Ιστορίες που αντέχουν στον χρόνο, φυλαγμένες σε κάθε μαξιλάρι!

του Λουη Γ Σερεμετη

Τα μαξιλάρια της φωτογραφίας είναι κεντητά στο χέρι, ένα σπάνιο οικογενειακό κειμήλιο!

Το μαξιλάρι είναι ένα από τα πιο προσωπικά αντικείμενα στη ζωή μας που μπορεί να δεθούμε ή να ταυτιστούμε μαζί του, είτε είναι προσκέφαλο στο κρεβάτι για νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες , είτε για να ανακουφιστεί το πονεμένο κορμί, είτε ένα μαξιλαράκι στην κούνια του μωρού, ή στην καρέκλα του παιδιού για να φτάνει στο τραπέζι την ώρα του φαγητού. Μπορεί να είναι και ένα μαξιλάρι στον αναπαυτικό καναπέ, είτε μαξιλάρια κεντητά στο χέρι, της «φιγούρας» και της προίκας πάνω στην ντιβανοκασέλα στη σάλα του σπιτιού μιας άλλης εποχής! Ακόμα και στο χωράφι την ώρα της μεσημεριανής ξεκούρασης, βάζαμε μια πέτρα για προσκέφαλο για να μας κόβει, και κάποια στιγμή να σηκωθούμε. Ακόμα και μαξιλαροπόλεμο παίζαμε παιδιά άμα δεν είχαμε τι να κάνουμε, και όταν σκίζονταν γέμιζε ο τόπος πούπουλα, και άντε μετά να βρεις μέρος να κρυφτείς!

Τα μαξιλάρια και τα προσκέφαλα μιας άλλης εποχής τα γέμιζαν με ρετάλια από μαλακά πανιά, ή με μπαμπάκια που τους περίσσευαν, που από τον καιρό και με το πλύσιμο γίνονταν στο εσωτερικό τους μικρά γρουμπούλια, και μας έκοβαν σαν να κοιμόμαστε σε χαλίκια! Ακόμα και τα πούπουλα από την κότα που τα γέμιζαν και ήταν αφράτα και μαλακά, κάποια στιγμή η μυτερή άκρη κάποιου πούπουλου εύρισκε τρόπο να ξεπροβάλει και να μας τρυπάει, ή να μας γαργαλάει η άλλη του άκρη! Παρόλα αυτά λίγο πολύ όλοι είχαμε αγαπήσει ένα μαξιλάρι με τα ελαττώματά του, είχαμε συνηθίσει τη μυρουδιά του, το είχαμε για χρόνια σαν το δικό μας μαξιλάρι, μέχρι που να ρέψει ρεφτό από το τρίψιμο, και από το πέρασμα των χρόνων! Μικροί, δύσκολα βολευόμαστε χωρίς το μαξιλάρι μας όταν μας φιλοξενούσαν σε άλλο σπίτι.

Τι ιστορίες μπορεί να χωράει το μαξιλάρι μας; Ακόμα και σκόρδα έβαζαν μέσα στο μαξιλάρι, για να διώχνουν τα παράσιτα, αλλά και τους δαίμονες! Ήταν ένα παλιό οικογενειακό μυστικό ειδικά για ανθρώπους που δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν. Λέγανε ότι η μυρωδιά του σκόρδου έχει ηρεμιστική δράση, που βοηθάει να έχεις και ένα καλό ύπνο! Βάζανε και κουφέτα και κουκιά τα κορίτσια κάτω από το μαξιλάρι τους την νύχτα, για να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν! Όταν δεν είχαν κουφέτα, έπαιρναν δύο κουκιά, το ένα άσπρο, και το άλλο σκούρο, και τα έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τη νύχτα . Το πρωί που ξυπνούσαν το πρώτο που θα έπιαναν φανέρωνε τον άντρα που θα παντρευόταν. Αν ήταν το άσπρο, θα παντρευόταν πλούσιο, αν ήταν το σκούρο, θα έπαιρνε φτωχό. Έτσι ήταν από τότε η κατάσταση με τα χρώματα, το λευκό συμβόλιζε το καλύτερο, το ποθητό, και το σκούρο την κακοτυχία και την αναποδιά! Από τον δίσκο του γάμου με τα κουφέτα, ο γαμπρός έπαιρνε κουφέτα και τα μοίραζε στις ελεύθερες κοπέλες για να τα βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για τρεις μέρες για να ονειρευτούν τον άντρα που θα παντρευτούν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τις κυνηγάγανε να τις πιάσουν να τις δώσουν με το ζόρι κουφέτα για να παντρευτούν καμιά φορά! Στις δύσπιστες λέγανε ότι μπορεί να μη το δεις τη πρώτη μέρα, μπορεί να τον δεις ακόμα και την τελευταία, ή στον επόμενο γάμο! Μύθοι και δοξασίες που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα, αλλά τόνιζαν την ομορφιά της παράδοσης.

