Ένα νοσταλγικό ταξίδι του μυαλού στο πηγάδι στο Αλάημπεϊ, εκεί που άλλοτε χτυπούσε δυνατά η καρδιά, γλύκαινε το στόμα, και γαλήνευε η ψυχή!

Η φωτογραφία είναι χτεσινή και δείχνει το κλειστό πλέον πηγάδι στο Αλάημπεϊ, και δίπλα του μια μουριά.

του Λουη Γ Σερεμετη

Από παιδιά είχαμε μάθει την κάθε εποχή και την κάθε μέρα να την ζούμε σαν μοναδική, και όπως όριζαν οι συνήθειες της ζωής στο χωριό! Τότε και τα πιο μικρά χωριουδάκια έσφυζαν από ζωή, το μαρτύραγαν οι πολύβουες γειτονιές με τα φτωχικά αλλά γεμάτα σπίτια, οι παιδικές φωνές με τα ομαδικά παιχνίδια στα απλώματα, και ο μπουχός που σηκώναμε στους χωματόδρομους και στις ανηφοροκατηφόρες τρέχοντας, όπου είχαμε φάει τα γόνατά μας από το πέσιμο! Μια αλλιώτικη ζωή βίωνε τότε ο κόσμος τέτοια εποχή που είχε ζεστάνει ο καιρός, όταν συναντιόντουσαν τα απογέματα στις ασπρισμένες αυλές για τον καφέ, το γλυκό το κυδώνι, ένα λουκούμι, και ένα ποτήρι με δροσερό νερό! Το ίδιο γινόταν και στις ρούγες όταν έπεφτε το σούρουπο! Στα πηγάδια και κάτω από τις ασβεστωμένες από τις νοικοκυρές μουριές και κληματαριές, οι μικρότεροι ακούσαμε ιστορίες και παραμύθια φωλιασμένοι στην ποδιά της γιαγιάς και στην αγκαλιά του παππού, οι μεγάλοι εμπιστεύθηκαν ο ένας στον άλλον τον πόνο τους και τα μυστικά τους! Εκεί όπου στον ίσκιο τους αλλά και κάτω από το φως του καλοκαιριάτικου φεγγαριού οι χαρές και οι καημοί γινήκανε τραγούδια, ακούστηκαν λόγια γλυκά, και με μοναδικούς μάρτυρες το πηγάδι τη μουριά και την κληματαριά, γεννηθήκανε έρωτες όπως λέει το παλιό νοσταλγικό τραγούδι:

«Λες και ήταν χτες, λες και ήταν χτες,

που φιλάκια μου ‘δινες στα χείλη τα βελούδινα

κι άκουγε η μουριά κι η κληματαριά

τις κουβέντες τις γλυκές, λες και ήταν χτες…».

Σαν πάρεις το δρόμο από τις Κροκεές για το Λάγιο, την Στεφανιά, και τη θάλασσα, θα περάσεις μπροστά από το θρυλικό πηγάδι στο Αλάημπεϊ. Παλιά όταν πηγαίναμε στο Αλάημπεϊ με τα πόδια για δουλειές, ή να χαιρετήσουμε συγγενείς και φίλους, αν έπιανες την κουβέντα με όσους συναντούσες, ξεχνιόσουν πολλές φορές ακόμα και που ήθελες να πας! Σήμερα αν και μίκρυνε αυτό το γραφικό χωριουδάκι, μια βόλτα εκεί με τα πόδια για άσκηση έχει την ομορφιά της, αν και δύσκολα θα βρεις άνθρωπο να αλλάξεις μια κουβέντα! Όμως έρχονται στον νου ιστορίες και μοναδικές στιγμές που είτε τις ζήσαμε, είτε τις ακούσαμε από τους μεγαλύτερους. Από τα πολύ παλιά χρόνια ήταν κομβικό σημείο το πηγάδι του Αλαημπεγιού, εκεί που ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα το σχοινί με το σίκλο για να βγει το νερό να πάρει όλο το χωριό, να δροσιστούν διαβάτες και μουσαφιραίοι του χωριού, όποτε και να βρέθηκαν εκεί, καθημερινές και γιορτάδες! Μαθητές του δημοτικού πηγαίναμε εκδρομές στο προαύλιο του δημοτικού στο Αλάημπεϊ, και στο πηγάδι του, και η θειάδες μας η Βάσαινα και η Αλεξάντρα μας κέρναγαν λουκούμια και καραμέλες. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά σε όλους, και οι κυράδες τους χαιρόντουσαν όταν υποδέχονταν τους επισκέπτες! Αξέχαστα τα γλέντια και οι χοροί τις απόκριες στη ρούγα στο πηγάδι γύρω από τη μεγάλη φωτιά, και τα τραπεζώματα των Αλαημπεγιωτών την παραμονή και ανήμερα του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου! Ονομαστές και οι πέριξ του πηγαδιού πέντε ταβερνούλες ανοιχτές όλη μέρα, με τους εκλεκτούς μεζέδες και το ντόπιο κρασί, του Παν. Μιχαλάκου, του Νικολή Κολοβού, του Σαραντάκου, του Βασίλη Κουνέλη, του Δημοσθένη Γορανίτη.

