Τα «Αστραλέζικα» Χριστούγεννα της Ελλάδας του 2022!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Πάνε μέρες που έχει να βρέξει για μήνα Δεκέμβρη, ο καιρός είναι μαλακός, τα βουνά ξέσκεπα από χιόνια, η θερμοκρασία πάνω από τα κανονικά, και ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, έχουν πέσει με τα μούτρα στις ελιές αφού δεν υπάρχουν εργάτες φέτος! Οι νοικοκυρές τις παραμονές δεν πήγαιναν για ελιές για να τα έχουν όλα έτοιμα για τις γιορτές, για να είναι τέτοιες χρονιάρες μέρες όλα μέσα στο γιορταστικό πνεύμα! Είχαν εφοδιαστεί με λιανά, και άνοιγαν πρόσχαρες την πόρτα στα παιδιά για να πουν τα κάλαντα! Φέτος στα περισσότερα σπίτια δεν θα υπάρχει κάποιος να ανοίξει την πόρτα στα λιγοστά παιδάκια για τα κάλαντα, γιατί τα αφεντικά θα μαζεύουν ελιές! Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από του Αη Φιλίππου, και τούτα τα Χριστούγεννα δεν είναι όπως τα ξέραμε, με τα κρύα, τα χιόνια, το αναμμένο τζάκι, και τις οικογενειακές και φιλικές παρέες που έσμιγαν παραμονή και ανήμερα. Ο καιρός, οι σκοτούρες, η αγωνία, και οι δουλειές, μας έκαναν να μην καταλαβαίνουμε αυτές τις μέρες που παλιά τις ξεχωρίζαμε! Ελάχιστα πράγματα πια μας θυμίζουν Χριστούγεννα! Μόνο οι πρόβες της φιλαρμονικής για τα κάλαντα, κάποια φωτάκια στα μπαλκόνια, κι εκείνα με το ζόρι αφού λένε για οικονομία στο ρεύμα, και αν σε πάρει και καμιά μυρουδιά από μελομακάρουνα, και το βούτυρο από τους κουραμπιέδες!

Ούτε θα ξαναζήσουμε τις σκηνές με τον ταχυδρόμο, που τέτοιον καιρό ξεποδαριαζότανε να γυρνάει όλο το χωριό για να μοιράσει τις κάρτες με τις ευχές για τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά από συγγενείς και φίλους του εξωτερικού, αλλά και τα «συστημένα» γράμματα με τα «τσέκια», ή τα δολάρια Αμερικής, Καναδά, και Αυστραλίας που έστελναν οι ξενιτεμένοι στην οικογένειά τους και σε στενούς συγγενείς για ένα κέρασμα τις Άγιες μέρες! Λαβαίναμε και δέματα με ρούχα και παπούτσια Χριστού και Λαμπρή! Η επικοινωνία τότε για τα «χρόνια πολλά», γινόταν μέσα από κάρτες και τα γράμματα, και ήταν τακτική. Τον ταχυδρόμο του χωριού, τον μπάρμπα Νίκο τον Δημόπουλο, τον βλέπαμε τέτοιες μέρες σαν τον Άγιο Βασίλη με την τσάντα του με τα γράμματα με τα δολάρια, και τον ρωτάγαμε «λω μπάρμπα Νίκο μπα και έχουμε κανά γράμμα, ή κανά δέμα», και αν δεν είχαμε μας έλεγε «αύριο εσείς», και φεύγαμε με κατεβασμένα μούτρα, αφού θα φοράγαμε πάλι τα ίδια ρούχα και παπούτσια, και δεν θα είχαμε κάτι να λάβουμε κι εμείς από κανένα συστημένο γράμμα με δολάρια! Αλλά και ο αγροτικός ταχυδρόμος, ο μπάρμπα Βάσος ο Παναγάκος με το άλογό του τον «Ψαρή» φορτωμένο, ξεκίναγε για να μοιράσει τα πολυπόθητα γράμματα στο Δαφνί, Τάραψα, και Λάγιο, όπου κι αυτόν εκεί τον περίμεναν σαν τον Άγιο Βασίλη!

