Ο τζίτζικας, ο μοναχικός και παρεξηγημένος τροβαδούρος της ζωής, και του καλοκαιριού!

του Λουη Γ Σερεμετη

Κάποτε είχαμε έναν παππού που όταν του λέγαμε ότι είναι η σειρά του να κάνει μπάνιο, μας έλεγε, «ακούσατε τζίτζικα; Άμα ακούσετε, τότε μετά χαράς να κάνω μπάνιο»! Ο παππούς φοβόταν το παλαιικό κρύο που είχε πάρει «προικιό» από τον πόλεμο, και ήθελε να ζεστάνει καλά ο καιρός για να κάνει μπάνιο! Είχε όμως εμπιστοσύνη στον τζίτζικα που δεν έκανε ποτέ λάθος, και θα του το παράγγελνε και πρώτος! Έτσι το είχε συνδυάσει το καλοκαίρι και το μπάνιο ο παππούς, που πάντα βάδιζε με τον καιρό, την εποχή, και τα «σημάδια» της φύσης! Ο τζίτζικας φέτος λόγω του άστατου καιρού που κράτησε μέχρι αργά, άργησε να βγει από το χώμα, να αλλάξει το πουκαμισάκι του και να βάλει τα καλά του για να πιάσει το τραγούδι, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι ήρθε το καλοκαιράκι με την ιδιαίτερη ζωή και τις όμορφες συνήθειες! Αλλά πάνω που ξεκίνησε το τραγούδι του ολόχαρος, πλάκωσε ο καύσωνας, και μαζί με εμάς περνάει δύσκολες στιγμές και ο κακομοίρης ο τζίτζικας!

Στην παιδική μας ηλικία ο τζίτζικας ήταν ένα από τα παιχνίδια μας! Τα μεσημέρια την κοπανάγαμε κρυφά από το σπίτι και την περνάγαμε στα χωράφια, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα για να πιάσουμε τζιτζίκια. Στα πιο μικρά, τους «τζατζάδες» όπως τους λέγαμε, δεν δίναμε σημασία γιατί τραγουδούσαν σιγανά και αργά, σαν βαριεστημένα. Εκείνα που είχαμε βάλει στο μάτι ήταν τα μεγάλα, τα σερνικά, τους «τζιτζικοπατέρες», που είχαν δυνατή φωνή αλλά ήσαν κουφοί, και αφού δεν μας ακούγανε όταν τους ζυγώναμε, τους πιάναμε εύκολα! Οι «τζιτζικομάνες» δεν κελαηδάγανε καθόλου, τις λέγαμε «μουγκές» γιατί δεν βγάζανε άχνα, αλλά ακούγανε το παραμικρό, και με το που ζυγώναμε κοντά τους, μας κατουράγανε και έφευγαν θριαμβευτικά! Κάποιοι μεγαλύτεροι λέγανε ότι οι «τζιτζικοπατέρες» που κάθονται στις αγκοριτσιές κελαηδάνε καλύτερα, και άμα τα πιάναμε και τους τα παραδίναμε θα μας έδιναν και λεφτά! Όποιος το πίστευε, όλο το βράδυ του βγάζανε αγκάθια με την βελόνα! Όσα πιάναμε τα κλείναμε σε ένα ντενεκεδάκι, και στον γυρισμό μετράγαμε ποιος έχει τα περισσότερα! Μας έπαιρναν τότε χαμπάρι τα γατιά της γειτονιάς και μας ακολουθούσαν για να τους δώσουμε να παίξουν, και όταν πια τα βαριόντουσαν τα τρώγανε. Όσα ήσαν σε θέση να πετάξουν τα αμολάγαμε, αφού πρώτα τους βάζαμε στον κώλο ένα ξερό χορταράκι, και πετούσαν σαν ελικόπτερα.

Στους μύθους που ακούγαμε για το τζίτζικα από παιδιά, ήταν ολοφάνερη η περιφρόνηση και η χλεύη του κόσμου για αυτό το δύστυχο πλάσμα του Θεού! Πριν πάμε σχολείο ξέραμε μόνο όσα μας είχε πει ο παππούς, ότι το τζιτζίκι είναι ένας τεμπέλης και ανεπρόκοπος τραγουδιστής που κοιτάει μόνο το σήμερα. Όλοι, τεμπέλη και χαραμοφάη τον ανεβάζανε, τσιμπούρι και αχαΐρευτο τον κατεβάζανε, και σε κάθε ευκαιρία μας τον παρουσίαζαν σαν παράδειγμα προς αποφυγήν! Στο δημοτικό σχολείο μάθαμε τον μύθο του Αισώπου, ο «Μύρμηξ και Τέτιξ», και διάφορες άλλες ιστορίες! Μια από αυτές αναφέρει ότι ο τζίτζικας ήταν ένας όμορφος νέος που τραγουδούσε καλά. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τους θεούς να τον κάνουν αθάνατο για να μπορεί να κελαηδά αιώνια. Οι θεοί ικανοποίησαν την επιθυμία του, αλλά δεν πρόβλεψαν να τον κάνουν και αγέραστο! Έτσι με τα χρόνια γέρασε και ζάρωσε, αλλά παρόλα αυτά συνέχιζε να τραγουδάει ασταμάτητα, και το ίδιο καλά!