 

Σήμα κατατεθέν δίπλα από το πηγάδι ήταν και η θερία μουριά του μπάρμπα Παναγιώτη Μιχαλάκου που τώρα δεν υπάρχει, αλλά αντικαταστάθηκε από άλλη! Στον πλούσιο ίσκιο της παλιάς μουριάς ρούγεψαν, ξαπόστασαν, ξεδίψασαν από το κρουστάλλινο νερό του πηγαδιού, και γλυκάθηκαν ντόπιοι και περαστικοί! Η παράδοση λέει ότι η μουριά που λέγεται και «μωρέα» στην καθαρεύουσα, είναι το δέντρο που πρόσφερε με γενναιοδωρία το όνομα Μωριάς στην Πελοπόννησο! Άλλοι λένε ότι πήρε το όνομα από το σχήμα της που είναι σαν μουρόφυλλο που μοιάζει σαν να κρέμεται από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, και άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι λέγεται Μωριάς από τις πολλές μουριές που είχε τα παλαιότερα χρόνια, περιοχή που έγινε διάσημη από τους μεταξοσκώληκες που τρέφονταν από τα φύλλα της μουριάς.

Μια γιαγιά, η Νικολίνα η Κολοβού, Αρχόντω το όνομά της, που έμενε δίπλα στο πηγάδι στο Αλάημπεϊ, έλεγε ότι τρέφανε μεταξοσκώληκες για τα κουκούλια τους, και με τα γαϊδούρια κουβάλαγαν από όλη τη Λακωνία σακιά με μουρόφυλλα. Διηγιόταν και μια ιστορία με τον πατέρα της που ήταν παραγωγός κουκουλιών, όταν πήγε μια φορά στο Γεράκι με τους εργάτες που είχε στη δούλεψή του για να αγοράσουν μουρόφυλλα για τους δικούς του μεταξοσκώληκες. Ξόδεψε ό,τι λεφτά είχε μαζί του, και αφού έμεινε και ένα γαϊδούρι χωρίς φορτίο ζήτησε να το φορτώσει κι αυτό με μουρόφυλλα αλλά με πίστωση, και θα το πλήρωνε σε λίγες μέρες που θα ξαναπήγαινε να φορτώσει. Όμως οι πωλητές πρόσεξαν πως δεν φορούσε καλά ρούχα και δυσκολεύονταν να τον εμπιστευτούν, αλλά επειδή ένας εργάτης του, ο Μήτσος, ήταν ντυμένος σχεδόν στην «πένα», του είπαν: «Αν εγγυηθεί ο κύριος Μήτσος, θα σου δώσουμε»! Ο φτωχός αλλά περιποιημένος κύριος Μήτσος λοιπόν με τα καλά ρούχα που φόραγε, «έκοψε παζάρι», εγγυήθηκε βάζοντας μια υπογραφή σε ένα πρόχειρο χαρτί που φτιάξανε, φόρτωσαν και το τελευταίο γαϊδούρι, και γύρισε στο χωριό ο πατέρας της γιαγιάς Αρχόντως χαρούμενος για την αγορά που έκανε, αλλά και προβληματισμένος για την εντύπωση που έκανε με το ντύσιμό του, αφού αυτόν πέρασαν για εργάτη, και τον Μήτσο για αφεντικό! Από τότε όπως έλεγε η γιαγιά Αρχόντω, τους έλεγε : «παιδιά μου όταν θέλετε να πάτε σε δουλειά, να φοράτε τα καλύτερά σας σκουτιά»!

