Tο μεγάλο «κοφίνι στου μπάρμπα Λιά», και το σημερινό μικρό «καλάθι του νοικοκυριού»! Απλά μαθήματα οικιακής οικονομίας!

Ο αξέχαστος μπάρμπα Λιάς ο Νικολούδης, από τους πρώτους μπακάληδες του χωριού, μαζί με την γυναίκα του την θειά Καλλιόπη Κακούρου από την Πετρίνα, άξια συμπαραστάτης του στην ζωή! Στην φωτογραφία στο μπαλκόνι του σπιτιού τους με φόντο την εύφορη γη των Κροκεών, που τροφοδότησε το μπακάλικό του με μοναδικά προϊόντα, και γιόμισαν πολλά κοφίνια!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Τώρα που κοντοζυγώνει ένας πολύ δύσκολος χειμώνας μετά από ένα εξαιρετικά ανέμελο καλοκαίρι, η έγνοια του κόσμου είναι πως με τόση φτώχεια και ακρίβεια θα καταφέρει να τον περάσει, και πως θα μπαλώσει ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις! Την ίδια ώρα αυτοί που είναι στα πράματα ξύνουν κάθε μέρα το κεφάλι τους από αμηχανία μπας και κατεβάσει η κούτρα τους καμιά ιδέα! Και ξύσε- ξύσε, όλο και κάτι σοφίζονται να μας «ξεφουρνίσουν», έτσι σαν «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του»! Πολλή κουβέντα γίνεται τις μέρες για το πολυδιαφημισμένο «καλάθι του νοικοκυριού» και πως θα γεμίσει, αφού πρώτα οι ίδιοι φρόντισαν να το μικρύνουν! Άλλοι το βλέπουν με καλό μάτι, άλλοι με κακό, άλλοι μισογεμάτο, και άλλοι μισοάδειο, άλλοι σωτήριο, και άλλοι κοροϊδία!

Θέλοντας και μη λοιπόν τούτες τις μέρες έρχονται στο μυαλό μας οι παιδικές αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό με τα παλιά μπακάλικα, μαζί με την αγωνία και την προσπάθεια του κόσμου να γεμίσει το κοφίνι από το μαγαζί με «πράματα» απαραίτητα για τα σπίτι! Στα χωριά οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν αγρότες, αυτάρκεις σε πολλά είδη και για να θρέψουν τις οικογένειες τους, και για τις υπόλοιπες ανάγκες τους. Καλλιεργούσαν στάρι, ελιές, αμπέλια, κηπευτικά, και έτσι είχαν δικά τους αλεύρια, λάδια, ελιές, κρασιά, ξύδι, τσίπουρο, σταφίδες, σύκα, όσπρια, πατάτες, ντομάτες κρεμμύδια, έφτιαχναν τις τραχανοχυλοπίτες τους, τον πελτέ τους, το τουρσί τους κ.α. Από τα ζωντανά και τα κουνέλια που έτρεφαν είχαν σχεδόν από όλα τα κρέατα, γλίνα και λουκάνικα στην λαήνα, γάλα, τυριά, μυτζήθρες, βούτυρα, μαλλιά για πλέξιμο, πουλερικά, κοτόπουλα, γαλιά, χήνες, πάπιες, απ’ όλα τα αυγά, και οι κυνηγοί είχαν και το κυνήγι.

Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μόνες τους το σαπούνι της χρονιάς για το πλύσιμο των ρούχων και της οικογένειας, αντί για χαρτοπετσέτες είχαν τα πατσαβούρια που έκοβαν από τα παλιά ρούχα, και από τα πιο μαλακά παλιά μπαμπακερά έφτιαχναν κωλόπανα για τα μωρά. Όσο για χαρτί υγείας, είχαν τις παλιές εφημερίδες και διάφορα άλλα μαλακά χαρτιά περιτυλίγματος από τα μπακάλικα που τα χρησιμοποιούσαν παντού. Τότε για τα ψώνια χρησιμοποιούσαν κοφίνια και πάνινες τσάντες, και δεν αγόραζαν σχεδόν καθόλου πλαστικές συσκευασίες, για να τις θάβουν μετά όπως εμάς, σαν τα κατσούλια! Έτσι λοιπόν, και με αυτήν την οικονομία, αγόραζαν άλλα πράγματα από τα μπακάλικα, ζάχαρη, καφέ, κακάο, τσάι, μακαρόνια, μανέστρα, ρύζι, λόπια, φακές, παστά ψάρια όπως ρέγκες, μπακαλάο, σαρδέλες, σκουμπριά, αλάτι, μπαχαρικά. Με τα αποφάγια, αν περίσσευε κάτι, τάιζαν τις κότες και τα γουρούνια τους. Από βιομηχανικά προϊόντα αγόραζαν σπίρτο για το πλύσιμο, πετρέλαιο για την λάμπα, φωτιστικό οινόπνευμα, ούζο και «κονιάκου» χύμα για τα γλυκά, ναφθαλίνες για τα ρούχα στα μπαούλα στις κασέλες και στις τρακάδες για το σκώρο, σκάφες για πλύσιμο, και οι άντρες ξυριστικά είδη!

Οι μπακάληδες ήταν οι πρώτοι έμποροι που δέθηκαν στενά με τον κόσμο αφού έφερναν τα περισσότερα αναγκαία είδη. Όλοι τους γνωστά ονόματα του γενικού και λιανικού εμπορίου, ο μπάρμπα Λιάς ο Νικολούδης και ο γιος του ο Γιάννης, ο μπάρμπα «Γιώργος και υιοί Πετροπουλάκη» με την αντιπροσωπία της ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΙΞ Α.Ε, ο Παν. Χριστοφυλάκης που ήταν κάτι σαν το σημερινό Praktiker, ο μπάρμπα Κώτσος ο Καράντζαλης με τα ψιλικά και το «οπωροπαντοπωλείον», οι αδελφοί Αλεξάκη – γενικό εμπόριο, ο Όμηρος Σαραντάκος ομοίως, καθώς και οι αδελφοί Παναγάκου! Ο καθένας τους μοναδικός, όλοι τους χρήσιμοι, εξυπηρετικοί, με προτερήματα περισσότερα από τις αδυναμίες τους, και με τις πρωτοπόρες ιδέες τους αποτέλεσαν τον κορμό των εμπόρων του χωριού. Σχεδόν όλα τα μπακάλικα λόγω του μεγάλου κύκλου εργασιών που είχαν απασχολούσαν και υπαλλήλους, συνήθως παιδιά, που εκεί απόχτησαν πολλές και ιδιαίτερες εμπειρίες.

Οι οικογενειάρχες κάνανε το κουμάντο ανάλογα με τα λεφτά που είχανε και τις ανάγκες του σπιτιού, και εμάς τους πιτσιρικάδες μας στέλνανε με ένα κοφίνι, και μ’ ένα χαρτί από μπλοκάκι στο χέρι να ψωνίσουμε για το σπίτι από το μπακάλικο της γειτονιάς μας, το μαγαζί του μπάρμπα Λιά του Νικολούδη. Πότε οι φωνές της μάνας, πότε της ανήμπορης γιαγιάς, πότε της γειτόνισσας, μας καλούσαν να παρατήσουμε την μπάλα, ακόμα και να φανερωθούμε από το κρυφτό, για να πάμε στο μαγαζί να τους ψωνίσουμε! «Φτάσαμε» λέγαμε, αφού δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε γιατί έτσι μας είχανε μάθει, να σεβόμαστε και να εξυπηρετούμε τους μεγαλύτερους και τους ανήμπορους, οπότε τρέχαμε βολίδα θεωρώντας το δική μας υποχρέωση. Αν αρνιόμασταν ήταν αγένεια, άσε που κάτι μας δίνανε σαν αντάλλαγμα για τον κόπο μας, ένα φράγκο που το χώνανε με το ζόρι στην τσέπη μας αφού κάναμε πως δεν το θέλαμε, για να πάρουμε καμιά καραμέλα, ή σοκολάτα!

