«Για όλον τον κόσμο ξημερώνει ο Θεός»! Ο πλανόδιος μανάβης! Ο καθημερινός αγώνας, και η βιοπάλη στο χωριό!

Πέτρος Μιχαλαρέας, και Σοφία Κατάβολου! Ποιοτικές δοσοληψίες με κολοκυθάκια από του Λάγιου, την δικαιοσύνη στην παλάντζα, και την αναμνηστική πόζα! Φωτογραφία Πέτρου Λιακάκου!

του Λουη Σερεμετη

Τέτοια εποχή, από τα ξημερώματα, ακούγονταν στο χωριό οι φωνές των πλανόδιων μανάβηδων, ντόπιων και από διπλανά χωριά, που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους! «Αγγουρόπουλα και κολοκυθόπουλα, αγκινάρες, κουκιά, φρέσκα φασολάκια και ολοδρόσερα βλίτα από του Λάγιου», φώναζαν ο μπάρμπα Νίκος ο Θεράπος, ο μπάρμπα Μιχάλης ο Πολυμενάκος, και ο μπάρμπα Πέτρος ο Μιχαλαρέας. Ερχόντουσαν το χάραμα με τα πόδια και με τα γαϊδουράκια καταφορτωμένα λαχανικά της εποχής! Φώναζαν και τα κακόμοιρα τα ζα μαζί τους, σαν να ήθελαν και αυτά να συμπληρώσουν κάτι, ή να δηλώσουν το στίγμα της δικής τους παρουσίας πρωί πρωί, ειδικά άμα μυρίζονταν κοντά κανένα γάιδαρο ή καμιά γαϊδούρα, αφού ήταν και η εποχή των ερώτων τους!

Τίμιοι βιοπαλαιστές οι περιφερόμενοι μανάβηδες, λίγα και σταράτα ήταν τα λόγια τους! «Δουλειά, τιμιότητα, και δικαιοσύνη»! Κρατούσαν περήφανα την παλάντζα ή το καντάρι τους, το ζύγισμα ήταν δίκαιο, πάντα πρόσβαρο, και αν είχαν και παραγινωμένες ντομάτες έδιναν και από δύο στις γυναίκες για φρέσκια σάλτσα, ή για τον καγιανά. Την αγορά του χωριού την στόλιζαν με την παρουσία τους οι παραδοσιακοί καταστηματάρχες, αλλά και οι πλανόδιοι μανάβηδες, παραγωγοί και μικροπωλητές , ντόπιοι, και από αλλού!

Συνυπήρχαν τότε αρμονικά και ειρηνικά, χωρίς καταγγελίες, κυνηγητά και αστυνομίες, όλοι! Και οι έμποροι που είχαν μαγαζιά, και οι πλανόδιοι, και ιδιαίτερα οι μανάβηδες! Και ο κόσμος εξυπηρετούταν, και αυτοί έβγαζαν τα καλοκαιρινά έξοδα του σπιτιού τους! Για όλους τότε υπήρχε δουλειά και ψωμί, «για όλον τον κόσμο ξημερώνει ο Θεός» λέγανε, κάνοντας κάθε μέρα τον σταυρό τους!

Γεωτρήσεις δεν υπήρχαν τότε στο χωριό για να καλλιεργούνται συστηματικά όπως αλλού κηπευτικά , γιατί κάποιος γεωλόγος που τον είχε φέρει ο στρατηγός Κώστας Παναγάκης την δεκαετία του ’60 επί τούτου για να γνωματεύσει, είχε αποκλείσει κατηγορηματικά την ύπαρξη υπόγειων νερών, παρά την μορφολογία του εδάφους, και παρά το ότι παντού υπήρχαν πηγάδια! Όπως αποδείχτηκε αργότερα, εξ αιτίας του ο τόπος έμεινε πολλά χρόνια πίσω, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε έγιναν δειλά δειλά και οι πρώτες γεωτρήσεις στο «Χλιό νερό» και στις «Μανουσιές», όλες με αρτεσιανό νερό, και άρχισε ο κόσμος να φυτεύει πορτοκαλιές και κηπευτικά για εμπόριο, ξεφεύγοντας έτσι από την μονοκαλλιέργεια της ελιάς!

Μποστάνια τότε είχαν οι Λεβετσοβίτες όπου υπήρχαν πηγάδια, και όπου περνούσαν ποτάμια, στους «Μύλους», στην «Λουμπάρδα», στην «Παναγιά», και στο «Χανιώτικο ποτάμι »! Από αυτά τα μποστάνια του χωριού έφερναν τέτοιο καιρό και πουλούσαν μαναβική με τα γαϊδουράκια τους από τα «Κουβαρακιάνικα» και ο μπάρμπα Αντώνης ο Κατσέτος με τα παιδιά του Μίμη και Παναγιώτη, μαθητές ακόμη, και προμήθευαν και τον μπάρμπα Κώτσο το «μανάβη», τον Καράντζαλη! Άλλοι Λεβετσοβίτες πούλαγαν από τους «Κάμπους» σύκα, σταφύλια, σταφίδες, αχλάδια, αρωματικές κοντούλες, κρυστάλλια για γλυκό του κουταλιού, νεράχλαδα.