Είχαμε πολλούς συγγενείς στο εξωτερικό, και στην Αυστραλία, και παίρναμε γράμματα τέτοια εποχή, με δολάρια αλλά και χωρίς. Με αγωνία και ενδιαφέρον μαθαίναμε τα νέα τους αφού για πολλούς είχαμε ακούσει γιατί είμαστε αγέννητοι όταν ξενιτευτήκαν. Από τις οικογενειακές φωτογραφίες στα ωραία και στολισμένα σπίτια τους που πάντα μας έστελναν, από γάμους, βαφτίσια, από γιορτές και χορούς ομογενών, γνωρίσαμε τις οικογένειές τους, και δεθήκαμε μαζί τους! Είχαμε ακούσει και από την γιαγιά μας που της το είχε πει η αδερφή της που έφυγε για Αυστραλία από μικρή, ότι τέτοιο καιρό στην Αυστραλία έχουν καλοκαίρι, κάνουν Χριστούγεννα με ζέστη και στην θάλασσα, και λέγαμε ότι δεν ξέρουν τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στο εξωτερικό πόσο ωραία περνάμε εμείς στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα τον χειμώνα!

Αμέσως μόλις λαβαίναμε το γράμμα έπρεπε να απαντήσουν, και όσοι δεν ήξεραν γράμματα ή δεν έβλεπαν να γράψουν, έβαζαν εμάς τους μικρότερους να γράψουμε, και ήθελαν να τα γράφουμε όπως ακριβώς μας τα λέγανε! Η πιο κατάλληλη ώρα ήταν το βράδυ στο τζάκι, όταν ησυχάζανε από τις δουλειές. Οι νοικοκυρές είχαν ζυμώσει το «Χριστόψωμο» μαζί με τα γλυκά, και τις λαλαγγίδες, οι κοπέλες βοηθούσαν, και όταν είχαν χρόνο κεντούσαν, και οι γριές μπάλωναν καμιά τρύπα στα ρούχα της δουλειάς! Οι υπόλοιποι μαζευόμαστε στο τζάκι πρώτη θέση μαζί με τα γατιά που γουργούριζαν από την ζέστα, γιατί μας άρεσε να ακούμε ιστορίες. Παίρναμε θέση στο σκαμνί, και ακουμπώντας στα γόνατα ένα πινακάκι από κόντρα πλακέ, γράφαμε στο επιστολόχαρτο αυτά που μας υπαγόρευαν! Ξεκινούσαμε πάντα με το «Εν Κροκεαίς, την τάδε του μηνός, μετά με το «Σεβαστοί μας θείε, θεία, παππού, γιαγιά», ή «αγαπημένε μας αδερφέ ή αδερφή, λάβαμε το γράμμα σας, μέχρι την ώρα είμαστε καλά, το αυτό επιθυμούμε και δι εσάς, χαρήκαμε που είσαστε και ευχαριστούμε για όλα….»! Στη συνέχεια λέγανε τι καιρό κάνει εδώ, ότι μαζεύουμε ελιές, ότι πήραμε καλούς βαθμούς στο σχολείο, και αν μας έφερε κανένα δώρο ο Άγιος Βασίλης! Μετά σειρά είχαν και τα κοινωνικά νέα του χωριού, συνοικέσια, αρραβώνες, γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσεις, θάνατοι. Και στο τέλος λέγαμε, «έτερον δεν έχω, δώστε τους χαιρετισμούς μας σε όλους τους συγγενείς, καλά Χριστούγεννα, ευτυχές το νέον έτος σας φιλούμε γλυκά …»! Ο φάκελος έκλεινε με τον γνωστό τρόπο, γράφαμε και τη «σύσταση», γράφαμε και το ‘αεροπορικώς», έμπαινε και το γραμματόσημο, σφραγίδα, και έφευγε!