Ένα έθιμο πολύ παλιό, είναι και τα μαξιλάρια της «φιγούρας που έπαιρνε η νύφη από το σπίτι της, τα προικιά της, και η παρουσίασή τους πριν το γάμο. Ήταν μαξιλάρια κεντητά στο χέρι από την νύφη με πλουμιστά χρώματα, και τα έβαζαν γύρω γύρω στο αμάξι για να φαίνονται! Την Πέμπτη πήγαιναν στο σπίτι της νύφης με αυτοκίνητα για να κουβαλήσουνε τα προικιά με φορτηγά, στολισμένα με λουλούδια και κορδέλες! Όταν τα κατέβαζαν στο σπίτι που θα έμεναν οι νιόπαντροι, έβαζαν να μπει πρώτος στο σπίτι ένα αγόρι κρατώντας ένα μαξιλάρι, και το τεμπηχιάζανε μη γυρίσει και κοιτάξει πίσω, γιατί δεν είναι καλό!

Οι γονείς από παλιά ήθελαν να μεγαλώνουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα για να είναι ζωντανά και ενεργητικά από μικρά, με πρότυπα που ήταν γενικά παραδεκτά από τον περισσότερο κόσμο. Προσπαθούσαν πάντα να τους μεταδώσουν τις δικές τους αρχές και συνήθειες, και αφού οι περισσότεροι δεν είχαν προχωρήσει στο σχολείο, ή δεν είχαν πάει καθόλου, η κουβέντα γινόταν μέσα από παροιμίες, παραδείγματα, και διδακτικές ιστορίες! Ακούγαμε συχνά την κουβέντα για το αγκάθι που θα μπει κάτω από το προσκέφαλο, και παραξενευόμαστε, γιατί μέχρι τότες ξέραμε ότι το μαξιλάρι έπρεπε να ήταν αναπαυτικό, και μαλακό για να ευχαριστιόμαστε τον ύπνο!

Αυτήν την ιστορία με το αγκάθι και το προσκέφαλο την ακούγαμε τακτικά όταν είμαστε μικροί, τότε που υπήρχε η ανεμελιά των παιδικών χρόνων για πολλά πράγματα, όσο επιτρεπόταν βέβαια να ζούμε τα παιδιά εκείνες τις εποχές ανέμελα σε ένα αγροτικό σπίτι, με τις στερήσεις και τις πολλές δουλειές που είχαν οι άνθρωποι όλες τις εποχές του χρόνου. Τούτες τις μέρες η κουβέντα το έφερε, και έτυχε να την διηγηθώ σε μια παρέα, αφού κανείς δεν την ήξερε! Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που κάθε πρωί δεινοπαθούσε να σηκώσει τον γιο του να πάνε για δουλειά στο χωράφι. Κάποια στιγμή αγανακτισμένος, και για να τον προβληματίσει του είπε: « Άντε καημένε μου, θα ’ρθει καιρός που θα μπει το αγκάθι στο προσκέφαλο και τότε θα δεις αν ξυπνάς νωρίς, και αν σε κολλάει ύπνος»!

Το παιδί αυτά τα άκουγε βερεσέ και γέλαγε με τέτοιες ιστορίες. Κάποια στιγμή μεγάλωσε, έμπλεξε με μια κοπελιά, δεν μπορούσε να κάνει πίσω και την παντρεύτηκε, νοίκιασε σπίτι, και έκανε ένα παιδί. Τα έξοδα αυγάταιναν και έτρεχαν, και για να τα βγάλει πέρα άρχισε να σηκώνεται για το χωράφι πολύ πριν σηκωθεί ο πατέρας του! Τότε ο πατέρας του τον ρώτησε με αγωνία: «τι σε έπιασε και θέλεις να πηγαίνουμε στο χωράφι τόσο νωρίς», και του ζήτησε να περιμένουν λίγο να φωτίσει! Ο γιός όμως όλο αγωνία του λέει: «Να ρε πατέρα, το σπίτι έχει έξοδα, το νοίκι τρέχει, το παιδί θέλει γάλα και ρούχα, και έχουμε πολλές δουλειές! Εγώ φεύγω τώρα, εσύ έλα αργότερα»! Τότε ο πατέρας του λέει: «Κατάλαβα, έχει μπει στο προσκέφαλό σου εκείνο το αγκάθι που σου έλεγα, και δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς»! Και βέβαια με αυτήν την φράση εννοούσε τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται όταν κανείς αναλάβει κάποιες ευθύνες, ή πρωτοβουλίες, αλλά κυρίως όταν αποφασίσει να κάνει την δική του οικογένεια, να δουλέψει πιο πολύ.

