Πλατεία! Εκεί που οι παρέες γράφουν ιστορία!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Άλλο ένα καλοκαίρι πέρασε ήσυχα και με ζωντάνια, με την πλατεία φέτος να θυμίζει παλιές καλές εποχές! Γεμάτη κάθε βράδυ κόσμο, τα σοκάκια και η «Πιλάλα» «τίγκα» στο αυτοκίνητο, τα καφενεία και οι ταβέρνες «φίσκα» από χωριανούς και κόσμο από τις πόλεις που ήρθαν για διακοπές στα πατρικά σπίτια τους, και ξενιτεμένους φίλους! Όμως πέρασε ο καιρός, ο καθένας γύρισε πίσω στην βάση του, η πλατεία άδειασε, οι καταστηματάρχες έκαναν τον απολογισμό τους, μάζεψαν τις πολύχρωμες καρέκλες, αλλά η ομορφιά της πλατείας παραμένει! Είχε από παλιά την δική της μοναδική ομορφιά η πλατεία μας, και γεμάτη και άδεια, και πριν και μετά την τελευταία ανακαίνιση!

Και τώρα που μείναμε πάλι οι μόνιμοι, καθόμαστε στην παρέα και σκεφτόμαστε τον φετινό χειμώνα, και αυτόματα θυμούμαστε άλλα χρόνια λογαριάζοντας πόσοι άνθρωποι επαγγελματίες της πλατείας πέρασαν από τα μαγαζιά της, και πως εξυπηρετούσαν τον κόσμο που πέρασε. Τότε που το χωριό όλο τον καιρό γνώριζε μέρες δόξας, είχαμε πάνω κάτω τα ίδια καφενεία, και πάνω από δέκα ταβέρνες ισόγειες ταβέρνες στην πλατεία, και στις γειτονιές, μαζί με τις παραδοσιακές χασαποταβέρνες. Του Βάσου Γορανίτη (Γιαγκούλα), του Μήτσου του Τριάντου, (στο σημερινό καφενείο Πολολού), του Τάσου του Κούρτη, του Νίκου του Χριστοφιλάκη (Τζούκαρη) , του Σταύρου του Κοντογιάννη (καφέ – μπάρ, αργότερα ταβέρνα η «Παραλία»), και ο Αλέκος Παναγάκος στα Αλώνια! Και στο Αλάημπεϊ ταβέρνες είχαν ο Νικολής ο Κολοβός, ο Βασίλης ο Κουνέλης, ο Παναγιώτης ο Μιχαλάκος, και ο Όμηρος Σαραντάκος!

Φωτογραφία  Βάσος Γορανίτης (Γιαγκούλας), η «ψυχή» της αγοράς, σε ρόλο «μαέστρου», διευθύνει μια συζήτηση! Από αριστερά ο Παναγιώτης Στρατάκος (Πατάτας), Βασίλης Γορανίτης (Γιαγκούλας), Ντίνος Γεωργιλάς (Πελώριος), Κρουστάλλω Σταματάκου, Τάσος Παπαρούνης, και Γιώργος Μεντής (Μάγκας)!

Όμως οι υπόγειες οι ταβέρνες είχαν μιαν άλλη μαγεία, και για τον λόγο ότι μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών οι πελάτες ένιωθαν πιο άνετα! Και ποιος δε θυμάται τις υπόγειες ταβέρνες του μπάρμπα Θανάση και Σταύρου Σκεύου, που στην συνέχεια ανέλαβε ο Μιχάλης ο Τζουβελέκης, απέναντι του Νίκου του Παναγάκου όπου έπαιζε με το μπουζούκι του ο «Νικόλαος» ο Σταυράκος, του Κωστή του Γορανίτη στο υπόγειο του Καφενείου του Τζίμη Πολολού, και του Ντίνου του Γεωργιλά (Πελώριου), κάτω από την μετέπειτα ταβέρνα του Σταύρου του Κοντογιάννη! Δούλευαν μέρα νύχτα, η ατμόσφαιρα της υπόγειας ταβέρνας ήταν διαφορετική, με τις μυρουδιές του φαγητού, του κρασιού, και του τσιγάρου ανακατεμένες! Η μουσική συνήθως ζωντανή, αφού σε κάποια παρέα έπαιζε ένα μπουζούκι ή ένα μαντολίνο, και το τραγούδι με το στόμα! Τα πέτρινα σκαλοπάτια τους στενά και απότομα, που το κατέβασμά τους ήταν παιχνίδι, αλλά το ανέβασμα … βάσανο!