Ο μπάρμπα Λιάς ο Νικολούδης ήταν από τους πιο παλιούς γενικούς εμπόρους του χωριού που γνωρίσαμε! Παράλληλα με το παντοπωλείο ασχολήθηκε και με το γενικό εμπόριο, τις αγοροπωλησίες αγροτικών προϊόντων πολύ πριν τον πόλεμο, όταν είχε μπακάλικο στην Πετρίνα λόγω καταγωγής της γυναίκας του της αείμνηστης θειά Καλλιόπης Κακούρου! Μετά εγκαταστάθηκε στα Λεβέτσοβα στην κεντρική πλατεία, και στην συνέχεια μετακόμισε στο γωνιακό οίκημα του γιατρού του Λέκκα στα «Αλώνια» μαζί με τον γιο του τον Γιάννη Νικολούδη, που τον ακολούθησε μετά το σχολείο. Κατόπιν συνέχισε για πολλά χρόνια στο καινούργιο ιδιόκτητο μαγαζί ώσπου τον διαδέχτηκε οριστικά ο Γιάννης συνεχίζοντας αυτός το γενικό εμπόριο! Σήμερα απόμαχος της εργασίας και ο Γιάννης, την οικογενειακή παράδοση μόνο του παντοπωλείου συνεχίζουν τα παιδιά του Γιάννη, Ηλίας και Παντελής! Οι πιο πολλές ταμπέλες στα μπακάλικα έγραφαν «Οίκος Γενικού Εμπορίου», «Παντοπωλείον», «Εδώδιμα και Αποικιακά». Εδώδιμα τα φαγώσιμα, και αποικιακά ήταν τα μπαχαρικά, τσάι, καφέ, κακάο, κανέλλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο, μπαχάρι, πιπέρια, βανίλιες, και άλλα είδη από τις αποικίες Ευρωπαϊκών χωρών στην Ασία και στην Αφρική.

Τον μπάρμπα Λιά τον θυμόμαστε με την ολόσωμη κάτασπρη ποδιά του μπακάλη, με τα γυαλιά του κατεβασμένα χαμηλά, και το μπλοκάκι με το μολύβι στο τσεπάκι, και μ εκείνο το πλατύ χαμόγελο που το χάριζε απλόχερα σε πελάτες και μη! Στο μαγαζί τακτοποιημένα όλα, με σειρά βαλμένα. Στα ξύλινα ράφια ήταν τα συσκευασμένα εμπορεύματα, τα αρωματικά σαπούνια, οι κολόνιες, οι σκόνες, οι χλωρίνες, τα ποτά σε μπουκάλια. Οι κομπόστες, οι κονσέρβες με κρέας, ψάρι, ο μπελτές, οι μπάμιες σε κονσέρβα, ήταν όλες βαλμένες όμορφα, κάθε είδος σε σχήμα πυραμίδας, κι από δίπλα τα μπαχαρικά. Σε ένα ντουλάπι – πρώτη μόστρα ήταν τα μεγάλα γυάλινα βάζα με τις κάθε λογής χύμα καραμέλες και γλειφιτζούρια, σε άλλο διάφορα πολύχρωμα και με πολλές γεύσεις λουκούμια, σε ένα σακούλι τα στραγάλια με ένα κρασοπότηρο για μέτρο, και δίπλα τους περίμεναν καρτερικά να γεμίσουν τα «χωνάκια», φτιαγμένα από εφημερίδα! Σε χαρτόκουτα ήταν οι σοκολάτες του «πενηνταράκιου, του φράγκου και του ταλίρου», δίπλα οι «τύχες» με τις χαλκομανίες, οι γκοφρέτες με τις «κάρτες» που μαζεύαμε με μανία, και μπισκότα σκέτα και γεμιστά. Στις αποθήκες και στα υπόγεια ήταν τα ντεπόζιτα με λάδι, οι νταμιζάνες με χύμα φωτιστικό οινόπνευμα, κρασί, τσίπουρο, κονιάκ, τα βαρέλια με τις αητονυχολιές, το παχνί για τις ψιλολιές, φωτιστικό πετρέλαιο για την λάμπα και τις απαραίτητες εντριβές, σιδερένια βαρέλια με σπίρτο για σαπούνι και πλύσιμο. Φυσικά δεν έλειπαν οι φάκες, τα δοκάνια, και πιο πέρα παραμόνευαν και τα γατιά για να πιάνουν και κανά ποντίκι!