Οι γέροι γυρνούσαν πριν το σούρουπο από τα καφενεία και φέρνανε στο σπίτι τα νέα της αγοράς, και κουβαλάγανε και καμιά γρίπη αν σερνόταν τέτοιο καιρό! Είχανε την δική τους θέση στο τζάκι, και αφού τρώγανε την βραδινή σουπίτσα, τραχανά και χυλοπίτες «για να ζεσταθούν και να μαλακώσει η κοιλιά τους» όπως λέγανε, πιάνανε την κουβέντα και για τα παλιά, και από δίπλα οι γριές έπλεκαν κανένα σκουφί και μάλωναν με τα γατιά γιατί έπαιζαν με τα κουβάρια και τους μπλέκανε τα νήματα! Κάποια στιγμή που τελειώναμε το γράμμα, ή κουράζονταν τα μάτια τους από το μπάλωμα ή το πλέξιμο, ακούγαμε το «μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια ήταν….

Με τα μαγικά τούτα λόγια άρχιζε το παραμύθι, γινόταν ησυχία μεγάλη, και κρεμόμαστε από τα χείλη τους! Ταξιδεύαμε πολύ πίσω στο παρελθόν, και βρισκόμαστε σε άλλους τόπους, ονειρεμένους. Ο λόγος του παραμυθιού ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια, και από στόμα σε στόμα φτάνει στο σήμερα, διατηρώντας έτσι την παράδοσή μας. Άντεξε στο χρόνο αφού οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να το λένε, να παρηγορούνται και να ελπίζουν μέσα από αυτό. Παραμύθι σημαίνει παρηγοριά, ελπίδα, και μάθηση. Ακούγαμε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και αν μας έλεγαν ξανά την ίδια ιστορία, πρόσθεταν πράγματα, αφαιρούσαν, περιέγραφαν σκηνές σε πραγματικές τοποθεσίες, και κάθε φορά που την επαναλάμβαναν ήταν συναρπαστική, και αυτό εξαρτιόνταν από τη φαντασία του αφηγητή. Γύρω στο τζάκι ακούσαμε ιστορίες και μαρτυρίες από τους γονείς και τους παππούδες μας, όπως τις άκουσαν πάππου προς πάππου, όπως τις έζησαν, και όπως οι ίδιοι τις κατάλαβαν.

Από τα καφενεία τους έδιναν και καμιά παλιά τράπουλα και παίζαμε παραμονή «κολιτσίνα», «σκαμπίλι», και με μια σβουρίτσα παίζαμε στο «βάλτε όλοι» και στο «πάρτα όλα» τις πενταροδεκάρες που είχαμε μαζέψει! Από την κούραση όλη μέρα στο χωράφι τους πόναγε το κορμί τους και μας βάζανε να τους τρίψουμε «δυνατά», και βαθιά με όση δύναμη είχαμε, να τους ζουπήξουμε  στο κορμί να «ντώσουν»! Εμείς όλη την ώρα τσιγκλάγαμε τα ξύλα και τα κάρβουνα, και άλλοτε έσβηνε η φωτιά και μας λέγανε ότι την κάναμε σαν «γαϊδουροκυλίστρα», και άλλοτε πεταγόταν κανά κάρβουνο στο σάϊασμα και το καταλαβαίναμε από την μυρωδιά της καμένης τρίχας! Γι αυτό δεν έστρωναν κουρελούδες και προτιμούσαν το σάϊασμα , για να μην πιάσουν φωτιά! Για να μην τσιγκλάμε τα κάρβουνα και βάλουμε καμιά φωτιά, μας έλεγαν ότι «άμα πιάνετε τα δαυλιά στο χέρι, την νύχτα θα κατουρηθείτε»! Μας έλεγαν για τα καλικαντζάρια και τα λικότσαρδα που είναι κρυμμένα βαθιά στην γης, ότι βγαίνουν σήμερα παραμονή Χριστουγέννων για δώδεκα μέρες, πειράζουν τον κόσμο, μπαίνουν στα σπίτια από τους «καπινολόγους» και κατουράγανε στο τσουκάλι που έψηναν τις λαλαγγίδες και πεταγόταν το λάδι, και ότι τα διώχνει ο παπάς με την αγιαστούρα του των Φώτων!!