Κάθε εποχή είχε τις ομορφιές της και τις γιορτές της, αλλά και για τα λαχανικά και τα φρούτα της! Από τέλη Μάη άρχιζαν να γιναμώνουν σιγά σιγά τα μούρα, μαύρα, άσπρα, λιβανά, το καθένα με την δική του γλύκα και νοστιμιά, γίνονταν ένα-ένα όπως και τα κεράσια. Τότε σπάνιζαν τα «αριστοκρατικά» φρούτα, μπανάνες, φράουλες, αβοκάντο, ακτινίδια, οπότε μόλις βλέπαμε και άλλαζαν λιγάκι χρώμα τρέχαμε να τα προλάβουμε πριν πάνε άλλοι! «Ο αγουροφάγος έφαγε, ο γιναμοφάγος δεν πρόλαβε» λέγανε οι παλαιοί! Βλέποντας σήμερα τη φορτωμένη μουριά στο Αλάημπεϊ με τα πεσμένα μούρα, θυμόμαστε ότι πριν λίγα χρόνια δεν προλάβαιναν να πέσουν κάτω. Στο μυαλό ζωντανεύουν μνήμες από ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, τότε που πιτσιρικάδες απολαμβάναμε τον δροσερό ίσκιο και τα μούρα της μουριάς που είχαμε στην αυλή μας. Αν και την κλαδεύαμε και την περιποιούμαστε ταχτικά, κάθε χρόνο ερχόταν υπάλληλοι της ΔΕΗ και έκοβαν άγαρμπα και αλύπητα κλάδες να μην φτάσουν τάχα τα καλώδια, μέχρι που την έβλεπες και τη λυπόσουν. Όμως αυτή δεν το έβαζε κάτω, και σε πείσμα όλων πάλι ξαναφούντωνε με όλα τα καλά της, με την πρασινάδα της, τον ίσκιο, και τα πεντάγλυκα μούρα της! Τα καλοκαίρια ρίχναμε στα χοντρά κλαδιά της ένα σχοινί και μαζί με ένα πρόχειρο μαξιλάρι να καθόμαστε, το κάναμε κούνια! Όταν παίζαμε κρυφτό σκαρφαλώναμε για να κρυφτούμε στο πλούσιο φύλλωμά της, και βρίσκαμε την ευκαιρία να φάμε με λαιμαργία τα μούρα της! Δύσκολο το σκαρφάλωμα για το μάζεμα γιατί είναι ψηλό δέντρο με λείο κορμό και ψηλές διακλαδώσεις, και άμα έπεφτες θα είχες τον πόνο σου, και θα έτρωγες και ξύλο.

Στο σπίτι τα μεσημέρια μας βάζανε να κοιμηθούμε για να κάνουμε ησυχία να ξεκουραστούν οι μεγάλοι, αλλά και για να μεγαλώσουμε εμείς οι μικροί όπως λέγανε, αφού ως γνωστόν «ο ύπνος θρέφει το παιδί, κι ο ήλιος το μοσχάρι»! Εμείς όμως προτιμούσαμε το μεσημεριάτικο σεργιάνι στον ήλιο για τα μούρα, και μόλις ακούγαμε το πρώτο ροχαλητό τους, σηκωνόμαστε και σουρνόμαστε σαν τους κλέφτες και τραβάγαμε στις μουριές της γειτονιάς. Λουκούμι τα μούρα, άσπρα, μαύρα, λιβανά, άφηναν λεκέδες στα χέρια και τα ρούχα, μαύριζαν από το χυμό τους και τα χείλη μας, και μαρτυριόμαστε για τις μεσημεριάτικες επιδρομές που κάναμε! Εν τω μεταξύ από τη λαιμαργία και από τη βιασύνη να μην μας καταλάβουν που λείπαμε από τα κρεβάτια μας, τα τρώγαμε άπλυτα! Αλλά από τις ζέστες που είχαν σφίξει, το μπουχό που σηκωνόταν από τους χωματόδρομους και κόλλαγε πάνω τους, και από τις σκουλικόμυγες που βούιζαν σαν μελίσσι και κάθονταν πάνω τους γιατί τις τράβαγε η γλύκα τους, μας «έκοβε λουλάκι» που λέγανε οι γριές, και μας έβγαινε ξινό το μεσημεριάτικο σεργιάνι. Όσο και να σφιγγόμαστε για να μην μας καταλάβουν που μας πόναγε η κοιλιά μας, μας παίρνανε χαμπάρι και μας λέγανε, «μπα, σας έπιασε ο μουράς; Τώρα θα δείτε»! Με κάτι γιατροσόφια που μας έδιναν μας πέρναγε ο κοιλόπονος, αλλά μετά πάλι τα ίδια εμείς! Κάθε σπίτι είχε και ένα «σώθερο» με μουριές για να αναστήσει το καλοκαίρι τα αρνιά του. Πολύτιμο ήταν και το ξύλο της μουριάς γιατί ήταν αντοχής και εύκαμπτο, το χρησιμοποιούσαν οι σαμαράδες για να φτιάξουν σαμάρια, οι βαρελάδες για να φτιάξουν βαρέλια, οι τεχνίτες μουσικών οργάνων για να φτιάξουν παραδοσιακά έγχορδα όργανα, και με αυτό έφτιαχναν βάρκες, αλλά και έπιπλα.