Στο ψυγείο με την βιτρίνα ήταν όλα τα τυριά και τα σαλάμια, εκείνα με το χοντρό πιπέρι, τα λουκάνικα, σε ξύλινα κουτιά οι ρέγκες, γιατί η φασολάδα ήθελε τη ρέγκα της! Από δίπλα ο μπακαλιάρος σε μεγάλα φελιά κάτασπρα στο αλάτι, γιατί τα αγριολάχανα ήταν βρασμένα, και τα κάρβουνα το βράδυ στο τζάκι ήταν έτοιμα να τον υποδεχτούν όπως ήταν με το αλάτι του! Αλλά και ο αλευροσκορδοχυλός που φτιάχνανε τακτικά για να τυλωθεί η φαμελιά, κατέβαινε κατά κάτω καλύτερα με τη συνοδεία μπακαλιάρου! Σε τενεκεδένια κουτιά μέσα στο χοντρό ήταν αλάτι οι σαρδέλες, γιατί και η φακή ήθελε και τη σαρδέλα της! Κι έτσι με όλα αυτά μοσκοβόλαγε όλο το μαγαζί. Τα μακαρόνια και οι μανέστρες σε κιβώτια πουλιόντουσαν με το ζύγι, και τα υπόλοιπα που ήταν βαριά, όπως αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι, ρύζι, φακές, φασόλια, ρεβίθια, φάβα, ήταν στο δάπεδο δίπλα από την πλάστιγγα, σε πάνινα άσπρα σακιά, ή σε λινά τσουβάλια χύμα, και μια σέσουλα. Στον πάγκο του ταμείου που γίνονταν όλοι οι λογαριασμοί ήταν η ζυγαριά με τα δράμια, στο συρτάρι τα λεφτά μαζί με το τεφτέρι που σημειώνανε τα βερεσέδια, που έπρεπε με την πρώτη ευκαιρία να ξεπληρωθούν να σβήσουν, και γι αυτό το φυλάγανε σαν «ευαγγέλιο», και το τηλέφωνο της γειτονιάς με το τριψήφιο νούμερο που καλούσες το τηλεφωνείο για να σε συνδέσει!

Τέτοιο καιρό ο κόσμος περίμενε να βρέξει για να βγει να μαζέψει τις «αητονυχολιές», τις «Καλαμών» γιατί γινόντουσαν πρώτες, μη τυχόν και τις χάσουν με κανέναν παγετό. Οι περισσότεροι τις διάλεγαν κατά ποιότητες αμέσως μετά το χωράφι και τις πουλούσαν απευθείας το ίδιο βράδυ στο μπακάλικο του μπάρμπα Λιά του Νικολούδη και αργότερα του γιού του Γιάννη, ή στους άλλους εμπόρους που αναφέραμε πιο πάνω, πλήν του «Μανάβη». Ήταν ολόχαροι γιατί ήταν τα πρώτα λεφτά που έπιαναν στην αρχή της παραγωγής, και έπρεπε με αυτά πρώτα να ξεπληρώσουν τα καλοκαιρινά βερεσέδια του σπιτιού για να καθαρίσουν τα τεφτέρια στα μαγαζιά, και μετά ψώνιζαν ό,τι περίσσευε. Πούλαγαν ένα κοφίνι ελιές και γέμιζαν δύο με ψώνια, και γυρνώντας στο σπίτι πήγαιναν στο εικόνισμα να κάνουν τον σταυρό τους, να ευχαριστήσουν τον Θεό που πέρασε άλλη μια μέρα με υγεία, αλλά και γι αυτά που μπόρεσαν και έφεραν στο σπίτι!

