οικογενειακό δίκαιο. Ότι ήρθε στη ζωή μας το σύμφωνο συμβίωσης με συμφωνητικά στα συμβολαιογραφεία λες και πρόκειται για αγοροπωλησίες, ή εμπορικές πράξεις. Στο τέλος ένας είπε: «Ώχ μωρέ, μας ζαλίσατε πρωινιάτικα με τον γάμο, άλλη δουλειά δεν έχετε, όπου πας τα ίδια ακούς! Η γυναίκα την σήμερον έχει απαιτήσεις! Δώσε μου εσύ λω θειά τον μισθό σου, και θα παντρευτώ αύριο το πρωί»! Πήρε όμως μια πληρωμένη απάντηση, και γελάσαμε λίγο! «Άμα παιδάκι μου σου λείπουν τόσα λίγα, να στα δώσω, αλλά με τα μυαλά που κουβαλάς, δεν πρόκειται να κατουρήσεις σε πεθερική αυλή! Καλύτερα μείνε όπως είσαι, μην παντρευτείς και πάρεις στο λαιμό σου κανά φτωχοκόριτσο»!

Τελειώνοντας ,γιατί ήθελαν να πάνε να μαγειρέψουν είπαν: «Κι αν δεν βρίσκετε Ελληνίδες, πάρτε ξένες, όπως έκαναν και οι δικοί μας που βρέθηκαν στο εξωτερικό, που παντρευτήκανε ξενοφυλίτισσες! Γυναίκες είναι κι αυτές! Γεροντοπαλίκαρα θα μείνετε; Αλλιώς να ανασκουμπωθούμε εμείς»! Αυτός είναι ο καθημερινός καημός και η γκρίνια σε κάθε σπίτι που έχει παιδιά της παντρειάς! Όταν είπαν «αλλιώς να ανασκουμπωθούμε εμείς», μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα μιας γιαγιάς, που είχε αφήσει εποχή στο χωριό με τα προξενιά πού είχε κάνει! Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι προξενήτρες έπαιζαν ενεργό ρόλο στο θέμα της παντρειάς! Άλλες το έκαναν από πραγματικό ενδιαφέρον, και άλλες επαγγελματικά, αλλά λίγες ήταν οι γυναίκες που έκαναν για προξενήτρες.

Έπρεπε να έχουν το «χάρισμα» που λέγανε, γιατί αποστολή τους δεν ήταν απλά να φέρουν σε επαφή δύο άτομα, έπρεπε και να ξέρουν το κόλπο να το «σπρώξουν» για να ξεκινήσει, να προχωρήσει, και να στεριώσει το συμπεθεριό. Ακόμα και να κάμψουν τυχόν αρχικές αντιρρήσεις και αντιστάσεις που μπορεί να είχαν και οι δύο μεριές! Έπρεπε να εξετάσουν «από πού βαστάει η σκούφια» του καθενός, αν ταιριάζουν και τα χνώτα τους για να κάνουνε κορογωνιά», όπως λέγανε, Αν χρειαζόταν να πουν και κανά ψεματάκι για να καλύψουν κανά ελαττωματάκι, κυρίως υγείας, ή και κανένα «πταισματάκι» που αφορούσε τον πρότερο βίο, για να μη σκαλώσει η κουβέντα, γιατί πολλές φορές ήθελαν να βολέψουν πάση θυσία κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο, που ίσως και να μην ταίριαζε και πολύ με το έτερο! Άμα καμιά κοπέλα είχε κάποιο «ελαττωματάκι», αλλά καλοπαντρευότανε, λέγανε: «Μην κοιτάς την στραβιά της την αρίδα, κοίτα την ίσια της τη μοίρα»!

