«Χειμωνιάτικες αληθινές ιστορίες, δίπλα στο τζάκι», από τον Λουη Σερεμετη.

Γραφει ο Λουης Σερεμετης


Ο χειμώνας για τα παιδιά ανέκαθεν ήταν μια εποχή με ιδιαίτερη μαγεία, κυρίως λόγω των πολλών και μεγάλων γιορτών, του περιορισμού λόγω του κλειστού καιρού, και λόγω των διακοπών του σχολείου! Όταν ήμασταν παιδιά δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε κινητά, και η οικογένεια βρισκόταν και κουβέντιαζε τα πάντα μεσημέρι και βράδυ γύρω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, ή στο τζάκι! Τότε ο κόσμος γύρευε την επαφή με συγγενείς και φίλους  με τακτικές έως και καθημερινές επισκέψεις στα σπίτια, και στις ρούγες !

Οι γέροι πιάνανε την κουβέντα για τα παλιά, και οι γριές έπλεκαν κανένα σκουφί και μάλωναν με τα γατιά γιατί έπαιζαν με τα κουβάρια και μπλέκανε τα νήματα!

Ο νοικοκύρης κανόνιζε για τα χωράφια και τις ανάγκες του σπιτιού, και οι νοικοκυρές ζύμωναν το ψωμί για το πρωί να το ψήσουν μαζί με τα γλυκά, ή μπάλωναν καμιά τρύπα στα ρούχα της δουλειάς. Οι κοπέλες βοηθούσαν, και όταν είχαν χρόνο κεντούσαν, και οι υπόλοιποι μαζευόμαστε πρώτη θέση μαζί με τα γατιά που γουργούριζαν από την ζέστα, γιατί μας άρεσε να ακούμε ιστορίες, και ενδιαφερόμαστε να μαθαίνουμε τα νέα του σπιτιού.

Πάντα  μας λέγανε πως, « ό,τι κουβεντιάζουμε στο φόκο δεν τα λέμε παρά έξω»! Όταν κάποιος μαρτύραγε τι λεγόταν, ή τι γινόταν στο σπίτι, τον λέγανε «τρούπιο ασκί», και επίσης λέγανε: «οι γνωστικοί στο φόκο, και οι ζουρλοί στο φόρο», στη φόρα δηλαδή!

Πολλές φορές που θέλανε να κουβεντιάσουνε κάτι εμπιστευτικά, μας έκαναν νόημα με την ματιά να απομακρυνθούμε. Αν δεν καταλαβαίναμε, ή δεν φεύγαμε, μας λέγανε, «πηγαίνετε πάρα πέρα, ούτε να πορδήσουμε δεν μπορούμε με εσάς» Σήμερα με ένα κινητό στο χέρι τα παιδιά απομονώνονται από τον κοινωνικό περίγυρο!

Γύρω στο τζάκι ακούσαμε ιστορίες και μαρτυρίες από τους γονείς και τους παππούδες μας, όπως αυτοί τις άκουσαν από πάππου προς πάππου, όπως πρόλαβαν να τις ζήσουν, και όπως οι ίδιοι τις κατάλαβαν.

Μας μίλαγαν για ιστορικές στιγμές της πολύπαθης πατρίδας που δεν πρέπει να λησμονούμε. Εκεί μάθαμε και ακούσαμε προσωπικές μαρτυρίες για τον πόλεμο της Μικράς Ασίας, τους Παγκόσμιους πολέμους, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τον διχασμό, την χούντα! Αναστέναζαν όταν μελετάγανε τα  λάθη και πάθη που κόστισαν στον τόπο, για να διδασκόμαστε απ’ αυτά!

Μας έλεγαν ότι είναι ανάγκη να ξεχνάμε που και που, αλλά να μην λησμονούμε! Να μην ξύνουμε πληγές , και να αφήσουμε στην άκρη  ό,τι μας δίχασε. Να μην παρασυρθούμε από τίποτα, ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια ολέθρια λάθη!

Είχε μαλλιάσει  γλώσσα τους να μας μιλάνε για δικά τους παθήματα για να μας γίνουν μαθήματα!

«Ζωή δεν είναι μόνο σπίτι δουλειά, στη ζωή υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα»!

«Να αγαπάτε και να προσφέρετε στο χωριό που γεννηθήκατε, ακόμα και όταν φύγετε για άλλον τόπο κάποια στιγμή».

«Να δουλεύετε τίμια, και να κάνετε οικονομία όταν έχετε λεφτά, για να μην φτάσετε στο σημείο όταν πια δεν θα έχετε λεφτά, να κάνετε οικονομία στην αξιοπρέπεια»!

«Να μην είσαστε αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν δίπλα σας, να μη δεχόσαστε το άδικο, και να μην σιωπάτε από φόβο»!

«Να μην διστάζετε να ζητήσετε συγνώμη αν φταίτε, αλλά και να δίνετε συγχώρεση»!

«Δεν πρέπει να λέτε ότι νοιαζόμαστε μόνο για όσους κλείνει το σπίτι μας»!

«Σεβασμός σε όλους, να βοηθάτε τους ανήμπορους, να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή σε όποιον έχει ανάγκη»!

Άλλοτε βαριόμαστε γιατί τα είχαμε ακούσει πολλές φορές και μας έπιανε χασμουρητό, και άλλοτε είμαστε αφηρημένοι γιατί  μετράγαμε και τις μέρες για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές!  Καταλάβαιναν ότι ο νους μας ήταν αλλού, και  μας σκούνταγαν να δίνουμε βάση σ αυτά που έλεγαν, αλλά και για να μην πέσουμε στη φωτιά από το κουτούλημα! Όταν μας έλεγαν ξανά την ίδια ιστορία, πρόσθεταν πράγματα, αφαιρούσαν, περιέγραφαν σκηνές σε πραγματικές τοποθεσίες, και κάθε φορά που την επαναλάμβαναν ήταν συναρπαστική, και αυτό εξαρτιόνταν από τη φαντασία του αφηγητή.

