«Αχ και να ερχόταν για λίγο ο χειμώνας και η πείνα του 1942! Τότε θα βλέπατε»!

γραφει ο Λούης .Γ.Σερεμέτης

Έτσι μας λέγανε πολλές φορές οι γονείς μας, όχι γιατί είχαν πεθυμήσει την κατοχή με τις συμφορές της, την πείνα, τις κακουχίες και τον θάνατο! Το λέγανε επειδή αγανακτούσαν κάθε φορά που στραβομουτσουνιάζαμε με τα φαγητά που δεν μας άρεσαν και πηγαίναμε στα κρυφά να τα ρίξουμε στα σκυλιά και τα γατιά! Μας καταλάβαιναν, μας τα έπαιρναν και τα κρεμάγανε στο κλουβί με την κρησάρα στην κόρδα, μέχρι να τα φάμε, μιλώντας μας συνέχεια για τα πεινασμένα παιδιά της κατοχής με την πρησμένη κοιλιά από την ασιτία, και για τους πεθαμένους στους δρόμους από την πείνα που τους κουβαλούσαν τα κάρα! Κάτι ανάλογο μας λέγανε και για τα ρούχα που μας έστελναν για βοήθεια οι συγγενείς από το εξωτερικό! Αν η μόδα εδώ δεν συμβάδιζε με του εξωτερικού, κάναμε τα μουτσουτσούνια μας τρομάρα μας, και μας λέγανε «μάθατε γδυτοί και ντρεπούσαστε ντυμένοι»!

Μέχρι τώρα για καλαμπούρι στις παρέες μιλάγαμε για «μαύρους χειμωνάδες», για «κατοχές με πείνα και στερήσεις» που θα έρθουν κλπ! Μόνο που το πράγμα απ΄ό,τι φαίνεται πλέον σοβαρεύει, αφού από επίσημα χείλη ακούμε για «δύσκολο χειμώνα που θα τον περάσουμε μαζί», και ότι «πρέπει να προετοιμαζόμαστε για σκληρό χειμώνα, γιατί θα μοιάζει με τον χειμώνα του ‘42»! Για να το λένε κάτι θα ξέρουν! Αλλά μήπως δεν το έχουμε καταλάβει κι εμείς από καιρό; «Το φίδι βλέπουμε, την σουρμή γυρεύουμε»;

Τελικά είναι βάσιμος ο φόβος ότι θα επιστρέψουμε σε αυτές τις εποχές, ή είναι παραμύθι; Μήπως έχουμε σχεδόν επιστρέψει; Αν συγκρίνουμε τις δύο περιόδους, θα δούμε ότι ο στρατός μας το ΄42 πολεμούσε ενάντια σε έναν ορατό εχθρό, πάνοπλο, που ήταν απέναντί του και τον έβλεπε, και ο λαός σύσσωμος αντιστεκόταν με κόστος τις εκτελέσεις αμάχων για αντίποινα, και τον θάνατο από τον λιμό εξ αιτίας του οικονομικού αποκλεισμού, ενώ σήμερα ο εχθρός είναι αόρατος, αλλά εξίσου σκληρός, και τα εγκλήματα αποτρόπαια.

Τα τελευταία χρόνια λόγω της φτώχειας και της ανέχειας άλλαξαν πολλά, και μαζί τους άλλαξε και ο τρόπος ζωής. Η φτώχεια , η πείνα, και η εξαθλίωση είναι ήδη εδώ, γεγονότα που μας σοκάρουν σαν λαό! Σκηνές με ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια, ο μισθός να μην φτάνει για όλο τον μήνα, η ανεργία να είναι στο κόκκινο, με νέους ανθρώπους να παρακαλάνε για μία δουλειά έστω και για λίγα λεφτά, άστεγοι σε παγκάκια και σε στοές, συσσίτια, κακή διατροφή, κατάθλιψη και αυτοκτονίες, δεν είναι πλέον μόνο στιγμές από το 1942! Αν βγούμε έστω για λίγο από τον μικρόκοσμό μας, αν ανοίξουμε την πόρτα μας και περπατήσουμε στους δρόμους , θα δούμε ότι δυστυχώς αυτά είναι και σκηνές του 2022!