Μοσκοβόλαγε ο τόπος από τα ντόπια κρέατα. Τα σουβλάκια τα παίρναμε και στο χέρι με καρφωμένη μια φέτα ψωμί πάνω, όπως έκανε ο μπάρμπα Πότης ο Στρατάκος, ο «Πατάτας», και άλλοι ψήστες! Ο κάθε ταβερνιάρης μοναδικός, με τους δικούς του ρυθμούς και τα δικά του χούγια! Ήξεραν τον κόσμο απόξω κι ανακατωτά, τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, και δεν ήθελε και πολύ να τσιτωθούν τα πράματα! Κάποιο παράπονο στην εξυπηρέτηση, ή μια παραπάνω κουβέντα πάνω στην γλυκιά θολούρα του κρασιού, ήταν αρκετά για να χαθεί η ψυχραιμία, και τότε ολόκληρες παρέες μετακόμιζαν σε άλλη ταβέρνα! Έβλεπες ταβέρνες με καρέκλες και τραπέζια άδεια, και στη δίπλα ταβέρνα να μην πέφτει καρφίτσα, και αυτό βάσταγε ακόμα και για μήνες!

 Τζουβελέκης Μιχάλης ( ταβερνιάρης) – Πέτρος Σταματάκος – Βενολιάς Σταύρος – Γιαννόπουλος Μήτσος.

Σαν την αστραπή έτρεχε το νέο όταν κάποια ταβέρνα άνοιγε βαρέλι γιοματάρι! Όταν ήθελαν να μάθουν αν κάποιος έχει καλό κρασί, ποτέ δεν ρώταγαν τους μπεκρήδες, γιατί αυτοί και ξίδι να ήταν, καλό το έλεγαν! Ο κόσμος έπινε κρασί βαρελίσιο, ντόπιο, και άμα «κλώτσαγε» κανένα βαρέλι όπως λέγανε, έκοβε η πελατεία. Τον καιρό του τρύγου που βάζανε τον νέο μούστο, λόγω της ζύμωσης που γινόταν, έκλειναν οι ταβέρνες κανά δυο τρείς μέρες, και δεν επιτρεπόταν να μελετήσεις ακόμα και την λέξη «ξίδι»! Τότε αναγκάζονταν οι ταβερνόβιοι να «ρίξουν τα μούτρα τους» και να πάνε σε άλλη ταβέρνα που δεν πήγαιναν. Όλοι οι ταβερνιάρηδες τους εξυπηρετούσαν με το παραπάνω για να τους κερδίσουν πελάτες!

Οι ταβερνιάρηδες ήταν οι καλύτεροι μάγειροι, και γι αυτό δεχόντουσαν και «παραγγελίες» για εκλεκτά φαγητά σε γιορτές και οικογενειακά γλέντια! Κόσμο τράβαγε και το καλό κρασί! Ακόμα βουίζουν στ’ αυτιά οι φωνές του μπάρμπα Βάσου του Γορανίτη μετά το ηλιοβασίλεμα. Ονομαστός μάγειρας, ήταν η ψυχή και το σύμβολο της αγοράς, είχε δεσπόζουσα θέση στην πλατεία η ταβέρνα του, το «Ζυθεστιατόριον η Ελλάς» και με την διαπεραστική φωνή του διαλαλούσε και έδινε προσταγές στα γκαρσόνια: «μπουζοπούλα φρέσκια», «γλίνα και λοκάνικο», «βραστό ντόπιο», «κόκορας κοκκινιστός», βάλε πατσά μάστορα», «κρασί νέκταρ», «μπύρα μπούζι»! Εκεί γίνονταν και τραπέζια σε γάμους και βαφτίσια, και οι ετήσιες χοροεσπερίδες συλλόγων! Αν και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αποστόλης, βοηθούσε στην ταβέρνα μέχρι τα προχωρημένα γεράματα!

