«Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί κι αργείς να βασιλέψεις, σε καταργιέται η εργατιά και οι ξενοδουλευτάδες …»!

του Λουη Σερεμετη

Με αυτά τα λόγια σιγοτραγουδούσαν τα βάσανά τους οι γυναίκες, αργά και παραπονιάρικα, και οι άνδρες από δίπλα σιγοντάριζαν μουρμουρηστά για να διασκεδάσουν λίγο την κούραση στο χωράφι, τότε που το μεροκάματο ήταν «ήλιο με ήλιο»! Από τον Μάρτη και δώθε που η μέρα μεγάλωνε, ήταν ατελείωτη! Οι δουλειές στα χωράφια ήταν πολλές, τα μηχανήματα λίγα, αλλά αφού τα χέρια στην οικογένεια ήταν πολλά, έπρεπε να αξιοποιηθούν.

Σήμερα που ξεβοτανίσαμε το κρεμμύδι, το τραγουδήσαμε το τραγουδάκι, και θυμηθήκαμε παλιές ένδοξες στιγμές, και μια πονεμένη ιστορία για την σκληρή και πολύωρη δουλειά, και τα άκαρδα αφεντικά. Το ξεβοτάνισμα, (ο βότανος), ήταν μια απαραίτητη αλλά πολύ κουραστική δουλειά, ήθελε σκύψιμο και μπουσούλημα, ξεκίναγε από τα μέσα της άνοιξης, και ήταν ο μόνος τρόπος να βγάλουν τα ζιζάνια από τις καλλιέργειες.

Αυτήν τη δουλειά την έκαναν κυρίως γυναίκες, τις περισσότερες φορές με τα χέρια χωρίς γάντια, προσεκτικά, σαν κέντημα, για να μην βγάζουν μαζί και τα ωφέλημα φυτά. Πολλές γυναίκες που είχαν μεγάλη υπομονή και ήταν γρήγορες και προσεχτικές, ήταν περιζήτητες. Όταν μπλέκανε και παιδιά, τα πράγματα ανακατεύονταν λόγω βιασύνης και απροσεξίας !

Με το ξεβοτάνισμα από τα σπαρτά, (στάρι- κριθάρι- βρώμη- καλαμπόκι), βγάζανε την ήρα, τις κολιτσίδες, τους λιαμπίρηδες (σκληρά αγκάθια), γιατί αλλιώς έπνιγαν την σπορά, και ήταν βάσανο ο θερισμός τους που αρχίζει τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, τον «Θεριστή».!

Τα κηπευτικά θέλανε πιο συχνά ξεβοτάνισμα, και ειδικά στο κρεμμύδι γινόταν μόνο με το χέρι. Βγάζανε τσικνίδες, καλαμάγρα, μουχρίτσα, αγριάδα. Από την φακή και τον βίκο βγάζανε την αγριόβρωμη, το άγριο σινάπι, τη μικρή κολλιτσίδα, και πολλά αγκάθια, και υπήρχε και ο κίνδυνος να σε φάνε φίδια, που τα εύρισκες πάντα ζευγάρια, επειδή μαζεύονταν ποντίκια για τον καρπό της φακής και του βίκου που ακουμπούσε στο χώμα.

Ίσως και γι αυτόν το λόγο δεν την συμπαθήσαμε ποτέ την φακή σαν φαγητό, κι ας την λέγανε «το κρέας του φτωχού», κι ας μας έλεγε η θειά μας η Σταθούλα, Θεός σχωρέστην, «φάτε ρε φακή, έχει σίδερο»! Άλλο που δεν ήθελε ο Γιάννης ο σχωρεμένος για να την καλαμπουρίσει, οπότε ανακάτευε συνέχεια το πιάτο λέγοντάς της, «που είναι λω το σίδερο»;

Μερικά αγριόχορτα από τα ξεβοτανίσματα τα κουβαλάγανε το βράδυ σε σακιά, και ταΐζανε τα ζώα (κότες, γίδες, αρνιά, κουνέλια). Την ήρα όμως μας τεμπηχιάζανε* να την προσέχουμε και να μην την μπερδεύουμε με τα άλλα χορτάρια, γιατί αν την έτρωγαν οι γίδες και τα πρόβατα τρέκλαγαν σαν μεθυσμένα, και το γάλα που πίναμε μας έφερνε «γλάρα», νύστα!

Θυμάμαι τον πατέρα μου, Θεός σχωρέστον, που έλεγε ότι στην «παλιοκατάσταση», εκεί στην «κατοχή», ήταν τσοπανόπουλο, και μια φορά είχε ταΐσει με ήρα τα πρόβατα, και όταν τον ειδοποιήσανε να πάρει το κοπάδι του και να φύγει γρήγορα επειδή στο χωριό μπήκανε κάποιοι και πιάνανε κόσμο και κάνανε πλιάτσικο, τα έσπρωχνε να φύγουν γρήγορα, αλλά εκείνα πουθενά να προχωρήσουν, τρέκλαγαν και τον πρόλαβαν και του πήραν πέντε αρνιά!