Όπως μολογάγανε οι παλαιοί, ο χειμώνας του 1941 – ΄42 ήταν ο χειρότερος χειμώνας, γιατί ανάμεσα στα άλλα ήταν και άβροχος και δεν έγιναν τα γεννήματα για να έχουν στάρι, ούτε λάδι είχαν οι διψασμένες ελιές, τα αγριόχορτα δεν έφταναν για όλους, και τα περισσότερα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα τα άρπαξε ο στρατός της κατοχής! Έτσι λοιπόν έλειπαν τα βασικά για την επιβίωση, και κόσμος πέθανε για μια μπουκιά ψωμί, και έναν κόμπο λάδι! Πολλοί τότε από τις πολιτείες που υπέφεραν περισσότερο, πούλησαν τις περιουσίες τους και τα χρυσαφικά για λίγο αλεύρι και λάδι για να γλιτώσουν, και άλλοι, αναγκάστηκαν να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία στα χωριά, και στο δικό μας, για να ζήσουν!

Κύλησαν τα χρόνια και τα ίδια λέγαμε κι εμείς για πλάκα στα παιδιά μας για το φαγητό, γιατί ενώ είχαν τα πάντα, προτιμούσαν πολλές φορές να μην φάνε, επιδιώκοντας να λυγίσουν οι μανάδες και να τους κάνουν ιδιαίτερα φαγητά, και πάντα το πετύχαιναν! Σήμερα πια δεν υπάρχει το κλουβί με την κρησάρα, ούτε κόρδα για να κρέμεται! Πολλοί τα περισσεύματα αρνούνται να τα βάλουν στο ψυγείο, ή να τα ξαναζεστάνουν, οπότε ή πάνε στα σκουπίδια, ή ταΐζουμε αβέρτα τα αδέσποτα! Κάποτε αν το κάναμε αυτό θα μας λέγανε, «άντε ρε κι έννοια σας, θα σας τα κάνει ο Θεός χαράμι και θα λιμάξετε και το ψωμί»!

Αν όπως λένε ακριβύνουν κι άλλο τα τρόφιμα, κάτι θα βρούμε να φάμε! Θα γυρίσουμε στις παλιές συνήθειες και στα φαγητά μιας άλλης εποχής, σε τραχανοχυλοπίτες, αλευροχυλούς, κουταλίδες, σκορδομακάρουνα, κλπ. Αλλά αν ακριβύνει κι άλλο το ρεύμα, ή μας το κόβουν συχνά, ή αν γίνει το ίδιο με τα καύσιμα, τι κάνουμε; Θα παραδοθούμε; Όχι! Αν κοιτάξουμε τα ράφια, τους τοίχους, τα κατώγια, θα δούμε κρεμασμένο και γυαλισμένο το αναχρικό μιας άλλης εποχής, που ίσως έχει έρθει η ώρα να το χρησιμοποιήσουμε και πάλι!

Αντί για το πλυντήριο που είχαμε συνηθίσει, θα πάμε στο ξύλινο σκαφίδι ή από λαμαρίνα. Στην μπουγάδα με το χέρι και τον κόπανο, με την αλισίβα και το άσπρο σαπούνι που θα φτιάχνουμε από τα τηγανόλαδα που τώρα πετάμε στους νεροχύτες. Αντί για στεγνωτήριο θα έχουμε την λιάστρα με τα σύρματα, ή τα κλαδιά της φράχτης όπως παλιά! Η σκάφη πλυσίματος παλιά χρησίμευε και σαν μπανιέρα, αφού τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν μπάνιο, και τις περισσότερες φορές περίμεναν να πέσουν τα παιδιά για ύπνο για να κάνουν κάθε Σάββατο οι μεγάλοι μπάνιο δίπλα στο τζάκι, αφού το «μέρος» έμπαζε κρύο, και ήταν στην άκρη της αυλής. Το τζετζέρι λοιπόν για ζεστό νερό μόνιμα πάνω στην στόφα, και λούσιμο και μπάνιο με σπιτικό σαπούνι με το κατσαρολάκι, κι ας τσούζουνε και τα μάτια!

Για σιδέρωμα θα έχουμε το σίδερο με τα κάρβουνα, που το προλάβαμε μέχρι τη δεκαετία του 1970! Δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα οι νοικοκυρές από το «βαποράκι» όπως το λέγανε, εμείς το λέγαμε και «καρχαρία», αφού ανοιχτό φαινόταν σαν τα δόντια του καρχαρία. Τα ξυλοκάρβουνα «χώνευαν» στο εσωτερικό του, ζέσταιναν την πλάκα, και όταν έπεφτε η θερμοκρασία το άνοιγαν και το κουνούσαν πέρα δώθε σαν τον παπά με το θυμιατό, ξανάναβαν τα κάρβουνα και συνέχιζαν! Πάντως όλοι είχαν να κάνουν με τις τσακίσεις σε παντελόνια φούστες και πουκάμισα, που ήταν κοφτερές σαν το σπαθί!

