«Τις τρανές τις Αποκριές που λωλαινονται κι οι γριες»!-Αποκριατικες ιστοριες της …«φωτιάς»!

γραφει ο Λουης Σερεμετης

Βαδίζοντας προς το τέλος άλλης μιας αλλόκοτης Αποκριάς, και αφού ήρθαν στον νου μας  μπόλικες αναμνήσεις με φωτογραφίες από άλλα καλά χρόνια, θα ήταν σοβαρή παράλειψη, ίσως και ασέβεια να μην θυμηθούμε την ξεχωριστή θέση και συμμετοχή που είχαν από τα παλιά τα χρόνια στα δρώμενα της Αποκριάς οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι γριές!                                               

Οι γυναίκες κάθε ηλικίας περίμεναν πως και πως τις Απόκριες, γιατί είχαν μια ευκαιρία να ξεδώσουν! Έστω και για λίγες μόνο μέρες διώχνανε τη σοβαρότητα της καθημερινότητας, και μασκαρεμένες με αταίριαστα και παρδαλά παλιόρουχα, με καμπούρα στην πλάτη και μαγκούρες, ξεπόρτιζαν με το σούρουπο παρέες-παρέες, και πειράζανε στο δρόμο τους περαστικούς.

Από την Τσικνοπέμπτη και μέχρι την παραμονή της Αποκριάς, ανάβαμε φωτιές σε κάθε γειτονιά. Οι γυναίκες ήταν η ψυχή και το οργανωτικό μυαλό κάθε γειτονιάς, και  ακολουθούσαν όλοι οι άλλοι! Τα παιδιά τρέχαμε και κουβαλάγαμε από τα χωράφια κλαδιά, και επειδή δεν έφταναν, χαλάγαμε πρώτα τις δικές μας φράχτες, και μετά κλέβαμε τα δεμάτια από τις φράχτες του κόσμου. Πολλοί φώναζαν που τους χαλάγαμε τις φράχτες, αλλά ο θυμός τους πέρναγε γρήγορα, και μας έλεγαν «να είσαστε καλά και του χρόνου»!  Σε κάθε γειτονιά γύρω από τη φωτιά άρχιζαν οι χοροί με παραδοσιακά τραγούδια που έπαιζαν ντόπιοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, και τραγούδαγε ο κόσμος με το στόμα.

Τέτοιες μέρες από τα γραμμόφωνα και τα πικάπ ακούγονταν τα «αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς», που τα είχε διασώσει ο αείμνηστος μουσικολόγος Σίμων Καρράς, και τα  γνωρίσαμε από την αξέχαστη Δόμνα Σαμίου! «Θειά μου Νικολάκαινα», «Με τη θειά μου την Κοντύλω», «Πως το τρίβουν το πιπέρι», «Πέντε δέκα παπαδιές» και άλλα πολλά, που είχαν τα «βρωμολογάκια» τους, και τάραζαν τα νερά της συντηρητικής παράδοσης.

Τα τραγουδούσαν δυνατά, παραστατικά , με δικούς τους αυτοσχεδιασμούς μερικές γριές που  δεν ντρεπόντουσαν να τα πουν όπως ήταν! Εξάλλου τα είχαν «κοπανήσει» πρώτα τα ποτηράκια τους και είχε «λυθεί» η γλώσσα» τους! Εμείς που τα ακούγαμε πρώτη φορά ξελιγωνόμαστε στα γέλια, και λέγαμε στους δικούς μας ότι κάτι γριές στη φωτιά είχανε μεθύσει και λέγανε κάτι τραγούδια με παλιόλογα! Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς!

 Εκείνα τα χρόνια είτε στα σπίτια, είτε στις γειτονιές, πέρναγαν όλοι καλά και γλεντούσανε με ό,τι φτωχικό είχαν! Ο μεζές σπιτικός, και το κρασί μπόλικο σε πεντοκαδιάρικα μπουκάλια  από γιοματάρι βαρέλι, ή ακόμα και σώσμα!  Πρόσφεραν γλίνα παστό και λουκάνικο που είχαν φτιάξει από την Τσικνοπέμπτη, και οι γριές που δεν είχαν δόντια πολέμαγαν να το μασήσουν με τα ούλα τους, γιατί τους άρεσε η πετσούλα! Μας κόβανε τα γέλια όταν τις βλέπαμε να μασάνε γρήγορα σαν τα κουνέλια, η μύτη τους να ακουμπάει στο σαγόνι, αλλά δεν το έβαζαν κάτω και τα κατάφερναν!