Ο κόσμος εκτός από «αητονυχολιές» πούλαγε στον μπάρμπα Λιά και καρπό από ψιλολιές για λάδι, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι. Αλλά και όλον τον χρόνο του πούλαγαν δικά τους προϊόντα, μπουκάλια της οκάς με λάδι, αυγά από τις κότες τους, φρέσκο γάλα σε μπουκάλια, βούτυρο φρέσκο από τα ζωντανά τους, σαπούνι σπιτικό κ.α! Στον χασάπη έδιναν λίγα σφαχτά τους για πούλημα, ή τα αντάλλασσαν με άλλο κρέας που δεν είχαν, και τα καλοκαίρια από τα χωράφια, τους κήπους και τα μποστάνια εφοδιάζανε τα μαγαζιά με όλα τα φρούτα και τα κηπευτικά. Όσοι είχαν μαλλιά από πρόβατα τα πούλαγαν στο εμπορικό του χωριού, στου Παυλάκου, και στους πλανόδιους εμπόρους, ή τα αντάλλασσαν με υφάσματα, είδη ραπτικής, και προικός! Πάντα το μεγαλύτερο μέρος της αξίας των προϊόντων που πουλούσαν το έπαιρναν σε εμπόρευμα. Ήταν καθημερινός ο αγώνας να γεμίσει το δόλιο το «κοφίνι», αλλά κούτσα κούτσα τα καταφέρναμε! Έτσι ήταν τότε η οικονομία, μια οικονομία μικτή, που λειτουργούσε με την αυτάρκεια του αγροτικού κόσμου σε βασικά είδη, με χρηματικές συναλλαγές για κάποιες αγοροπωλησίες , και με ανταλλακτική μορφή, μέσα από μια ανταλλαγή των αγροτικών προϊόντων με βιομηχανικά.

Κυλώντας τα χρόνια σαν το νερό που κυλάει στο ποτάμι και δεν γυρίζει πίσω, ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού αστικοποιήθηκε, οι καλλιέργειες και οι εκτροφές ζώων μειώθηκαν, περιορίστηκε η αυτάρκεια της χώρας ακόμη και σε προϊόντα που εξάγαμε, και έτσι μοιραία ήρθε η κάθε είδους εξάρτηση. Οι περισσότεροι από όσους έμειναν στα χωριά σταμάτησαν πολλές από τις πατροπαράδοτες παραγωγικές τους δραστηριότητες που γέμιζαν με αυτές τα σπίτια τους. Σήμερα ποιος σπέρνει, ποιος αλωνίζει, ποιος αλέθει, ποιος ζυμώνει, ποιος έχει κότες, γίδες, προβατίνες για το σπίτι, ποιος βάζει κήπους. Η ζωή άλλαξε δραματικά, οι ανάγκες αυγάτισαν, αλλά τα μεροκάματα οι μισθοί και οι συντάξεις χρόνια τώρα έχουν να φέρνουν τη χαρά στα χείλη την ώρα της πληρωμής τους. Ποιος δεν θυμάται κάθε Σαββατόβραδο που ο κόσμος χαρούμενος πληρωνόταν το βδομαδιάτικο, και τον πατέρα και την μάνα να γυρνάνε ολόχαροι στο σπίτι! Τώρα μόνο ντροπή μπορείς να αισθανθείς για την πλερωμή σου, αφού δεν φτάνει να γεμίσει το έρμο το καλάθι!