Σαν εναλλακτική λύση στην ψύξη θα πάμε αναγκαστικά στο ψυγείο πάγου, που ήταν η «επανάσταση»! Του βάζαμε κολώνες πάγου που τις αγοράζαμε από το παγοπωλείο του μπάρμπα Μήτσου του Γορανίτη που τις έφερνε από την Σπάρτη από το παγοποιείο του Βαρζακάκου! Ένα τέταρτο της κολώνας χωρούσε, τόσο έπαιρναν όλοι, και εκεί συντηρούσαμε μερικές μέρες παραπάνω τα νωπά τρόφιμα, και πίναμε και κρύο νερό! Τώρα αν φτάσουμε στο σημείο να μην βρίσκουμε πάγο, θα κατεβούμε στα κατώγια να βάλουμε σε λαήνες την γλίνα και το τυρί, θα πίνουμε δροσερό νερό από την βίκα, και θα ξανακρεμάσουμε το κλουβί με την κρησάρα που εμπόδιζε τις μύγες από τα φαγητά, που το ρεύμα του αέρα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες διατήρησης από τον στάσιμο αέρα του ντουλαπιού, έως 24 ώρες. Εμάς το κλουβί μας το είχε φτιάξει ο μπάρμπα Πότης ο Καραχάλιος, το κρεμάγαμε στο πιο κρύο δωμάτιο, ή στο διάδρομο δίπλα από το εικόνισμα!

Για το φως πάλι …. έχει ο Θεός! Παλιά το επισημότερο φωτιστικό ήταν η λάμπα πετρελαίου που την είχαν στην «σάλα», και την άναβαν άμα ερχόντουσαν μουσαφιραίοι. Εμείς την γνωρίσαμε σαν εφεδρικό φωτισμό όταν κοβόταν από την κακοκαιρία το φως. Όταν κοβόταν το φως ήταν η καλύτερή μας! Η λάμπα με το φυτίλι στο «καθαρό πετρέλαιο» μέσα στο δοχείο ήταν και ένα παιχνίδι για εμάς τα πιτσιρίκια, πολύ επικίνδυνο, και πάντα μας είχαν έγνοια! Σηκώναμε το φυτίλι με την ροδέλα, δυνάμωνε το φως, αλλά μας μάλωναν και για την οικονομία στο πετρέλαιο, αλλά και γιατί μαύριζε το γυαλί, και υπήρχε ο κίνδυνος να σπάσει από τη πολλή ζέστα, και να πάρει και φωτιά το σπίτι και να «μείνουμε στους πέντε δρόμους» όπως λέγανε. Στις γιορτές και στα γλέντια που κάνανε στα σπίτια τις κρεμούσαν στον τοίχο, και αυξομειώνοντας τον φωτισμό δημιουργούσαν και μια ρομαντική ατμόσφαιρα! Στις ταβέρνες και στα καφενεία χρησιμοποιούσαν και λάμπες «Λουξ» με υγραέριο ή πετρέλαιο, που έβγαζαν δυνατό και άσπρο φως.

Αν ακριβύνουν τα καύσιμα και δεν κυκλοφορούν αμάξια για να σαλτάρουμε να αρπάξουμε την ρεζέρβα με το πετρέλαιο και την βενζίνα, όπως κάνανε στην κατοχή με τα Γερμανικά αυτοκίνητα, αναγκαστικά θα πάμε στο λυχνάρι με το λυχνοστάτη του, το φωτιστικό καθημερινής χρήσης, αφού το μόνο που θέλει είναι λάδι και το φυτίλι! Έκαιγε ασταμάτητα στο χειμωνιάτικο που περνούσαν πολλές ώρες, αλλά και στις καμαρούλες που ήταν τα μικρά παιδιά και οι γέροι. Θα έχουμε και το καντήλι στο εικόνισμα για να φέγγει όταν σηκωνόμαστε να πάμε την νύχτα στο «μέρος»! Για τα βράδια όταν βγαίνουμε έξω από τα σπίτια, θα χρησιμοποιούμε το φανάρι με λάδι. Με αυτό παλιά κυκλοφορούσαν στους δρόμους, πήγαιναν τον χειμώνα αχάραγο για αγκίστρια, και στα μποστάνια να ποτίσουν όταν τους έδινε νερό ο «νεροφόρος». Πολλοί τις νύχτες με το φαναράκι κάνανε μεγάλες πλάκες στους αλαφροΐσκιωτους!