Δεν έμενε ανύπαντρη «ούτε κουτσή κουρούνα»! Ο άλλος πάλι είχε ένα παιδί κουτό και ήθελε σώνει και καλά να το παντρέψει, αλλά πώς να τον παρουσιάσει! Σκέφτηκε, σκέφτηκε, και στη θέση του στη γνωριμία και στα φανερώματα παρουσίασε για γαμπρό το άλλο του παιδί που του έμοιαζε αρκετά. Αλλά όταν στον γάμο παρουσιάστηκε ο κανονικός γαμπρός, ξεσηκώθηκαν οι συγγενείς της νύφης, και είπαν στον πατέρα του γαμπρού ότι τους κορόιδεψε παρουσιάζοντάς τους άλλον για γαμπρό στα φανερώματα, και άλλον στον γάμο! Ο γέρος στριμώχτηκε, και στο τέλος τους είπε το εξής αμίμητο: «Ρε τι λέτε; Εμένα θα μου πείτε ποιος είναι ο γαμπρός;

Δεν γνωρίζω εγώ το παιδί μου»; Ρίσκαρε,αλλά πέτυχε τον σκοπό του! Πολλές φορές το συμπεθεριό το «έκιωναν» οι πατεράδες μόνοι τους κάποιο βράδυ στην ταβέρνα, και την άλλη μέρα το μάθαιναν οι μανάδες και οι μελλόνυμφοι! Άμα το παιδί δεν έπινε και δεν φούμερνε, έπαιρνε πολλά «μόρια»! Στο σπίτι η έγνοια για την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών ήταν και παραμένει η πρώτη! Μία προξενήτρα που είχε αφήσει εποχή στο χωριό, ήταν η γιαγιά Μάρθα με το όνομα, συχωρεμένη πια, που ξεχώριζε για τις επιτυχίες της στα συμπεθεριά που έκανε! Θυμάμαι μια φορά είχε φέρει και στο σπίτι μας δύο άτομα να γνωριστούν μεταξύ τους, τάχα τυχαία!

Εμείς κρυφοκοιτάγαμε γιατί κάτι είχαμε πάρει χαμπάρι! Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν τέλεια, οπότε μετά από λίγες μέρες ακούσαμε στο σπίτι της μέλλουσας νύφης την «νεραντζούλα φουντωμένη»! Ερχόταν τακτικά στο σπίτι με τη μαγκουρίτσα της και τη μαύρη μπελαρίνα της! Της την είχε χαρίσει από ευγνωμοσύνη μια κοπέλα που την είχε πλέξει η ίδια, γιατί την είχε καλοπαντρέψει! Την φόραγε χειμώνα καλοκαίρι γιατί παλιά είχε περάσει κρύο, και φυλαγόταν.

Ζούσε αγαπημένη με τον γέρο της, τον παππού τον Κώτσο, και δεν είχαν παιδιά, αφού «έτσι ήθελε ο Θεός» όπως έλεγε! Τη ρωτάγαμε πότε είχε γεννηθεί και όλο έλεγε: «σάμπως θυμάμαι»; Μίλαγε συχνά για τις ατυχίες στη ζωή της, αλλά έλεγε «δε βαριέσαι, έτσι τα φέρνει η ζωή, χαρές και λύπες ανακατεμένες». και άλλαζε αμέσως κουβέντα. Χαιρόσουνα να την ακούς να μιλάει για όλα, για τις συγγένειες, για τα προξενιά που είχε κάνει! Της φτιάχνανε το καφεδάκι της, τον ήθελε ανόθευτο, χωρίς ρεβίθι και κριθάρι, και μαζί της βάζανε ένα κονιακάκι ή μαστιχούλα γιατί της άρεσε! Όταν το έφερνε η κουβέντα, οι μεγάλοι την ρωτούσαν τη γιαγιά για τα «μυστικά της τέχνης», και ανάμεσα στα άλλα έλεγε: «Παιδιά μου, τον όμοιο σου συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο! Οι συμπεθέροι και τα ζευγάρια πρέπει να ταιριάζουνε!