Από την κούραση όλη μέρα στο χωράφι τους πόναγε το κορμί τους και μας έλεγαν να τους τρίψουμε «δυνατά», και βαθιά με όση δύναμη είχαμε, να τους ζουπήξουμε και με τα δύο χέρια  στο κορμί να «ντώσουν» μια στάλα! Στο τέλος αφού δεν είχαμε άλλη δύναμη ζητούσαν από τα πιο ελαφριά παιδιά  να τους πατήσουνε στο κορμί με τα πόδια! Στην αρχή φοβόμαστε και πατάγαμε διστακτικά με το ένα πόδι, και μετά μας ζητούσαν να ανέβουν και με τα δύο, «μέχρι να τρίξει η σφοντυλική στήλη»!

Εμένα δεν θάρρευαν να μου πουν να τους πατήσω, γιατί ήμουνα ο πιο βαρύς, και φοβόντουσαν μην τους σπάσω κανά «σφόντυλο, ή κανά παΐδι», όπως λέγανε! Αφού μας καθοδηγούσαν να πετύχουμε το μέρος που τους πόναγε, έβγαζαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης, και τότε κούναγαν απότομα το κορμί τους, και πάρτα κάτω τα παιδιά, οπότε ξεκίναγε άλλο παιχνίδι!

Εμείς όλη την ώρα τσιγκλάγαμε τα ξύλα και τα κάρβουνα, και άλλοτε έσβηνε η φωτιά, και άλλοτε πεταγόταν κανά κάρβουνο στο σάϊασμα, και το καταλαβαίναμε από την μυρωδιά της καμένης τρίχας! Γι αυτό δεν έστρωναν κουρελούδες και προτιμούσαν το σάϊασμα , για να μην πιάσουν φωτιά! Για να μην τσιγκλάμε τα κάρβουνα και βάλουμε καμιά φωτιά, μας έλεγαν ότι «άμα πιάνετε τα δαυλιά στο χέρι, την νύχτα θα κατουρηθείτε», και τότε για λίγο συμμορφωνόμαστε! Καψαλίζαμε ψωμί με λάδι και το τρώγαμε για βραδινό!

Καθόντουσαν οι γέροι με τις ώρες στο τζάκι, με το παλτό ανάρριχτα στην πλάτη γιατί έκανε ρεύμα, και λέγανε για το τζάκι: «από μπροστά πύρα, κι από πίσω κλαδευτήρα»! Αν υπήρχε και καμιά ψείρα στα γένια, ή στα μαλλιά, από τη ζέστα πεταγόταν στον γιακά, ή στο κεφάλι του διπλανού! Όταν εύρισκαν ακροατήριο, άλλο που δεν ήθελαν, γλώσσα δεν βάζανε μέσα τους, θυμόντουσαν τα παλιά, αλλά πλάκα είχαν όταν ξεχνάγανε και προσπαθούσαν να θυμηθούν τα σημερινά!

Όταν δεν μιλούσαν σκεφτόντουσαν τα περασμένα, καλά και λοβά! Τους απασχολούσαν και τα «στερνά» τους όπως λέγανε, να έχουνε το λογικό τους και να μπορούν να συγυρίζονται μόνοι τους ως το τέλος! Σκεφτόντουσαν και το ότι πλησιάζει το τέλος τους, είχαν προετοιμαστεί γι αυτό, και τέτοιες χρονιάρες μέρες μεταλάβαιναν μη τύχει κάτι «άξαφνο»!

Πολλές φορές με την κουβέντα στο τζάκι μας έπαιρνε αργά! Με όλες αυτές τις ιστορίες δεν λέγαμε να σηκωθούμε από τα σαΐσματα  που ξαπλώναμε σαν τα γατιά στη ζέστα,  από τα σκαμνάκια μας, ή από την κασέλα που είχαμε και καθόμαστε στο φόκο! Κοκκίνιζε το μάγουλο από τη ζέστα της φωτιάς, «βασιλεύανε» τα μάτια μας από τη νύστα, αλλά πουθενά να σηκωθούμε για ύπνο!

Όταν έφτανε η ώρα να πέσουμε όλοι για ύπνο, έβαζαν και από ένα κεραμίδι δίπλα στα κάρβουνα, να το ζεστάνουν, και όταν ζέσταινε το δίπλωναν με καμιά εφημερίδα ή κανά ύφασμα, για να το πάρουν στο στρωμένο να είναι ζεστά τα πόδια όλη την νύχτα, γιατί άμα τα πόδια ήταν κρύα δεν έκλεινε το μάτι!

Τότε εμείς οι μικροί φιλάγαμε το χέρι τους, κάναμε την προσευχή μας, και λέγαμε καληνύχτα, και καλό ξημέρωμα!

Την παραμονή το βράδυ το παρατραβάγαμε λίγο! Κατά τις πέντε το πρωί ο παππάς βάραγε την καμπάνα για τα Χριστούγεννα, και με την τρίτη καμπάνα φτάναμε στην εκκλησία, και στις οχτώ η ώρα είμαστε πίσω στο σπίτι!

Και τούτες τις γιορτινές χρονιάρες μέρες, τις ιδιαίτερα δύσκολες, αφού καταφέραμε να ξανασμίξουμε τουλάχιστον οικογενειακά, ας τις περάσουμε όμορφα, με πολλή κουβέντα, και αναστοχασμό!

Άντε λοιπόν καλό ξημέρωμα, καλή αυριανή, χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν,  καλά Χριστούγεννα σε όλους!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.