Βότανος! Όλη μέρα σκύψιμο θολώνανε τα μάτια από το μπουσούλημα, πότε στις λάσπες, πότε στα ξερά σβώλια, και στ αγκάθια! Τριβόντουσαν τα γόνατα στις πέτρες, πονάγανε, και το βράδυ αρχίζανε τα γιατροσόφια. Tα τρίβανε με βαλσαμόλαδο, βράζανε πιπεριές καυτερές και φτιάνανε έμπλαστρο με το ζουμί τους, φτιάχνανε έμπλαστρα με κρεμμύδια, «αυγοσάπουνο» για να πάρουνε τον πόνο, αλλά την άλλη μέρα ξανά βότανος. Όσοι προλάβαιναν να γεράσουν λέγανε «μας έφαγε το μπουσούλημα, αυτό πλερώνουμε τώρα»!

Τα χέρια αγριεμένα, μόνιμα κομμένα και γεμάτα χαρακιές από το χώμα, γεμάτα αγκάθια, καταπράσινα από τα χορτάρια που δεν καθάριζαν για καιρό. Σήμερα λοιπόν όταν ήρθε η ώρα του καφέ στο χωράφι, και σηκώσαμε λίγο το κεφάλι από το ξεβοτάνισμα, μόλις αντικρίσαμε τα καταπράσινα χέρια μας, θυμήθηκα μια παλιά ιστορία. Μας την λέγανε όταν θέλανε να μας περιγράψουν πόσο σκληρές ήταν οι συνθήκες της δουλειάς στα χωράφια, πως τους φερνόντουσαν τα αφεντικά, και πως διάλεγαν τα αφεντικά τους εργάτες!

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ήταν μια αφεντικίνα, τσιφλικού από πατέρα τσιφλικά, με ελιές, αμπέλια, και κάμπους για σπαρτά! Μόνη της έφερνε βόλτα την περιουσία της βάζοντας πολλούς εργάτες, ήταν πολύ σκληρή, ονομαστή για την τσιγκουνιά της, «δεν έδινε ούτε την θέρμη της» και «αν σε φίλευε αυγό θα είχε βγάλει από μέσα τον κορκό», όπως λέγανε. Της άρεσε πολύ όταν την έλεγαν «Τούρκα», ή «κέρβερο». Παιδιά δεν είχε, και ο άντρας της δεν την άντεξε, την παράτησε, «πήρε των ομματιών του» και έφυγε εργάτης στην Αθήνα!

Κάθε μέρα πήγαινε στα χωράφια για να έχει προσωπική επίβλεψη επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στους επιστάτες και στους εργάτες, και τους έλεγε ότι θα πρέπει να την πολυχρονάνε που τους έδινε δουλειά κάθε μέρα! Τις πιο πολλές φορές παρακολουθούσε κρυφά από μακριά μη τυχόν και σηκώσει κανείς το κεφάλι για να πάρει μια ανάσα, και αν έβλεπε κάτι, το βράδυ που τους πλήρωνε τους έλεγε να ψάξουν να βρουν άλλο αφεντικό! Αν διαμαρτυρόταν κάποιος, σε κακολογούσε κιόλας, οπότε άντε να βρεις μετά άλλο αφεντικό!

Μια μέρα πήγε πολύ πρωί να επιβλέψει το ξεφύλλισμα στα αμπέλια της, και θα πήγαινε μετά στα σπαρμένα που ξεβοτάνιζαν. Όμως την είχε φάει η υποψία ότι δεν θα δούλευαν στο χωράφι που βοτανίζανε οι γυναίκες όσο αυτή έλειπε! Τι σοφίστηκε η ασταύρωτη! Αγόρασε από το μπακάλικο ένα γλυκό, πήρε και μια βίκα με νερό που την τύλιξε με ένα βρεγμένο σκουτί για να κρυώσει το νερό, και βρέθηκε στο χωράφι που βοτανίζανε τα σπαρτά, τάχα για να κεράσει την εργατιά της! Πήγε πάνω από τα κεφάλια τους εκεί που ξεβοτανίζανε και τους λέει: «Κοιτάτε τι σας έφερα εγώ! Ελάτε στον ίσκιο να φάτε γλυκό και να ξεδιψάσετε»!