Ερχόντουσαν και «επίσημα μούτρα» όπως τους έλεγε! Είχε έρθει μια φορά ο Νομάρχης με την παρέα του, και του είπανε: « κύριε Βάσο ήρθαμε να απολαύσουμε τα ωραία σου φαγητά»! Η γυναίκα του Νομάρχη υπέρκομψη γυναίκα, έκανε δίαιτα και ζήτησε άπαχο κρέας, και βλίτα, αλλά μόλις πήγε στην υπόλοιπη παρέα και τηγανιτές πατάτες και γλίνα, της άρεσαν τόσο πολύ που εκείνη έφαγε δύο πιάτα, τσίμπησε και την μισή γλίνα, τα βλίτα μείνανε, και η δίαιτα πήγε περίπατο! Φάγανε, ήπιανε περάσανε τέλεια! Τον ρωτούσε επίμονα η γυναίκα του Νομάρχη να της πει πως τις τηγανίζει και είναι πεντανόστιμες! Όμως ο Βάσος, ο νονός μου, καμάρωνε περήφανος και της έλεγε: «Α, τι να σας πώ κυρία Νομάρχισσα, αυτά είναι τα μυστικά του επαγγέλματος»! Κάποια στιγμή η θεια Αρετή η αδερφή του που τον βοήθαγε στην κουζίνα ντροπιάστηκε, και με τρόπο του έκανε νόημα να της πει επιτέλους το μυστικό! Τότε γυρίζει και της λέει χαμηλόφωνα: «Τι να τους πω μωρή, ότι τις τηγανίζουμε με ξύγκι γουρουνιού»;

Σάρκαζε, και αφού δεν τον πείραζε το παρατσούκλι που του είχαν «κολλήσει» δεν δίσταζε να αυτοσαρκαστεί! Μια φορά μια γυναίκα που είχε πρωτοέρθει νύφη στο χωριό και δεν είχε προλάβει να γνωρίσει καλά τους ανθρώπους του, πήγε στο χασάπικο του μπάρμπα Βάσου που είχε στο βάθος της ταβέρνας, για να ψωνίσει κρέας! Ήταν αρκετά ασχημούλα η κακομοίρα, αλλά ήταν καλή και με ευγενικούς τρόπους! Μπαίνοντας χαιρέτισε με υπόκλιση όπως είχε μάθει. Αφού την καλωσόρισε στο μαγαζί του, τη ρώτησε τι θέλει. Κι εκείνη έβγαλε όλη την ευγένεια που είχε μέσα της προσφωνώντας τον μπάρμπα Βάσο με το παρατσούκλι του, «κύριε Γιαγκούλα θέλω δύο κιλά κατσίκι»! Και ο μπάρμπα Βάσος ετοιμόλογος και ευγενέστατος κι αυτός της αποκρίθηκε: «μάλιστα κυρία Βασιλειάδου», παρομοιάζοντάς την με την αξέχαστη Γεωργία Βασιλειάδου! Μία της και μια του!

Σκάρωνε και καζούρες σε ανθρώπους, αφού τις τράβαγε ο οργανισμός τους και πήγαιναν γυρεύοντας! Μια φορά κάποιος συγγενής του που είχε πάρει πολύ θάρρος και τον είχε νιώσει, πήγαινε στην ταβέρνα κάθε απόγευμα που έφερνε ο μπάρμπα Βάσος φρέσκα αυγά από το κοτέτσι, και του βούταγε δυό τρία αυγά! Αφού συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, ο μπάρμπα Βάσος μια φορά αντί για τα φρέσκα αυγά έβαλε στο καλάθι τους «φώλους» από τις φωλιές, τα κλούβια αυγά! Μόλις τα πήγε σπίτι ο Σταύρος και τα έσπασε στο τηγάνι, «μοσκοβόλησε» το κλούβιο αυγό το σπίτι και την γειτονιά, και ακούστηκε η φωνή του μέχρι την πλατεία να λέει: «Γιαγκούλα τι μου ’κανες»!