Μαξιλάρια για κάθε χρήση! Μαξιλάρια για το σκαμνί στον φόκο, μαξιλάρια για να κάθονται στα κοτρώνια της ρούγας, αλλά και η μεγάλη μαξιλάρα στην ταράτσα για την στρωματσάδα τα βράδια, τότε που κοιτούσαμε τον ουρανό και τα άστρα που πέφτουν, κοιμόμαστε αργά με τη δροσιά σαν τα πουλάκια, και το πρωί ξυπνάγαμε αγκαλιά με ένα γατί πάνω στο μαξιλάρι! Τα μαξιλάρια τα θεωρούσαν και ασφαλή κρυψώνα, κι εκεί έκρυβαν πολύτιμα αντικείμενα, χαρτιά, ακόμα και λεφτά, και για να τα ελέγχουν καθόντουσαν πάνω τους οι ίδιοι, ή όποιος άλλος τύχαινε, χωρίς όμως να ξέρει ότι κάθεται πάνω σε έναν θησαυρό!! Μια φορά ήταν μια κοπελιά, Ελένη το όνομά της, που ένας μπάρμπας της ανύπαντρος από την Αμερική είχε φροντίσει να την προικίσει γενναιόδωρα, αφού είχε τον τρόπο του σαν μπρούκλης που ήταν! Από τα τσέκια που λάβαινε είχε κάνει ένα κομπόδεμα γερό, είχε μαζέψει 101.000 δραχμές, και για να μην κινήσει κανενός την υποψία τα είχε ράψει με τη βελόνα μέσα σε ένα παλιό και λερωμένο μαξιλάρι, που μόνο αυτή το ήξερε, και μόνο αυτή καθόταν! Μια μέρα που έλειπε η θεία Ελένη στο χωράφι, η μάνα της έβγαλε στο παράθυρο τα σκεπάσματα και το μαξιλάρι να αεριστούν, και το απόγευμα τα μάζεψε. Γύρισε η θεια Ελένη από το χωράφι και έτρεξε βολίδα να χαϊδέψει το μαξιλάρι της! Δεν το εύρισκε πουθενά, και αλαφιασμένη ρώτησε τη μάνα της, «λω, που είναι το μαξιλάρι μου»; Αυτή της είπε ότι τα είχε βγάλει στο παράθυρο για να τα δει ο ήλιος, και τότε τρέχει σαν αστραπή και βρίσκει το μαξιλάρι πεσμένο στο δρόμο, και από δίπλα να περνάει κόσμος και να παίζουν παιδιά, χωρίς κανείς να δίνει σημασία σε ένα μαξιλάρι παλιό και λερωμένο! Το πήρε, κατάλαβε με το χέρι της ότι δεν έλειπαν τα λεφτά, μπήκε σπίτι χαρούμενη, αλλά την ρώτησε η μάνα της γιατί είχε τόση αγωνία για ένα παλιομαξιλάρι που δεν το πήρε ούτε ο διακονιάρης που πέρασε πριν λίγο! Τότε η θεια Ελένη αποκάλυψε το μυστικό της λέγοντας: «Λω μέσα είναι οι 101», και έτσι έμεινε η ιστορία με τις «101»! Ένα παλιό μαξιλάρι λοιπόν ήταν η αιτία να μαθευτεί η προίκα της θειά Ελένης, έγινε περιζήτητη νύφη, κάποια στιγμή παντρεύτηκε τον μπάρμπα Γιάννη, και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Το τι ακούει και τι βλέπει κάθε βράδυ το δόλιο το μαξιλάρι, μόνο εκείνο το ξέρει! Να το αγαπάμε το μαξιλάρι μας, και αν χρειαστεί να το κουβεντιάζουμε! Μπορεί να είναι ένας μονόλογος και ένα μουρμουρητό, απάντηση δεν πρόκειται να πάρουμε, αλλά ίσως να είναι και μια ψυχοθεραπεία! Μόνο σ’ αυτό μπορούμε να πούμε με ασφάλεια τον πόνο μας και το μυστικό μας, να το δαγκώσουμε και να το μουσκέψουμε με δάκρυα, και χωρίς να διαμαρτυρηθεί, και να αποκοιμηθούμε μαζί του σίγουροι ότι τίποτα δεν θα προδώσει! Καλό Σαββατοκύριακο, με όμορφες αναμνήσεις!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.