Οι κουμπάροι που κάνουν το γάμο ή τη βάφτιση, κάνουν μυστήριο, και πρέπει να είναι σοβαροί και υπόδειγμα, γιατί γίνονται πνευματικοί γονείς των παιδιών! Γι αυτό τους διαλέγουμε, και λέμε κάθε φορά πάντα άξιοι! Πάντα έκανα κουβέντα για ανθρώπους που ταιριάζανε. Όλα ξεκινάνε από το σπίτι, κι από τη μάνα! Όταν κίναγα να πάω σε ένα σπίτι για να κάνω κουβέντα, μόλις έμπαινα στην αυλή, η πρώτη μου δουλειά ήταν να φτύσω κάτω κρυφά και να πω: όπως κόλλησε το φτύσιμο, έτσι να κολλήσει και ο λόγος για το προξενιό, και μετά ξεκίναγα την κουβέντα. Μερικά συμπεθεριά χαλάγανε γιατί μπαίνανε στη μέση κακόβουλοι ανθρώποι, και οι ρουφιάνοι, που για καλό δεν είναι»!

Ο αγώνας ήθελε σχέδιο, υπομονή, και γερό στομάχι! Ήθελε και τον καιρό του για να δικαιωθεί! Είχε παντρέψει λέει ενενήντα ζευγάρια μετρημένα, όχι μόνο στο χωριό, και αλλού! Στεναχωριόταν όταν έβλεπε να προξενεύουν μια καλή και προκομμένη κοπέλα με έναν αχαΐρευτο, γιατί ήξερε ότι θα πέρναγε μαζί του μαύρη ζωή! Όμως όταν άκουγε κάποιον να λέει περιπαικτικά ότι «το καλό σύκο το τρώει η κουρούνα», τον έβανε στη θέση του λέγοντας ότι «είναι η Θεία πρόνοια που φροντίζει να επιβιώσει και ο αχαίρευτος, γιατί και αυτός είναι πλάσμα του Θεού»!

Το ίδιο στεναχωριόταν όταν παντρεύονταν δύο ανεπρόκοποι, γιατί την απασχολούσε το τι θα γίνουν! Όταν πάλι άκουγε κάποιον να λέει γι αυτήν την περίπτωση, «εκεί που θα καιγόντουσαν δύο σπίτια, τουλάχιστον να καεί ένα», τον έκοβε λέγοντας ότι «τώρα λέμε μόνο καλορίζικα, ευτυχισμένοι, και καλούς απογόνους»! Ό,τι έλεγε, και ό,τι έκανε, το έκανε από ενδιαφέρον και καλοσύνη, που και τα δύο της περίσσευαν! Πολλές φορές όταν άκουγε ότι κάποιο ζευγάρι πήγαινε για χωρισμό, έμπαινε μπροστά για να τους «συνιβάσει», όπως έλεγε. Κάποια στιγμή την ακούσαμε να λέει: «Να μ αξιώσει ο Θεός να τα κιώσω τα συμπεθεριά εκατό, κι ας πεθάνω»!

Οι απολαύσεις της γιαγιάς Μάρθας ήταν να παντρεύει κόσμο και να βλέπει να ανοίγουν ευτυχισμένα σπιτικά, το καφεδάκι με το κονιακάκι, και το καθημερινό κρασάκι με το λιγοστό φαγάκι της, όσο τσιμπολογάει ένα πουλάκι! Όμως μπορούσε να μην το «τσούξει» λιγάκι παραπάνω από τη χαρά της κάθε φορά που έκλεινε ένα συμπεθεριό; «Εβίβα, πάντα σε χαρές» έλεγε! Με τόσα γλέντια από φανερώματα, αρραβώνες και γάμους που στέριωνε, είχε πιει βαρέλια κρασί! Έλεγε ότι «η ζωή πάντα είναι γλυκιά, αλλά να έχει κανείς την υγειά του και το μυαλό του»!

Η κακομοίρα κάποια στιγμή κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά, και ζήτησε να πάει στο γιατρό. Η πρώτη της κουβέντα που είπε στο γιατρό ήταν: «εμένα που με βλέπεις, δεν μ έχει πιάσει ακόμα γιατρός απ το χέρι, και μέχρι τώρα δεν έχω πάρει ούτε ασπιρίνη»! Μόλις την είδε ο γιατρός, δεν χρειάστηκε να την εξετάσει, μόνο τη ρώτησε: «Γιαγιά, σου αρέσει το κρασάκι»; Τη γιαγιά «τη ζώσανε τα φίδια», και του λέει ικετεύοντάς τον: «Μ αρέσει παιδάκι μου, και με τον καφέ μου πίνω και ένα κονιακάκι, ή μαστιχούλα, αλλά να χαρείς ό,τι αγαπάς, και να καλοπαντρευτείς, μη μου τα κόψεις, και όσο ζήσω»! «Δεν στα κόβω γιαγιά, δύο δάχτυλα κρασάκι να πίνεις» της είπε, και η γιαγιά ανακουφίστηκε!

