«Η Ασήμω, ο Μπίρμπος, και η θειά τραΐνα», και άλλες σπαρταριστές ιστορίες της «τραγόμαντρας»!

του Λουη Σερεμετη


Μια από τις πιο σημαντικές καλοκαιρινές ασχολίες που είχε ο αγροτικός κόσμος στα χωριά, ήταν και η φροντίδα της αναπαραγωγής των ζωντανών που διατηρούσαν για να εξασφαλίσουν το γάλα, το κρέας, και τα αυγά που χρειάζονταν για την οικονομία του σπιτιού. Υπήρχαν οι παραδοσιακές συνήθειες και οι εμπειρικές γνώσεις από γενιά σε γενιά, ήταν όμως απαραίτητες και οι επιστημονικές γνώσεις από κτηνιάτρους για την υγεία, και για καλύτερες αποδόσεις των ζώων. Ρόλο έπαιζε και το καλό γενετικό υλικό.

Τα εύρωστα αρσενικά κατσίκια τα ξεχώριζαν από νωρίς και τα προόριζαν για τράγους. Πολλές φορές οι υπηρεσίες της Νομαρχίας φέρνανε καλά τραγιά ξένης ράτσας, «τα ξενικά» (Γερμανικά κ.α), που ο κόσμος τα χαιρόταν για την «λασιά» τους, και ήταν περιζήτητοι «γαμπροί»! Το μυστικό της αποδοτικότητας εκτός από την ράτσα ήταν και η σωστή διαχείριση της αναπαραγωγής, γιατί σκοπός ήταν να έχουν κατσίκια πρώιμα για να προλάβουν να τυροκομήσουν. Υπολόγιζαν δηλαδή πέντε μήνες πριν για τον «μαρκάλο», και η εποχή του ξεκίναγε από το Μάϊο μέχρι τον Οκτώβριο.

Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή, γιατί η αναπαραγωγική τους δραστηριότητα επηρεάζεται από τη διάρκεια της ηλιοφάνειας. Η ηλικία παίζει σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία. Η ράτσα, η ευρωστία, η καλή διατροφή, και η καλή υγεία ανταμείβονται. Δεν ήταν εύκολο να έχει ο καθένας το τραΐ του. Οι περισσότεροι στο χωριό είχαν από τρεις γίδες και πάνω, οπότε όσοι είχαν τα τραγιά, τα είχαν και για ένα πρόσθετο καλοκαιρινό εισόδημα!

Όλα αυτά τα είχαν υπ όψη τους οι γυναίκες, και αυτή η αμοιβή τους ανήκε γιατί αυτές ασχολιόντουσαν κυρίως με τα τραγιά, παρά τον κόπο και την μυρουδιά που είχε το τραΐ, και τις κουτουλιές που έτρωγαν από δαύτα. Έτσι έβγαζαν τα έξοδα των ζωντανών τους, και τους έμενε και ένα καλό χαρτζιλίκι! Φρόντιζαν να είναι καλοζωισμένα, να μην έχουν ψύλλους, να είναι κουρεμένα στην επίμαχη περιοχή για δροσιά γιατί επηρεάζεται η ποιότητα του σπέρματος. Αυτές κανόνιζαν και οργάνωναν τις «τραγόμαντρες», και που θα τις έστηναν.

Στο χωριό τραγιά είχαν κατά καιρούς στα «Κουβαρακιάνικα» ο μπάρμπα Παναγιώτης ο Γεωργίτσος με την θειά Παναγιώταινα, που πέρναγαν και από την γειτονιά μας και έφερναν τον έναν τράγο δεμένο στο γαϊδούρι τους και τον πήγαιναν στον «Παύλο». Στην Λούτσα» ήταν η θειά Ποτιώ Νικήτα Θεοχαράκου (Σερεμετίτσα), πιο πάνω η θειά Ελένη Δ. Γορανίτη, ο Δήμος Θεοδωρακάκης, στον Πύργο» ήταν ο μπάρμπα Βασίλης ο Κουνέλης από Αλάημπεϊ. Η θειά Ντίνα Λαμπρινοπούλου στο «Μπισμπίνι», και την ευχαριστώ για όσες πληροφορίες μου έδωσε! Η θειά Χρυσάνθη Στρατάκου (του Παναγιώτη του «Πατάτα») στην «Πισωβρύση». Αν έμπαινε και άλλος στην δουλειά, το φώναζε ο ντελάλης! Όταν μαθευόταν ότι ένα τραΐ είναι καλό, γινόταν κάτι σαν «λαϊκό προσκύνημα»!