Τσούγκριζαν συνέχεια τα ποτήρια οι γριές και έπιναν ασταμάτητα, αφού οι επιτήδειοι τους γέμιζαν συνέχεια τα ποτήρια κρασί και τσίπουρο, κοκκίνιζε το μαγουλάκι τους, και άρχιζαν τα καλαμπούρια! Χόρευαν μέχρι τελικής πτώσεως, και κάποια στιγμή αποκαμωμένες από το μεθύσι τρέκλαγαν, και κάποια στιγμή τουρνοκωλιάζονταν στο χώμα, ξελιγωμένες στα γέλια! Όπως κυλιόντουσαν κάτω, σηκώνονταν τα φουστάνια τους και φαινόταν η βράκα τους η υφαντή που τη συγκρατούσαν με τα λυταρίδια για να μην τους πέσει, αλλά καμιά φορά λύνονταν και φαινόταν ο κώλος τους! Πεταγόταν τότε η διπλανή που ήταν συντηρητική στο πιοτό και ήταν νηφάλια, την σκέπαζε, και της έλεγε: «Συμμαζέψου μωρή, κάνε κράτει, φύσα το και λιγάκι, και μάζεψε τα βρακιά σου που μας έβγαλες και φωτογραφία», και τότε η άλλη γύρναγε και της έλεγε: «Σιγά μωρή, θα μου χαλάσουν την διαγωγή, ή πάω για νύφη και δεν θα βρω γαμπρό! Εσύ που έμεινες γεροντοκόρη και ψάχνεις για γαμπρό, φάε το γιαουρτάκι σου, πιες το χαμομηλάκι σου και τράβα για νάνι μπας και ονειρευτείς κανέναν γαμπρό»! Είχαμε και τέτοια! Την καταλάβαιναν όμως σε τι θέση βρισκόταν και δεν έδιναν σημασία, την σήκωναν αμέσως, την έβγαζαν από τον χορό και της έψηναν έναν καφέ σκέτο για να ξεμεθύσει! Στο τέλος του γλεντιού, και μετά από τέτοια κρασοκατάνυξη, μια κατσαρόλα χυλοπίτες ήταν ό,τι έπρεπε για όλους, για να μαλακώσει και να φτιάξει το στομάχι!

Όταν υπήρχε στην φωτιά καμιά νιόπαντρη, ή αρραβωνιασμένη, ή λογοδοσμένη, και ιδιαίτερα νύφη από άλλο χωριό, «ξενάκι» όπως λέγανε, πάντα την σήκωναν στο χορό και την έβαζαν μπροστά να την τιμήσουν, να γνωριστούν καλύτερα και να δούν «τι καπνό φουμάρει»! Ήθελαν να ξεθαρρέψει και να νοιώθει και αυτή μέλος της ίδιας παρέας. Ήταν παράλληλα και μια ευκαιρία να της κάνουν και μια «ακτινογραφία», να δουν αν περπατάει καλά, αν κουτσαίνει, αν ξέρει χορό! Αν δεν ήξερε να πάρει τα πόδια της στον χορό, τότε δεν την είχαν και για πολλά πολλά!

 Το «ψου-ψου» έδινε και έπαιρνε, και μέχρις ενός σημείου ήταν  αποδεκτό, αλλά αν ξέφευγε και άρχιζαν τα πειράγματα και οι προσβολές, τότε χάλαγε το γλέντι. Μια φορά σήκωσαν στον χορό μια νιόπαντρη, την έβαλαν μπροστά, η κοπέλα ήξερε καλό χορό, ήταν ευχάριστος τύπος, έκανε τα τσαλιμάκια της, ξεσήκωσε όλον τον κόσμο στο χορό, και ενώ όλοι την χαίρονταν, πετάγεται ένας τύπος κακοήθης και μοχθηρός, και λέει χαμηλόφωνα στον διπλανό του: «Τούτη δω πόσων κατσικιών να είναι», υπονοώντας πόσους άντρες θα είχε γνωρίσει πριν παντρευτεί, και πόσα παιδιά θα είχε «χαλάσει»! Χωρίς να κοιτάξει καλά, ο διπλανός ήταν ο άντρας της, και τότε εκείνος του λέει: «Εσένα ρε κερατά, πόσων κατσικιών είναι»; Τότε έγινε χαμός, οι γυναίκες μπήκαν στην μέση και αγκάλιασαν την κοπέλα, της είπαν να το ξεχάσει, και ανάγκασαν αυτόν τον τύπο να φύγει από το γλέντι!

Η πιο ονομαστή γειτονιά με τις φωτιές και τα τρικούβερτα γλέντια, αλλά και από πλευράς συμμετοχής, ήταν το «Φουσκί», στο «πάνω χωριό», γύρω από το Κοινοτικό πηγάδι της ύδρευσης, έξω από τα Χιωταίικα! Εκεί μαζεύονταν όλοι οι χορευταράδες, αγόρια και κορίτσια, και γλεντούσαν μέχρι αργά. Οι Χιωταίοι με την Μαρία, που ήταν μάνα- αδερφή, και ψυχή της γειτονιάς, οι Θωμαίοι, και οι Χρησταίοι, δεν έβγαιναν εύκολα από τον χορό!                         