Τα απογεύματα σε κάθε γωνία της πλατείας έξω από τα καφενεία, είχαν το πόστο τους ο μπάρμπα Δημητράκης ο Νικολούδης (Εγγλέζος), μαζί με τον μπάρμπα Νίκο τον Λιντζέρη (τον Κουτσό), ο μπάρμπα Νίκος ο Γορανίτης (Ματσάτσος), ο Παναγιώτης ο Κλώνης (Ποταράκος), και ο μπάρμπα Μίμης ο Παντελεάκης (Γενάρης). Ο καθένας με τον δικό του τρόπο και την χαρακτηριστική του φωνή, ή με κανέναν ντελάλη, διαλαλούσαν τη δικής τους πραμάτεια από τους «Μύλους», το καρπούζι, το πεπόνι, το αγγούρι, το κολοκύθι, το φασολάκι, όλα χωρίς ορμόνες! Μόλις ξεπούλαγαν, η βραδιά έκλεινε σε καμιά ταβέρνα, για το μισοκιλάκι το κρασί με λίγο μεζέ!

Ντόπιοι πλανόδιοι μεταπωλητές μαναβικής, όχι παραγωγοί, ήταν και ο Νίκος Ζαμπέλης με το κάρο του που πούλαγε την άνοιξη σφαράγγια και οβριές, και το καλοκαίρι μαυρόχορτα που έβγαιναν στα χωράφια τέτοιο καιρό, και φραγκόσυκα, και ο Νίκος ο Σίκαλης με το καρότσι του μόνο καρπούζια και πεπόνια, που ξελαρυγγιαζότανε φωνάζοντας «είναι κρύο είναι μπούζι το πεντάγλυκο καρπούζι», και «μέλι το πεπόνι»!

Και βέβαια να μην ξεχάσουμε και τον Στράτη τον Γραμματικάκη (Μαστρονικάκη), με την διαπεραστική φωνή του «φρέκαααα», και τα κορναρίσματα με το κόκκινο αγροτικό που γύριζε όλο το χωριό, αλλά και πιο πριν με το θρυλικό τρίκυκλο μηχανάκι του, που μπορεί να βογκούσε στην ανηφόρα και στο ίσιωμα, αλλά έδινε τα ρέστα του στις κατηφόρες το «άτιμο» όπως το έλεγε!

Ερχόντουσαν και από άλλα μακρινά μέρη παραγωγοί, με τα κάρα, και με αγροτικά αυτοκίνητα από την Αρκαδία με πατάτες, σκόρδα, πράσα, μήλα και άλλα φρούτα και λαχανικά. Από Άρνα, Κωτσαντίνα, Κουρτσούνα, και Αράχωβα, έφερναν κάστανα, καρύδια, μήλα φιρίκια, και κεράσια λαχταριστά! Από την Στεφανιά φέρνανε πορτοκάλια, μανταρίνια, και λεμόνια ζουμερά, από την Σκάλα ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, αντίδια, αγγούρια, σέλινα, και από τα Βάτικα τα ονομαστά κρεμμύδια.

Οι νοικοκυρές είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με όλους τους εμπόρους, και τους γυρολόγους, και ειδικά με τους πλανόδιους μανάβηδες. Πολλοί πλανόδιοι μανάβηδες τύχαινε να είναι πατριώτες με αρκετές γυναίκες που είχαν έρθει νυφάδες στο χωριό, «τα ξενάκια» όπως τις έλεγαν όταν τις αντίκριζαν, και δεν παρέλειπαν να λένε στους άντρες τους ότι πήραν τις καλύτερες κοπέλες του χωριού, και να τις προσέχουν σαν τα μάτια τους! Τους έφερναν νέα από τις οικογένειές τους, μαζί με φιλέματα από τους γονείς τους, και αυτές σε ανταπόδοση τους έστελναν με τους μανάβηδες τα δικά τους δώρα για χαιρετίσματα!

Τους ήξεραν προσωπικά αφού είχαν τακτικό πέρασμα, και τους περίμεναν με αγωνία να φανούν μια φορά την βδομάδα, γιατί εκτός από αυτά που αγόραζαν, «διψούσαν» και για πληροφόρηση! Ήξεραν ότι η πληροφορία αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν μεταδίδεται γρήγορα! Οι γυναίκες που τις είχε φάει η κλεισούρα, και το «σπίτι- δουλειά», προσπαθούσαν με πλαγίους τρόπους να μάθουν τα νέα και τα νιτερέσια του καθενός και της καθεμιάς από την άλλη γειτονιά του χωριού, τι ψώνισε η φιλενάδα, αν άφησε ή αν πλήρωσε τα βερεσέδια της, και άλλες «ροζ», «πικάντικες», και γαργαλιστικές ιστορίες!

Έτσι απλά, ήσυχα αλλά ζωντανά, με ήρεμους ρυθμούς, κυλούσε η ζωή στο χωριό, απέχοντας πολύ από τις σημερινή, και υις συνήθειες! Η αγορά λειτουργούσε με απλούς και λιτούς νόμους, υπακούοντας σε γραφτούς και άγραφους κανόνες, με τους ανθρώπους της και με αυτά τα μέσα που είχαν στην διάθεσή τους, και με τα αγαθά που τους έφταναν και τους περίσσευαν κιόλας να δώσουν και σε όποιον είχε ανάγκη!

Όσο για τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» της τότε εποχής, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η άμεση επαφή των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου. Έσμιγαν στη δουλειά, στο σπίτι, στις γιορτές, στους γάμους τα βαφτίσια, στις κηδείες, στην ρούγα, στην αγορά, στο μαγαζί, αλλά και αυθόρμητα, ή τυχαία, κάνοντας αληθινές σχέσεις, φιλίες, συνοικέσια, συμπεθεριά, και κουμπαριές! Οι γυναίκες στις αγορές επιδίωκαν τίμιες συναλλαγές με τον επαγγελματία έμπορο, με τον κάθε γυρολόγο πραματευτή κάνοντας και τα παζάρια τους, αλλά η επαφή που δημιουργούσε μια ιδιαίτερη φιλική σχέση, που τη διέκρινε και η αμοιβαία εμπιστοσύνη, ήταν με τον πλανόδιο μανάβη!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.