Όταν η γίδα «ζήταγε γαμπρό» κούναγε την ουρά της, μπέλαζε όλη μέρα, δεν έτρωγε, και κοίταζε κατά την μεριά που της ερχόταν η μυρουδιά του τράγου! Τότε το απόγευμα με ένα σκοινί την πήγαιναν στον τράγο για να «μαρκαληθεί», να γκαστρωθεί δηλαδή, και όλο τον δρόμο σε έσουρνε να φτάσει γρήγορα!. Η γίδα έμενε για λίγο με τον τράγο στην «τραγόμαντρα»! Μετά την έβγαζαν γιατί είχε άλλη σειρά, και την ξαναέβαζαν πάλι το πρωί! Τις τάιζαν και αυτές καλά, για να κάνουν τουλάχιστον δύο κατσίκια, και αν αργούσαν να μαρκαληθούν τους έριχναν και λίγο αλάτι στα πίτουρα, ότι τάχα βόηθαγε !

Τα απογεύματα, μόλις δρόσιζε παίρναμε τις γίδες που έδειχναν τα σχετικά «σημάδια», και τις πηγαίναμε στο τραΐ, και οι αφεντικίνες τις έβαζαν στην τραγόμαντρα, για την «δοκιμή»! Αν ήθελε η γίδα καθόταν όλη την νύχτα, αλλιώς τις παίρναμε πίσω. Τα τραγιά τα άφηναν κάμποσες ώρες μακριά από τις γίδες για να παίρνουν και καμιά ανάσα αν «έπεφτε» μαζεμένη δουλειά, αλλά και για να αυξάνεται η ερωτική επιθυμία! Κάποιες γίδες πάλι μαρκαλιόντουσαν για μέρες, αλλά δεν «έστηναν»! Τις έδιωχναν οι θειάδες γιατί τσάμπα παιδεύονταν τα τραγιά, και λέγανε «μην την ξαναφέρετε αυτή είναι «μαρμάρα» (δεν γεννάει ποτέ), ή «γέρασε και ξεσπόριασε», ή «πούρνεψε». Όσες γίδες για διάφορους λόγους «ξαναγύριζαν», τις πήγαιναν πάλι στο τραΐ χωρίς παραπανίσια αμοιβή. Αν μαρκαλιόντουσαν με χασοφεγγαριά, ή με πολλή ζέστη, λέγανε ότι σίγουρα θα «ξαναγύριζαν».

Την μέρα που μαρκαλιώτανε η κάθε γίδα, την σημειώναμε πίσω από το ημερολόγιο που είχαμε κρεμασμένο στο σπίτι, και έτσι ξέραμε πότε θα γεννήσει μετά από πέντε μήνες, αρχές του χειμώνα, για να έχουν τον νου τους τις νύχτες να πάνε στο καλύβι να δουν και να βοηθήσουν αν το κατσίκι ερχόταν ανάποδα, να μην τυλιχτεί στον «λούρο», να μην κακογεννήσει καμία και το χάσουν στο έτοιμο και πάνε όλα στράφι, και έφευγαν όταν το κατσίκι έπιανε βυζί. Όσοι ήξεραν από ξεγέννημα τους φώναζε όλο το χωριό, και θυμάμαι τα ξενύχτια του πατέρα μου μέσα στο καταχείμωνο, που τον φώναζαν να ξεγεννάει γίδες!

Ήταν η καλύτερή μας όταν ερχόταν η εποχή να πάμε τις γίδες στο τραΐ! Εκεί βλέπαμε και ακούγαμε πολλά, και ξεσηκώναμε στιγμιότυπα, που τα θυμόμαστε ακόμα! Είχαν τις πλάκες τους, οι περισσότεροι λόγω της δουλειάς ήτανε λίγο αθυρόστομοι, και γι αυτό τους τσιγκλάγαμε! Με τα καλαμπούρια τους περνάγαμε μια ώρα καλά, και μετά μας λέγανε «τρεχάτε τώρα στα σπίτια σας, νύχτωσε».