Ο μύθος με τον «τεμπέλη» και ανεπρόκοπο τζίτζικα, και τον «δουλευταρά» και προκομμένο στη ζωή μέρμηγκα, ήταν από τα πρώτα που μάθαμε από παιδιά, σχεδόν «από το πρώτο μας το γάλα» που λέει και το τραγούδι! Οι μεγαλύτεροι ήθελαν αυτό το δίδαγμα να είναι ο οδηγός στη ζωή μας, και όπου και να βρισκόμαστε το ακούγαμε με διάφορες παραλλαγές. Στο σπίτι μας ορμήνευαν να μην φοβόμαστε τη δουλειά, να μην γίνουμε τεμπέληδες όπως ο τζίτζικας, και μας έφερναν σαν παράδειγμα τους Κινέζους που δεν στέκονται καθόλου, δουλεύουν σαν τα μερμήγκια, και γι αυτό πρόκοψαν σαν λαός και κατακυριέψανε τον κόσμο! Μόνο έτσι μας λέγανε ότι θα γίνουμε και εμείς τρανοί! Και στο σχολείο ο δάσκαλος το ίδιο τροπάριο! Μας τεμπήχιαζε κι αυτός λέγοντας, «αγαπητά μου παιδιά, κοιτάξτε να μη μοιάσετε στον τζίτζικα, γιατί η τεμπελιά οδηγεί τον άνθρωπο σε κακές σκέψεις και πράξεις, αφού όπως λέγανε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αργία μήτηρ πάσης κακίας». Κάθε χρόνο στις 31 Οκτώβρη που γιορτάζεται η ημέρα της αποταμίευσης, γράφαμε έκθεση με θέμα την αξία και τη σημασία της αποταμίευσης, οπότε αναφερόμαστε στην αποταμίευση των μερμηγκιών, και αναγκαστικά και στην «τεμπελιά» του τζίτζικα! Αλλά και στην εκκλησία όταν πηγαίναμε, ούτε κι εκεί γλιτώναμε την ορμήνια του παπά, που έσουρνε τα εξ αμάξης σε όσους δεν δουλεύουν, ψέλνοντας τη φράση του Απόστολου Παύλου, «εἰ τίς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω», δηλαδή όποιος δεν θέλει να εργάζεται να μην τρώει κιόλας, λες και οι εργαζόμενοι ήταν χορτάτοι! Έτσι λοιπόν για κάθε περίσταση είχαν το παράδειγμα προς μίμηση, και το παράδειγμα προς αποφυγή!

Ευτυχώς όμως που εκτός από τους μύθους και τις λαϊκές παραδόσεις που συντηρούν πολλά πράγματα στην ζωή, και που σίγουρα την ομορφαίνουν, υπάρχουν και οι επιστήμες με τους ερευνητές που βοηθούν στην κατανόηση και στην ερμηνεία των φαινομένων της φύσης και της ζωής, και κάνουν πιο συναρπαστικό τον θαυμαστό κόσμο της γης! Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή μάθαμε ότι ο τζίτζικας ήταν ένας ετοιμοθάνατος τραγουδιστής, που σαν να ήξερε ότι πλησιάζει το τέλος του το είχε ρίξει σε αυτό το μονότονο τραγούδι που τραγούδαγε με πάθος! Για τον κουφό και πολυλογά «τζιτζικοπατέρα», αυτό το τραγούδι είναι το πρώτο και το τελευταίο του, και ταυτόχρονα είναι το ερωτικό κάλεσμα στην σύντροφό του, την μουγκή «τζιτζικομάνα», για την ανάγκη διαιώνισης του είδους, λίγο πριν επέλθει η φθορά και ο θάνατος!

Ο τζίτζικας λοιπόν, τις τελευταίες του ημέρες πάνω στη γη τις περνά με το ταίρι του τραγουδώντας και πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Το θηλυκό γεννά τα αυγά του στα τρυφερά βλαστάρια του δέντρου, οι προνύμφες βγαίνουν τέλη καλοκαιριού, αμέσως κατεβαίνουν από τα δέντρα και κάνουν τρύπες μέσα στο χώμα κοντά στις ρίζες. Εκεί μπορούν να ζήσουν πολλά χρόνια, από 4 έως και 17 λένε οι ειδικοί, μέχρι που να γίνουν νύμφες και να βγουν και αυτά στην ζωή, αν βέβαια έχουν γλιτώσει και δεν έχουν γίνει τροφή των άγριων ζώων που σκάφτουν για σκουλήκια στις ρίζες των δέντρων! Τότε θα αλλάξουν και το πουκαμισάκι τους, θα βάλουν τα καλά τους, θα πάρουν το οργανάκι τους, και θα τραγουδήσουν! Όλο αυτό είναι το θαύμα της ζωής του τζίτζικα στην γη! Ζει για χρόνια στην αναμονή κάτω από τη γη, περνάει μόνο δύο μήνες πάνω στα δέντρα, και στο τέλος φεύγει ευτυχισμένος γιατί απόλαυσε τον έρωτα, και ικανοποιημένος γιατί μπόρεσε να συμβάλλει στη διαιώνιση του είδους, και μάλιστα τραγουδώντας! Αλήθεια, αξίζει τη χλεύη και τη λύπηση αυτός που δεν ενοχλεί κανέναν, που τραγουδάει και χαίρεται τη ζωή του, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα και τον υπέρτατο σκοπό της συνέχειας της ζωής στη γη;