Μόλις άκουσαν έτσι οι γυναίκες κάνανε τον σταυρό τους, και όλες «τις ζώσανε τα φίδια»! Η Γιώργαινα είπε «Παναγία μου, τι κακό θα μας βρει σήμερα»; Η Αποστολού αναρωτήθηκε «πως της ήρθε αυτό αφού δεν δίνει ούτε του αγγέλου νερό»! Η Νίκαινα υποψιάστηκε ότι «είναι μαλαγανιά για κάποιο καλόπιασμα»! Η Μίμαινα ότι «κάποια στεναχώρια θα περάσουμε αφού από το πρωί λαγγεύει το μάτι μου», και η Μαριώ, «κοριτσόπουλο σαν τα κρύα τα νερά», η νεώτερη από τις εργάτισσες, η πιο μορφωμένη που είχε πάει και στο Γυμνάσιο, είπε το αρχαίο ρητό «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», αλλά αφού δεν ήξεραν οι γυναίκες αρχαία Ελληνικά, τους το έκανε λιανά λέγοντάς τους «να φυλαγόσαστε από τέτοιους ανθρώπους ακόμα και όταν σας φέρνουν δώρα»!

Μόλις μαζευτήκανε στον ίσκιο, ρωτάει η αφεντικίνα: «Ρε γυναίκες, ποια έχει καθαρά χέρια να κόψει το γλυκό, να γλυκαθείτε μια στάλα, να πάνε κάτω τα φαρμάκια»; «Εγώ έχω καθαρά χέρια» είπε με καμάρι η Μαριώ, που θα μπορούσε να είχε σπουδάσει και να ήταν σε καμιά δημόσια υπηρεσία, με καλά ρούχα, ξεκούραστη, και να μην έχει κανέναν στο κεφάλι της! Όμως ένεκα η φτώχια την πάντρεψαν νωρίς την κακομοίρα, και νιόπαντρη όπως ήτανε, αντί για μήνα του μέλιτος η τύχη την έριξε να πάει για ξεβοτάνισμα στην γριά «Τούρκα»!

Την είχαν σαν κορίτσι τους οι μεγαλύτερες, νιόπαντρη σου λέει, και βάζανε και στο νου τους μπας και είναι γκαστρωμένη και δεν το ξέρει, γιατί είχε και κάτι αναγούλες. Την πρόσεχαν όσο μπορούσαν, δεν την άφηναν να σκύβει πολύ, και για να μην χάνει το μεροκάματο που τόσο το είχε ανάγκη, την έβαζαν να κάνει άλλες δουλειές, όπως να τους αδειάζει έξω τα χορτάρια από τα σακιά, και γι αυτό είχε τα πιο καθαρά χέρια η καψερή!

Αυτό όμως ήθελε να δει με το γλυκό η αφεντικίνα! Αφού έκοψε και μοίρασε το γλυκό ολόχαρη η Μαριώ, άνοιξε η αφεντικίνα το κομπόδεμά της και της είπε: «πάρε εδώ τα λεφτά σου εσύ με τα καθαρά χέρια, και ψάξε για άλλο αφεντικό»! Συνηθισμένο αυτό το φαινόμενο. Κόμπιασε η καψερή η Μαριώ από το «δώρο των Δαναών», πάγωσαν οι γυναίκες αφού από την αρχή παραξενευτήκανε με το «δώρο», και γιατί βγήκαν αληθινοί οι φόβοι όλων τους.

Πέσανε ήμαρτον, την χιλιοπαρακαλέσανε να μην την διώξει γιατί είναι αμαρτία, έχει ανάγκη, και ο Θεός θα της το ανταποδώσει το καλό που θα κάνει! Της εξήγησαν ότι δεν είναι τεμπέλα, απλά σήμερα είχε κάτι ζαλάδες και αναγούλες και της είπανε να μην σκύψει, και την στέλνανε να αδειάζει τα χορτάρια από τα σακιά τους! Αυτή όμως σκληρή και ανένδοτη τους είπε: «Αν είναι μικρή, κι αν είναι γκαστρωμένη δεν με νοιάζει καθόλου, να κάτσει σπίτι της. Εγώ πληρώνω για να δουλεύετε και όχι να ξυνόσαστε», και δίνει μια και έφυγε πιο πέρα!

Αλλάξανε οι καιροί, και από το μεροκάματο «ήλιο με ήλιο» εκείνων των χρόνων περάσαμε στο 8ωρο, κι εκεί που ονειρευόμαστε το 35ωρο την εβδομάδα, φτάσανε τα παιδιά μας να δουλεύουνε 70ωρο, και παρακαλετά, «και ό,τι προαιρείσθε»! Την σήμερον που γίνονται όλο και πιο άγρια τα πράγματα στα εργασιακά, δεν αποκλείεται να το «ξαναπιάσουμε» αυτό το τραγουδάκι, οπότε ας κάνουμε και καμιά πρόβα, τουλάχιστον να το τραγουδάμε γλυκά!

«Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί, κι αργείς να βασιλέψεις,
σε καταργιέται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες ….»!

*Τεμπηχιάζω: επαναλαμβάνω συνέχεια κάτι, με αυστηρό ύφος.


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.