Δυστυχώς δεν άντεξε και δεν πρόλαβε να τα κιώσει τα προξενιά εκατό! Αυτά τα λίγα λόγια αντί μνημόσυνου για την θρυλική γιαγιά Μάρθα που «έφυγε» πριν 45 περίπου χρόνια! Όμως η ζωή συνεχίζεται, προχωράει, και είναι φορές που έρχεται και τούμπα! Αλλά μαζί με τους ανθρώπους που φεύγουν, χάνονται και κάποιες συνήθειες που καθόριζαν ανέκαθεν σε σημαντικό βαθμό την οικογενειακή δομή και συνοχή, καθώς και την κοινωνική ζωή σε κάθε τόπο. Συνήθειες που φανέρωναν κυρίως την αγωνία και το ενδιαφέρον του καθενός για την προσωπική αλλά και την οικογενειακή ευτυχία του συγγενή και του φίλου μέσα από την οικογενειακή αποκατάσταση.

Το προξενιό σαν μια παλιά συνήθεια που πολλοί τη θεωρούσαν και την θεωρούν αναχρονιστική, σήμερα θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, σαν ένας τρόπος επαφής και γνωριμίας, γιατί ο κόσμος σαστισμένος με όσα συμβαίνουν γύρω του, του φαίνονται όλα βουνό και κλείνεται στον εαυτό του! Αν ζούσε σήμερα η γιαγιά η Μάρθα θα είχε κινήσει γη και ουρανό για να τους παντρέψει όλους, και δεν θα είχε μείνει ανύπαντρη, «ούτε κουτσή κουρούνα»! Το δημογραφικό πρόβλημα γιγαντώνεται, δεν προσφέρεται για καλαμπούρια, και πρέπει να μας απασχολήσει όλους! Πρέπει να είναι στο μυαλό όλων, παντρεμένων και ανύπαντρων! Μπορεί, όχι στο μακρινό μέλλον, τον ρόλο της προξενήτρας να αναλάβουν να παίξουν και οι Δήμαρχοι!

Τώρα στη δική μας τη σημερινή ιστορία, κάποιοι μπορεί να δυσαρεστήθηκαν επειδή τάχα οι κυρίες ανακατεύτηκαν στα προσωπικά τους! Αν κοιτάζανε όμως οι κυρίες μόνο όσους κλείνει η πόρτα του σπιτιού τους, ή αν καθόντουσαν στ αυγά τους και δεν έδειχναν με αυτό τον τρόπο την αγωνία και το ενδιαφέρον τους για τους νέους, που θα μπορούσαν λόγω ηλικίας να είναι παιδιά τους κι εγγόνια τους, σίγουρα θα γινόντουσαν ευχάριστες, αλλά όχι χρήσιμες! Διάλεξαν να φανούν χρήσιμες!

Η αγωνία και το ενδιαφέρον για την προσωπική αλλά και την οικογενειακή ευτυχία του συγγενή και του φίλου, ήταν αυτά που έκαναν τις δύο κυρίες να θέλουν να πιουν μαζί μας το καφεδάκι τους, και να μας τα σούρουν! Στη ζωή αν θέλεις να είσαι χρήσιμος, θα πρέπει αυτή η επιθυμία σου να μεταφράζεται σε πράξεις. Ας ανασκουμπωθούμε όλοι μας όσο γίνεται πιο γρήγορα, και ας ενδιαφερθούμε όχι μόνο για την επιβίωση και την προσωπική μας ευτυχία, αλλά και για του φίλου και του συγγενή, που θα είναι και δική μας ευτυχία!

Υ.Γ: Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία και συμπτωματική, αλλά η ιστορία έχει σχέση με την πραγματικότητα!!!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.