Για το μαγείρεμα έχουμε το τζάκι, τη σόμπα, τη στόφα, όλα με ξύλα, όσο ο καιρός το επιτρέπει. Θα κατεβάσουμε από τα ράφια και τους τοίχους την μασιά και την τσιμπίδα για τα κάρβουνα, την σιδεροστιά για να ακουμπάμε πάνω το τζετζέρι , το πήλινο τσουκάλι, την αλουμινένια κατσαρόλα, το χαλκωματένιο τηγάνι. Παλιά οι πιο καλοστεκούμενοι είχαν τις γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο, μετά ήρθαν τα πετρογκάζ, οι σόμπες με ξύλα για να μαγειρεύουν και στην κατσαρόλα, και οι στόφες με τον φούρνο για να ψήνουν κρέας με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες, πεντανόστιμα φαγητά, «λουκούμι»! Αυτό που μας έχει μείνει είναι η νοστιμιά του ψητού αρνιού στον φούρνο, οι τηγανιτές πατάτες στο τζάκι, και η κοτόσουπα που σιγόβραζε όλη την νύχτα στην θράκα! Ήρθε η ώρα να τα ξαναγευτούμε!

Για το μαγείρεμα το καλοκαίρι, στην άκρη της αυλής θα ξαναφτιάξουμε την «μαγερίστρα, ένα χώρο απαγκερό από τον αέρα, με πέτρες για να κάθονται τα μαγειρικά σκεύη, και εκεί θα μαγειρεύουμε τα πάντα! Ξύλα υπάρχουν!

Η θέρμανση του φτωχού είναι το τζάκι, η σόμπα, και η στόφα, όλα με ξύλα. Παλιά πυρωνόμαστε καλά, βάζαμε και το κεραμίδι να κάψει για τα πόδια, το τυλίγαμε με εφημερίδες, και τρέχαμε βολίδα στο στρωμένο! Τα ρούχα ήταν βαριά και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πλευρό, μάλλινες κουβέρτες, μπατανίες, βελεντζόνια από τραγίσιο μαλλί που μας γαργάλαγαν στα μούτρα. Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα! Στο πολύ κρύο, στη μέση του δωματίου μπορεί να μπει και το μαγκάλι με κάρβουνα από το τζάκι, αλλά θέλει προσοχή γιατί τα «αχώνευτα» κάρβουνα βγάζουν δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, και στον ύπνο ξεκληρίζονταν ολόκληρες οικογένειες, χωρίς να το καταλάβουν!

Όλο αυτό που μοιάζει με φανταστικό σενάριο, θα μπορούσε να είναι ένα εναλλακτικό σχέδιο, το «plan b», για να αντιμετωπίσουμε τον βαρύ «χειμώνα του ΄42» που καταφθάνει!

Έτσι λοιπόν, οικονομικά, ρομαντικά, ζεστά και ανθρώπινα θα μπορούσαμε να περάσουμε τον χειμώνα του 2022, ογδόντα ολόκληρα χρόνια από τον χειμώνα του 1942! Όσο λοιπόν αντέχει ακόμα το σαρκίο μας θα μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι παρέες, θα τρώμε και θα πίνουμε ό,τι έχουμε, και θα περνάμε καλά με ό,τι διαθέτουμε! Όσο ακόμα δεν μας έχει πιάσει η άνοια, θα μαζευόμαστε σαν τα «γεροκούτσουρα» γύρω από το φόκο ή την σόμπα, και θα λέμε τον πόνο μας, γιατί μόνο εμείς οι γέροι μείναμε αφού τα παιδιά δεν είναι κοντά μας πλέον για να ακούσουν τέτοιες ιστορίες, που δυστυχώς όπως φαίνεται θα επαναλαμβάνονται σαν τραγωδία! Και αφού τυλωθούμε, ζεσταθούμε, και ξεπλύνουμε την γλώσσα μας, ο καθένας θα τραβάει για το κονάκι του, για να κουκουλωθούμε πατόκορφα με τα βελεντζόνια, αγκαλιασμένοι, ή και μόνοι, και με την προσευχή να ξημερωθούμε καλά!

Καλό Σαββατοκύριακο λοιπόν, και καλό χειμώνα του 2022 ……. με πολλές αντοχές!!!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.