Ο μπάρμπα Βασίλης έλεγε ότι «άμα δεν κοκκινοβαρίζει το πράμα της δεν μαρκαλιέται», η θειά Χρυσάνθη που την ρωτάγαμε πως θα καταλάβουμε ότι την μαρκάλησε, μας έλεγε «αφού ρε κερατάδες ξέρετε, όρογα το κάνετε και ρωτάτε»; Η θεια Ντίνα με τα δικά της καλαμπούρια, μας έλεγε τάχα «γιατί σας στέλνει η μάνα σας και κακομαθαίνετε», και από αυτήν ακούσαμε ότι «το τραΐ την έμασε την γίδα», δηλ. την μαρκάλησε, επειδή μαζευόταν «καβούλα» όπως λέγανε άλλοι! Η θειά Ποτιώ με το κάτασπρο μαλλί ήταν μοναδική με το παροιμιώδες χιούμορ της , έλεγε τα πράματα με το όνομά τους, αφτιασίδωτα, όπως ήταν! Όταν μια φορά την ρώτησα αν μαρκαλιέται η γίδα μας μου είπε ατάραχη, και με μια φυσικότητα και σιγουριά λόγω πείρας: «Άμα βλέπεις και το σκεπάζει, δεν μαρκαλιέται»!

Κάθε φορά που μαρκάλαγε ο τράγος, εμείς ξεσπάγαμε σε πανηγυρισμούς με παλαμάκια, γινόταν αντάρα μεγάλη, και τότε μας λέγανε «φτύστε το ρε μη μου το ματιάσετε το τραΐ και τι θα γίνουμε»! Για κάθε ενδεχόμενο, γι αυτούς που λέγανε ότι μάτιαζαν, στην πόρτα της τραγόμαντρας είχαν κρεμασμένες εικονίτσες, φυλαχτά, «ματάκια» και μια πλεξίδα σκόρδα για κάθε τραΐ, για να μην τα πιάνει το κακό το μάτι! Υπήρχε και ειδική προσευχή για το ξεμάτιασμα του τραγιού που λίγοι την ήξεραν, αλλά η θειά Ελένη, μια καλοκάγαθη γυναίκα τους την είχε μάθει! Αν υπήρχε κάποιο εκκλησάκι εκεί κοντά έλεγαν: «Αγία μου Παρασκευή, ή Βαρβάρα, ή Άγιε Δημήτρη, βοήθησε με να ξεματιάσω το τραΐ», και ξεκίναγε η προσευχή!

Οι γυναίκες σημείωναν στα τεφτέρια τις οικονομικές συναλλαγές με τους πελάτες με τον δικό τους τρόπο, που άμα τα έβλεπες ξεκαρδιζόσουνα στα γέλια! Το είχαν πρόχειρο σε μια μάντρα πλακωμένο με μια πέτρα να μην το πάρει ο αέρας, αλλά μια μέρα που δεν το είχαν πλακώσει, το ξεφύλλιζε ο αέρας, και ρίξαμε μια ματιά! Έγραφαν ημερομηνίες, ονόματα, και γεγονότα: Την τάδε μέρα «η Γιώργαινα Σ. μαρκαλήθηκε τρείς φορές», την τάδε «η Νικόλαινα Κ. ξαναγύρισε γιατί μαρκαλήθηκε με χασοφεγγαριά», την τάδε «η Κώτσαινα Α. και η Ντίναινα Χ. μαρκαληθήκανε από τρείς φορές», την τάδε μέρα «η Δημητράκαινα Γ. ξαναγύρισε δεύτερη φορά από την πολλή ζέστη όπως πέρυσι». Την τάδε μέρα μαρκαλήθηκαν η Θοδωρού Χ. και η Ζαχαριού Τ. και η Πόταινα Α. και η Βασιλού Θ. , και η Λούαινα Σ. , όλες από 2 φορές και με τα δύο τραγιά»! Του Σωτήρος την Παντελίνα την έδιωξα γιατί πούρνεψε». Συνήθως οι περισσότεροι είχαν δύο τραγιά για να ξεκουράζονται!

Δεν έλειπαν όμως σχεδόν καθημερινά και οι ευτράπελες ιστορίες! Μια φορά που ο Τάσος έφερε την γίδα του την «Ασήμω» στο τραΐ, όλο τον δρόμο μπέλαζε και τον έσουρνε γιατί μαρκαλιόταν! Καλή γίδα η «Ασήμω», είχε καλό παράστημα, με λεπτή τρίχα και χρώμα σαν το ασήμι! Λαχανιασμένος όπως ήταν ο Τάσος λέει στην θειά: «Θεια τραΐνα, μου είπε η μάνα μου να την βάλεις την «Ασήμω» μας να μαρκαληθεί με το καλό τραΐ, τον Μπίρμπο»! Η θειά φουρτουνιασμένη όπως ήταν εκείνη την ώρα γιατί της είχε τύχει μια αναποδιά, του λέει: «Να μη σου πω τίποτα για την μάνα σου κερατά που θα με πεις και τραίνα! Να πας να της πεις ότι μου είπε η θειά τραΐνα, γιατί στο σπίτι σας έτσι θα με λέτε, ότι τούτο μας έλειπε να σας βάλουμε και διαλεγώνα, να διαλέξετε κιόλας ποιο τραΐ θα σας μαρκαλήσει»! Γιατί δηλαδή ο «Κούλης» τι έχει, δεν σας κάνει; Μια χαρά τραΐ είναι! Αν δεν σας αρέσει, τη βόλτα σας»!