Πέρασαν τα χρόνια και οι χωμάτινοι δρόμοι στρώθηκαν με άσφαλτο, στα στενά σοκάκια στις γειτονιές έπεσε τσιμέντο, και τα πεζοδρόμια πλακοστρώθηκαν. Όμως η άσφαλτος, τα τσιμεντένια σοκάκια, και τα πεζοδρόμια λερώνονταν από τα μούρα που έπεφταν αφού δεν τα έτρωγε ο κόσμος! Τα αυτοκίνητα αβγάτισαν αφού φτιάχτηκαν οι δρόμοι και ανέβηκε το βιοτικό μας επίπεδο, αλλά λερώνονταν από τα μούρα αφού πάρκαραν κατά μήκος της ασφάλτου, στον παχύ ίσκιο της κάθε μουριάς! Μετά κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν στον πρόεδρο του χωριού για τις μουριές, και αφού ήταν αίτημα εν δυνάμει ψηφοφόρων του, εισακούστηκαν και ξεπατώθηκαν οι μουριές, και στη θέση τους φύτεψαν «πολιτισμένες» μουριές, λυγερόκορμες, τις μεταλλαγμένες – στείρες μουριές, και τις μπασταρδεμένες «πλατανομουριές» που τις έφτιαξαν στα εργαστήρια οι γεωπόνοι, από αυτές που δεν βγάζουν μούρα για να μη λερώνεται το δάπεδο, και για να μη μαζεύονται μέλισσες και σφήκες, οπότε όλα κυλούσαν ήσυχα και καλά.

Τώρα τα απογεύματα του καλοκαιριού δεν σμίγουμε γύρω από τα πηγάδια, ούτε στην παχιά σκιά της μουριάς και της κληματαριάς για τον καφέ, το γλυκό, ή το αναψυκτικό μας καθισμένοι σε κανένα κοτρώνι με μαξιλάρι, όπου βάζαμε και καμιά καρέκλα παραπάνω για να φιλέψουμε κανέναν περαστικό! Σμίγουμε στις αναπαυτικές καρέκλες στον παχύ ίσκιο της ομπρέλας της πλατείας, εκεί που βράζει η άσφαλτος και οι πλάκες. Όσο υπήρχαν πολλά παιδιά δεν περίσσευαν εύκολα μούρα για να πέσουν στο χώμα, αλλά και να έπεφταν εύκολα σκουπιζόταν ο χωματόδρομος, ή τα έτρωγαν οι κότες! Σήμερα τα μούρα δυστυχώς περιμένουν μοιραία να ολοκληρωθεί ο βιολογικός τους κύκλος, να παραγιναμώσουν και να πέσουν στην άσφαλτο, επειδή οι περισσότεροι θεωρούμε υποτιμητικό το να μαζεύει και να τρώει κάποιος μούρα την σήμερον, και αυτό δείχνει πόσο κομπλεξικοί είμαστε κατά βάθος!

Με τα χρόνια τα πηγάδια μολύνθηκαν, πολλά στέρεψαν, και τα σκεπάσαμε με τσιμέντο, ή στην καλύτερη περίπτωση τα επενδύσαμε με πέτρα βάζοντας μια ψευτοανέμη για να θυμίζει λίγο την παλιά εποχή! Κόψαμε από τις αυλές μας τις μουριές για να μην λερώνεται το τσιμέντο, χαλάσαμε και τις κληματαριές γιατί έπεφταν τα φύλλα και τα σταφύλια που δεν τα τρώγαμε πια γιατί είχαν κουκούτσια, και αστικοποιηθήκαμε! Εγκαταλείψαμε ηθελημένα ή αθέλητα τις παλιές συνήθειες και την αυθεντική ζωή στο χωριό, μαζί με τις ζεστές σχέσεις, τους κήπους, και τα οικόσιτα ζώα που ζούσε η οικογένεια, γιατί οι γείτονες διαμαρτύρονταν στο υγειονομικό ότι τους ενοχλούσαν οι γίδες, οι κότες, τα κουνέλια, και τα περιστέρια, αλλά με ένα ζώο συντροφιάς ανά χείρας νομίσαμε ότι ανεβήκαμε σε άλλα «επίπεδα»! Το lifestyle είναι πλέον τρόπος ζωής, οι επισκέψεις γίνονται με ραντεβού, και η επικοινωνία με μηνύματα μέσα από το facebook όπου και ξημεροβραδιαζόμαστε, εκεί όπου μοιραία στο τέλος σαστισμένοι και προβληματισμένοι με τη σημερινή κατάντια μας βαριαναστενάζουμε λέγοντας: «χωριό μου σε νοστάλγησα»! Καλό Σαββατοκύριακο!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.