Τις πολύ ζεστές μέρες τα τζιτζίκια κελαηδάνε όλη την νύχτα, και μετά τον φετινό δυνατό καύσωνα που τράβηξε μέρες, βλέπουμε τζιτζίκια ταλαιπωρημένα, και πολλά να κείτονται νεκρά ανάσκελα στις αυλές και στους δρόμους. Είναι η φθορά και ο θάνατος που επήλθε σε αυτά τα δύστυχα τζιτζίκια πιο γρήγορα λόγω της λαύρας, παρά την διάθεση που είχαν να περάσουν ένα ευχάριστο καλοκαίρι. Έχουμε χρόνια να δούμε παιδάκια να κυνηγάνε τζιτζίκια, ή να τα πιάνουν στο χέρι τους αν τους τα δώσουμε εμείς. Είναι γιατί έχουν άλλα πράγματα να κάνουν, και φοβούνται και το φτερούγισμα. Μόνο ένα μικρό κοριτσάκι, νήπιο, είδα αυτές τις μέρες να κρατάει άφοβα ένα ζωντανό τζιτζίκι στα χέρια του! Ήταν η Ιωάννα μια μικρή Αθηναία επισκέπτρια του χωριού που απολαμβάνει τις διακοπές της με τους παππούδες της! Την είδα Τετάρτη βράδυ που φύσαγε ο λίβας, να προσπαθεί να δροσιστεί στην όαση του πάρκου στα «Αλώνια», κρατώντας ένα τζιτζίκι που το βρήκε ταλαιπωρημένο πάνω σε ένα τραπέζι! Συστηθήκαμε, και όταν της ζήτησα για καλαμπούρι να μου δώσει το τζιτζίκι που κρατούσε απαλά στα χεράκια της για να το δώσω στο γατάκι μου, μου είπε πεισμωμένη: «Όχι, το αγαπάω που τραγουδάει χαρούμενο», τράβηξε το χέρι της, και δίνει μια και το απελευθέρωσε!

Μεγαλώσαμε ακολουθώντας μέχρι τώρα πιστά τις ορμήνιες του πατέρα, του δάσκαλου, και του παπά! Δεν διαλέξαμε τον δρόμο του τζίτζικα, αλλά διαβαίνουμε συνειδητά τον δρόμο που χάραξε το μυρμήγκι, μόνο που οι πιο πολλοί στη ζωή μας δεν είδαμε χαΐρι και προκοπή. Ο άνθρωπος από παλιά πίστευε πως ο πλούτος και η καλή ζωή είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να εξηγήσει πώς γίνεται άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά να μη έχουν στον ήλιο μοίρα, ή να έχουν λίγα, ενώ κάποιοι άλλοι που δουλεύουν με το ραχάτι τους, ή κάποιοι που τους λένε «ανθρώπους της πολυθρόνας», να έχουν πιο πολλά, ή τουλάχιστον να περνάνε πιο καλά! Τι είναι αυτό που κανονίζει ποιος θα είναι πλούσιος και ποιος φτωχός, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος, και πως γίνεται άνθρωποι που ασχολούνται μόνο με τα χόμπι τους να απολαμβάνουν μια καλή ζωή; Τελικά τι είναι δουλειά, τι τεμπελιά, και ποια είναι η καλή ζωή; Μήπως αυτοί που σήμερα μας πιπιλάνε το μυαλό να κυνηγάμε την ευτυχία μέσα από την σκληρή δουλειά, το κάνουν για να απολαμβάνουν αυτοί τις χαρές της ζωής που εμείς τους προσφέρουμε με τους κόπους μας; Δεν φιλοσοφούμε εν μέσω καύσωνα, απλά η ίδια η ζωή σε άλλους φέρεται γενναιόδωρα, και άλλους μας γεμίζει μόνο με απορίες! Για όσους έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας και δεν έχουμε καταλάβει και πολλά, μήπως έστω και τώρα προέχει να απολαύσουμε τα καλοκαίρια μας και τη ζωή μας, και να αφήσουμε κατά μεριά όλα αυτά τα «σπουδαία» που μας στερούν τις απολαύσεις της ζωής; Να άλλο ένα εύλογο ερώτημα!

Κάθε καλοκαίρι που αξιωνόμαστε να ακούσουμε αυτόν τον μοναχικό και παρεξηγημένο τροβαδούρο της ζωής και του καλοκαιριού, έρχονται στη θύμηση οι στίχοι που έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, σαν ένας ύμνος προς τον τζίτζικα και τη ζωή στον «απάνω κόσμο»!

«Εσείς τζιτζίκια μου άγγελοι,
γειά σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει,
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει»!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.