Καθόντουσαν οι γέροι με τις ώρες στο τζάκι, με το παλτό ανάρριχτα στην πλάτη γιατί έκανε ρεύμα, και λέγανε « μπροστά πύρα, κι από πίσω κλαδευτήρα»! Αν υπήρχε και καμιά ψείρα στα γένια, ή στα μαλλιά, από τη ζέστα πεταγόταν στον γιακά, ή στο κεφάλι του διπλανού! Όταν εύρισκαν ακροατήριο, γλώσσα δεν βάζανε μέσα τους, θυμόντουσαν τα παλιά, αλλά πλάκα είχαν όταν ξεχνάγανε και προσπαθούσαν να θυμηθούν τα σημερινά! Όσοι είχαν κάνει τσοπανόπουλα ήξεραν να παίζουν τσαφάρι, και μας παίζανε τα κάλαντα και δημοτικά τραγούδια. Όταν δεν μιλούσαν, σκεφτόντουσαν τα περασμένα χρόνια, καλά και λοβά! Τους απασχολούσαν και τα «στερνά» τους όπως λέγανε, να έχουνε το λογικό τους και να μπορούν να συγυρίζονται μόνοι τους ως το τέλος! Σκεφτόντουσαν ότι πλησιάζει το τέλος τους, είχαν προετοιμαστεί γι αυτό, και τέτοιες χρονιάρες μέρες μεταλάβαιναν μη τύχει κάτι «άξαφνο»! Με την κουβέντα στο τζάκι μας έπαιρνε αργά! Με όλες αυτές τις ιστορίες δεν λέγαμε να σηκωθούμε από τα σαΐσματα  που ξαπλώναμε σαν τα γατιά στη ζέστα στο φόκο! Κοκκίνιζε το μάγουλο από τη ζέστα, «βασιλεύανε» τα μάτια από τη νύστα, αλλά πουθενά να σηκωθούμε για ύπνο!

Όταν έφτανε η ώρα να πέσουμε όλοι για ύπνο, έβαζαν και από ένα κεραμίδι δίπλα στα κάρβουνα, να το ζεστάνουν, και όταν ζέσταινε το δίπλωναν με καμιά εφημερίδα ή κανά ύφασμα, για να το πάρουν στο στρωμένο να είναι ζεστά τα πόδια όλη την νύχτα, γιατί άμα τα πόδια ήταν κρύα δεν έκλεινε το μάτι! Τότε εμείς οι μικροί φιλάγαμε το χέρι τους, κάναμε την προσευχή μας, και λέγαμε καληνύχτα, καλό ξημέρωμα, και καλή αυριανή! Κατά τις πέντε το πρωί ο παππάς βάραγε την καμπάνα για τα Χριστούγεννα, και με την τρίτη καμπάνα φτάναμε στην εκκλησία, και στις οχτώ η ώρα είμαστε πίσω στο σπίτι, λέγαμε τα χρόνια πολλά, τρώγαμε τον κουραμπιέ, και το χοιρινό φρικασέ είχε μπει ήδη στην κατσαρόλα και μοσκοβόλαγε η γειτονιά!

Και τούτα τα Χριστούγεννα τα δύσκολα, τα αλλιώτικα, που λόγω της καλοκαιρίας μοιάζουν με τα «Αστραλέζικα» που θα έλεγε η γιαγιά μας, ας τα περάσουμε όμορφα, οικογενειακά, με φιλική παρέα, με πολλή κουβέντα, και αναστοχασμό!

Άντε λοιπόν καλή αυριανή, καλά Χριστούγεννα, χρόνια πολλά με υγεία, χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν, καλές γιορτές, και του χρόνου όπως ξέρουμε! Ελληνικά!!!!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.