Κόσμος πάει κι έρχεται, αλλά δεν υπάρχουν πια τα πολύβουα μαγαζάκια της γειτονιάς με τους καλοσυνάτους μπακάληδες που υποδέχονταν τους πελάτες με τα αστεία τους, εκεί που γινόντουσαν οι βασικές συναλλαγές του κόσμου, που ήταν ο τόπος συνάντησης νέων γέρων και παιδιών, εκεί που τραγουδιόταν ο πόνος και ο καημός, εκεί που το γέλιο έπαιρνε την κούραση όλων. Κάποια άλλαξαν, τα περισσότερα έκλεισαν, και μαζί τους έκλεισε ένας κύκλος μιας όμορφης εποχής, ένας άλλος τρόπος ζωής! Στην νέα εποχή τα μικρά μπακάλικα της κάθε γειτονιάς έκλεισαν από την σαρωτική παρουσία και τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και των «μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ», και κάποια αντιστέκονται κάνοντας ό,τι μπορούν για να αντέξουν. Εκεί πια την πόρτα του καταστήματος δεν σου την ανοίγουν ευγενικά, ούτε σε υποδέχονται όπως παλιά οι μπακάληδες, ούτε ακούς το γνωστό «καλημέρα περάστε, τι κάνετε στο σπίτι»! Η πόρτα ανοίγει αυτόματα, και τον πρώτο που μπορείς να χαιρετήσεις με ένα νεύμα, είναι κανέναν υπάλληλο εταιρίας φύλαξης!

Ψωνίζεις χωρίς κουβέντες, μόνο μονολογείς και βρίζεις για την ακρίβεια! Σκυφτοί οι υπάλληλοι, και στο τέλος φεύγεις χωρίς την βαθιά υπόκλιση του μπακάλη, που και αυτή αντικαταστάθηκε από ένα ξερό, και τυποποιημένο «ευχαριστούμε», και όταν βγεις έξω λες «μα τι ψώνισα»; Όλος αυτός ο κόσμος που τον είχαμε ζήσει έντονα γιατί λειτουργούσε με αυτόν τον τρόπο, αναπόφευκτα έφυγε, και όλοι πέρασαν εύκολα στην μνήμη και στην καρδιά, αφού πρώτα αξιώθηκαν να μας χαρίσουν μοναδικές και ανεπανάληπτες στιγμές με το αγνό ενδιαφέρον, την ειλικρίνεια, τον σεβάσμιο χαιρετισμό, και την εγκαρδιότητα! Σίγουρα δεν θα ξαναζήσουμε με τέτοιους ανθρώπους, ούτε και πολλά από αυτά.

Όμως κάτι έμεινε να μας θυμίζει τέτοιες χρυσές εποχές! Αλλά αν θέλουμε να αντισταθούμε σε πράγματα που χάνονται και σε μνήμες που σβήνουν, το μόνο που μας απομένει είναι να στηρίξουμε τα μαγαζάκια του χωριού μας, όχι μόνο για την τοπική οικονομία, ή από βαθιά υποχρέωση στους συγγενείς και φίλους που τα δουλεύουν ακόμα, αλλά και για να μην χαθεί για πάντα η ιστορία, και όλα αυτά που την χαρακτήριζαν, η οικειότητα, το χαμόγελο, η αισιοδοξία, και η ανθρωπιά!

«Υγεία, καλή καρδιά, και όξω απ’ άδικο» έλεγε ο μπαρμπα Λιάς όταν τσούγκριζε το ποτήρι του! Τότε το μεγάλο κοφίνι του μπάρμπα Λιά γέμιζε με πολλά πράγματα, και ξεχείλιζε από το χαμόγελο και την αισιοδοξία! Όσο για το σημερινό καλάθι του νοικοκυριού ………… «όπου ακούς πολλά κεράσια, μικρό καλάθι βάστα»!

Υ.Γ: Η διεύθυνση του krokeai.gr αισθάνεται την υποχρέωση να ευχαριστήσει δημόσια όλους εσάς που μας ακολουθείτε και μοιραζόσαστε μαζί μας όμορφες αναμνήσεις! Σας ευχόμαστε υγεία και μακροημέρευση!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.