Εδώ στην ταβέρνα του Μήτσου του Τριάντου! Πίσω όρθιος ο Μήτσος Τριάντος, από αριστερά Παπαστεργίου Νίκος, Μαντέλος Μάκης, Παπαπέτρος Πέτρος! Προσφορά Ρίνας Τριάντου, την ευχαριστούμε!

Οι ταβέρνες είχαν σταθερούς πελάτες, και τραβούσαν μεγάλες παρέες και από γειτονικά χωριά όταν είχαν εκλεκτούς μεζέδες και καλό κρασί. Υπήρχαν και οι οικονομικοί μεζέδες, όπως μια ντομάτα στα τέσσερα με λίγο τυρί, ρέγγα ψητή στο κάρβουνο, πολλά τηγανιτά, μπακαλιάρος στα κάρβουνα, σπουδαίος κρασομεζές κι αυτός, και από ένα μισόκιλο ο καθένας, και ο λογαριασμός γινόταν στην λαδόκολλα, μαζί με τη διαίρεση για τον ρεφενέ! Έτσι πέρναγε η βραδιά! Έπαιρναν και ένα χάπι για την πίεση, και όλη νύχτα έπιναν νερό!

Κάθε ταβέρνα είχε τα «ξεροσφύρια» της, κυρίως παρέες από γεροντάκια που με μια χούφτα ελιές, κρεμμύδι, και ένα κομματάκι τυρί σαν το καρύδι μεγάλο, έπιναν 2 κιλά κρασί ο καθένας τους, ή «βιδάνιο», κι ας ήταν και ξίδι! Του μπάρμπα Στέλιου, του μπάρμπα Λιά, του μπάρμπα Νικόλα, του μπάρμπα Σταύρου, του μπάρμπα Δημήτρη, και άλλων, τους άρεσε λίγο παρά πάνω το κρασί, Θεός σχωρέστους όλους! Όλοι τους μεγαλόκαρδοι και με χιούμορ, πείραζαν και αυτοσαρκάζονταν, και έδιναν το δικό τους ρεσιτάλ στις ταβέρνες. Είχαν πιεί «θάλασσες κρασί», όμως καθότι μεροκαματιάρηδες και βιοπαλαιστές, όμως την άλλη μέρα πριν βγει ο ήλιος ήταν όλοι στο χωράφι για το μεροκάματο, και το βράδυ πάλι τα ίδια! Σε καθημερινή βάση οι περισσότεροι γίνονταν φέσι στο μεθύσι, και με το ζόρι βρίσκανε το σπίτι τους. Ο μπάρμπα Μήτσος ο Κομπόγιωργας, που πήγε για μια και μοναδική φορά σπίτι του ξεμέθυστος, έπαθε άλλη λαχτάρα! Τον έφαγε το σκυλί του γιατί δεν τον αναγνώρισε και τον πέρασε για ξένο αφού τον είχε συνηθίσει μεθυσμένο!

Ακούραστοι άνθρωποι, στην καθημερινή βιοπάλη, στις χαρές και στις λύπες, ο καθένας μοναδικός! Δεν τους λύγισαν τα δεινά του πολέμου, οι συμφορές του εμφυλίου, ούτε τους άλλαξε συνήθειες η φτώχεια! Συνεπείς στο καθημερινό ραντεβού στις ταβέρνες, εκεί στην μπουκιά και στο ποτήρι διασκέδασαν τον πόνο τους, έπνιξαν τα φαρμάκια τους στο κρασί, και φίλιωσαν! Δεν έχουν τελειωμό οι ιστορικές στιγμές της πλατείας με τους ανθρώπους της! Τα χρόνια περνούν, κόσμος πάει κι έρχεται, όμως η πλατεία θα είναι εκεί να περιμένει κάθε γενιά να γράψει την δική της σελίδα, και να την προσθέσει στο χρυσόδετο βιβλίο της μοναδικής ιστορίας της!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.