Φωτιές άναβαν και στα «Αλώνια», στο «Ψηλαλώνη», στα «Μπαλαίικα»  οι Γορανιταίοι, στον «Αη Λιά», στα «Χατζηάννικα», στην «Πισωβρύση» και στην «Κουμπαρίτσα» οι Παντελεγαίοι, στο «Νιτσικαλέ», στα «Κουβαρακιάνικα» οι Χρησταίοι, στο «Μπισμπίνι» οι Πετροπουλαίοι, στις «Λάκκες», στον «Παύλο», αλλά και στο Αλάιμπε, στο «πηγάδι», εκεί που ήταν και οι ταβέρνες του Παναγιώτη Μιχαλάκου , του Νικολή του Κολοβού, του Βασίλη του Κουνέλη, και του Σαραντάκου, όπως θυμάται και μολογάει ο ξάδερφος Λούης Δημ. Σερεμέτης από το Αλάιμπε! Άλλη μια φωτιά ανάβανε οι Αλαϊμπεγιώτες  λίγο πιο κάτω στην «ρούγα», στο «πυργάκι», δίπλα στα Σερεμεταίικα σπίτια! Τα παιδιά από το Αλάιμπε που κουβαλούσαν τα κλαδιά, έφτιαχναν ξεχωριστούς σωρούς, διαγωνιζόμενα για το αν η «πάνω ρούγα»,  ή η «κάτω ρούγα» θα κάνει το μεγαλύτερο σωρό!

 Κάθε βράδυ λοιπόν, από την Τσικνοπέμπτη μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο, με τους μασκαράδες να γυρίζουν στα σπίτια, με τα διάφορα πειράγματα, με τα  γλέντια μέχρι αργά στις γειτονιές γύρω από τις φωτιές, και στις ταβέρνες του χωριού! Όλα αυτά τράβαγαν πολύ κόσμο και από άλλα μέρη, και το χωριό γέμιζε από κόσμο! Μόλις πέρναγαν όμως οι Απόκριες, δεν επιτρέπονταν  οι παρασπονδίες, και όλοι γύριζαν στο καβούκι τους γιατί ακολουθούσε η Μεγάλη Σαρακοστή, και έπρεπε  με σοβαρότητα, ευλάβεια και νηστεία να πορευτούμε μέχρι τη Λαμπρή!

Τέτοιες μέρες όμως, ο νους των γυναικών δεν έτρεχε μόνο στα γλέντια. Το Σάββατο μετά την Τσικνοπέμπτη, καθώς και τα δύο επόμενα Σάββατα, της Τυρινής και εκείνο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, των Αγίων Θεοδώρων, τα Ψυχοσάββατα δηλαδή, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των πεθαμένων. Το κάθε σπίτι έβραζε στάρι και πήγαινε στο νεκροταφείο μαζί με ένα χαρτί με τα ονόματα των  πεθαμένων συγγενών, για να διαβάσει ο παπάς και να συγχωρεθούν  οι ψυχές. Ήταν μια πολύ παλιά χριστιανική συνήθεια, σύμφωνα με την οποία  έπρεπε ο κόσμος να μνημονεύει τους πεθαμένους, και να προσφέρει έμπρακτα κάτι στη μνήμη τους.

 Βοηθούσαν με ό,τι μπορούσε ο καθένας τους φτωχότερους και τους ανήμπορους, για να είναι αναπαυμένες οι ψυχές των πεθαμένων. Εκείνες τις μέρες εμείς οι πιτσιρικαρία χορταίναμε κόλλυβα, και σταροζούμι. Παίζαμε μπάλα, και όταν βλέπαμε τις γυναίκες που ερχόντουσαν από το νεκροταφείο με τις κόφες και τις κανίστρες, παρατάγαμε το παιχνίδι και ανοίγαμε τις χούφτες για να μας δώσουν κόλλυβα.

Ήταν σχέσεις αγνές και ανθρώπινες, ο κόσμος ζούσε την κάθε στιγμή όπως έπρεπε, μαζευόταν και μοχθούσε για κάτι καλύτερο, δεν φθονούσε ο ένας τον άλλον! Στις χαρές και τις λύπες ήταν όλοι μαζί! Οι πατροπαράδοτες συνήθειες, και η θρησκευτική ευλάβεια όλη την περίοδο του Τριωδίου, ήταν αρμονικά και με τον πρέποντα σεβασμό στενά δεμένες με την διασκέδαση και τα έθιμα των ημερών! Αξέχαστες  στιγμές, αξέχαστοι άνθρωποι, όμορφα χρόνια!

Κι αν ήρθαν χρόνια δίσεκτα και πονεμένα, κι αν δεν μπορούμε να γιορτάσουμε όπως πριν, δεν σημαίνει ότι πρέπει να λησμονήσουμε την παράδοση, τις παλιές συνήθειες. Πρέπει να τις διατηρήσουμε και να δυναμώσουμε τη οικογενειακή και κοινωνική συνοχή, και να τις προτάξουμε σαν ασπίδες στην πολύπλευρη κρίση!

Φέτος πότε άνοιξε το Τριώδιο, και πότε έφτασαν οι Απόκριες, ούτε που το καταλάβαμε! Με την ελπίδα και την προσμονή, του χρόνου τα πράματα να είναι καλά, να ευχηθούμε να περάσουμε με υγεία καλές Απόκριες, καλή διασκέδαση στα σπίτια μας για τελευταία χρονιά, και καλή Σαρακοστή!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.