Μια άλλη μέρα έστειλαν τον Πέτρο να πάει την γίδα την «Κανέλλα» στο τραΐ γιατί μαρκαλιόταν. Την πήγε, κάθισε σε μιαν άκρη να δει, και πράγματι έτσι ήταν! Την άφησε και μόλις πήγε σπίτι τον ρώτησε η μάνα του αν μαρκαλήθηκε, και τότε της είπε: «ναι ρε μάνα μαρκαλήθηκε, αλλά εκείνο που κατάλαβα είναι ότι η «Κανέλλα» η κακομοίρα είναι κουφή και από τα δύο αυτιά»! Σάστισε η μάνα του και τον ρωτάει: «πως το κατάλαβες αυτό», κι ο «αητός» της απάντησε: « να, πήγε το τραΐ στο ένα της αυτί και κάτι της έλεγε, φαίνεται ότι δεν άκουγε και πήγε από το άλλο, πάλι δεν άκουγε, και τότε σηκώθηκε στα δύο πόδια την καβάλησε με τα μπροστινά, έβγαλε έναν κόκκινο κοντυλοφόρο και κάτι της έγραψε κάτω από την ουρά! Ρώτησα την θειά τι έγινε, και μου είπε ότι αφού δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν αλλιώς, αναγκάστηκε να της το κάνει γραφτό»!

Η θειά Ποτιώ, μας είχε πει και μια ωραία ιστορία, με ιδιαίτερη σημασία! Ήταν λέει ένας τράγος που δούλευε σκληρά σε ένα αφεντικό, ασταμάτητα για να αντέξει τον ανταγωνισμό από τα άλλα τραγιά του χωριού. Κουραζόταν πολύ, αλλά ο μισθός δεν αυγάταινε καθόλου. Σκέφτηκε να εγκαταλείψει τον σκληρό και ανάλγητο ιδιωτικό τομέα και να μπει στον προϋπολογισμό του κράτους! Βρήκε κάποιες άκρες με γνωστούς και «τρούπωσε» που λέμε!

Δημόσιος υπάλληλος πλέον ο τράγος, η ζωή του άλλαξε, είχε το ωράριό του και ας ήταν έξω οι γίδες ουρά! Δούλευε στην δροσιά με το ραχάτι του, μαρκάλαγε όποια του άρεσε, και όποτε γούσταρε αυτός, γιατί «μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε», και είχε και άδειες! Τελειώνοντας η θειά Ποτιώ ρώτησε με νόημα: «καταλάβατε τώρα παιδιά μου τι ανισότητες υπάρχουν»;

Αλησμόνητοι άνθρωποι, ανεξίτηλες στιγμές, άλλες εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί.

Όλα αυτά γίνονταν στα χωριά και τα ζούσαμε έντονα μέχρι την δεκαετία του ’80, γιατί κατόπιν με τις επιδοτήσεις αστικοποιηθήκαμε, και καταργήσαμε γίδες, τραγιά, τραγόμαντρες, κότες, κοκόρια και κοτέτσια γιατί τάχα ενοχλούσαν, και ήταν δέσμευση και εμπόδιο να πάμε οι νεόπλουτοι διακοπές! Το θεωρούσαμε και περιττό κόπο την στιγμή που σε κάθε άκρη άνοιξε και ένα υπερμάρκετ, όπου εύρισκες ό,τι ήθελες μπροστά σου, και φτηνά!

Σύμφωνα και με την νέα μόδα περί κοινωνικών σχέσεων και φιλοζωίας, είναι μειωτικό και αποκρουστικό να έχεις σήμερα οικόσιτα ζώα, γίδες, κότες, κουνέλια που τα έχεις για να ζήσεις, αλλά θεωρείται πολύ σημαντικό να έχεις μέσα στο σπίτι ζώα συντροφιάς. Πολλοί πιστεύουν ότι τάχα «ανεβαίνεις επίπεδο», και αποκτάς πρεστίζ, κύρος στα Ελληνικά, όταν βγάλεις με το λουράκι ένα σκυλί ή ένα γατί βόλτα, τα οποία άνετα μπορείς κάποια στιγμή αφού τα βαρεθείς, να τα εγκαταλείψεις! Έτσι είναι, ωμά κι αχώνευτα, και ας μην μας αρέσει!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.