Αρκαδία- Λακωνία- Αρκαδία! Η απαράμιλλη ομορφιά της εποχιακής μετακίνησης των κοπαδιών πάνω στις παραδοσιακές διαδρομές τους.

του Λουη Σερεμετη

Από παλιά, αυτές τις τελευταίες μέρες του Απρίλη που έχει ξυπνήσει για τα καλά η φύση, στα χωριά υπήρχε μια ιδιαίτερη αλλά όχι ασυνήθιστη κίνηση, κάτι που θύμιζε την βουή από την κίνηση μιας κυψέλης. Ήταν η ζωντάνια της Άνοιξης που φαινόταν έντονα και από τις προετοιμασίες του κόσμου! Ο καιρός είχε φτιάξει για τα καλά, και οι δουλειές πολλές που δεν περίμεναν!

Ειδικά αν πλησίαζε και το Πάσχα οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για τις γιορτές, οι άντρες βιαζόντουσαν να τελειώσουν τα οργώματα στα χωράφια και τα σκαψίματα στα αμπέλια, και οι μετακινούμενοι τσοπάνηδες ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τα χειμαδιά και να επιστρέψουν στα χωριά τους, στην ορεινή Αρκαδία, για να κάνουν Πάσχα στα σπίτια τους!

Τέτοιες μέρες λοιπόν πριν ξημερώσει, ξεκινούσε η μεγάλη επιστροφή στα βουνά, και ακούγονταν σαν μελωδία οι ήχοι των κουδουνιών, το μπέλαγμα των ζωντανών, και οι φωνές των τσοπάνηδων που συνόδευαν την πομπή! Η μετακίνηση των κτηνοτρόφων από τα ορεινά βοσκοτόπια στα χειμαδιά, και αντίστροφα, είναι μία πολύ παλιά συνήθεια. Οι τσοπάνηδες μετακινούσαν μαζικά τα κοπάδια τους προς τα ορεινά (το καλοκαίρι) και προς τα πεδινά, τα «χειμαδιά» (το χειμώνα).

Αυτή η μετακίνηση πότε στα ορεινά και πότε στα πεδινά ανάλογα με την εποχή, γινόταν προκειμένου να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες για τη διαβίωσή τους, τον ήπιο καιρό και την επάρκεια τροφής, επειδή ήταν πολλά και μεγάλα τα κοπάδια, και ήταν αδύνατη η εκτροφή τους σε έναν τόπο.

Για τον σκοπό αυτό είχαν χρόνια νοικιάσει χωράφια που είχαν μαντριά, λότζες, μποβέτες όπως τις λέγανε για να μένουν τα ζωντανά, και απαραίτητα είχαν και μια καλύβα, ή ένα μικρόσπιτο για την οικογένεια. Τα «λιβαδιάτικα», το μίσθωμα που έδιναν στους ιδιοκτήτες ήταν η σε λεφτά, ή το τυρί της χρονιάς, ή και αρνοκάτσικα!,

 Τον Οκτώβρη, κοντά στου Αγίου Δημητρίου ξεκινούσαν από τα βουνά προς τα χειμαδιά, πριν γεννήσουν τα ζωντανά, και τον Απρίλη κοντά στου Άι Γιωργιού, έφευγαν από τα χειμαδιά για τα ορεινά. Κάπως έτσι είχαν χωρίσει την περίοδο της κτηνοτροφίας οι τσοπαναραίοι. Η μετακίνηση αυτή σήμαινε και μετακίνηση ολόκληρης της οικογένειας μαζί με πολλά από τα υπάρχοντά της, και γινόταν με άλογα, μουλάρια, και γαϊδούρια για τη μεταφορά της οικοσκευής, αλλά χρησίμευαν και στην μεταφορά των παραγόμενων τυροκομικών προϊόντων. Πηγαινόφερναν ακόμη και τις κότες, τα κουνέλια και τα γουρούνια τους.

Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 η μαζική αυτή μετακίνηση γινόταν αποκλειστικά με τα πόδια και διαρκούσε αρκετές μέρες, αναλόγως των καιρικών συνθηκών. Οι άντρες οδηγούσαν τα κοπάδια και άρμεγαν τα ζώα στα λεγόμενα «κονάκια», τα οποία ετοίμαζαν ανάλογα με την περιοχή όπου πήγαινε το κοπάδι. Ήταν απαραίτητες οι ενδιάμεσες στάσεις και η διανυκτέρευση στα «κονάκια», όπως λέγανε τους ενδιάμεσους σταθμούς ξεκούρασης και φιλοξενίας των ζώων , ειδικά για το άρμεγμα, ή στα «Χάνια», που ήταν προσωρινά καταλύματα. Μία διαδρομή διαρκούσε μέχρι και τρείς μέρες.

Κάποιος έπρεπε να οδηγήσει το κοπάδι, και αυτό το έκανε το «γκεσέμι»! Το γκεσέμι είναι ο μπροστάρης. Είναι ο τράγος ή το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι, τα πρόβατα ή τα γίδια, το κοπάδι δείχνει τυφλή υπακοή, και ακολουθεί το γκεσέμι σε όποιο δρόμο το πάει. Ο τσοπάνης το είχε «καθαρίσει» όπως λέγανε, δηλαδή το είχε ευνουχίσει προορίζοντάς το για οδηγό, αφού αυτό έχει αυξημένες αρμοδιότητες και ευθύνες για να οδηγεί το κοπάδι με ασφάλεια! Γι αυτόν το λόγο το γκεσέμι δεν πρέπει να έχει το νου του στους έρωτες με τις γίδες και τις προβατίνες, όπως γίνεται με τα άλλα αρσενικά που ακολουθούν, τους επιβήτορες!

Τα κουδούνια ήταν κάτι σαν όργανα για μια μουσική συναυλία, που μαζί με την αγάπη και την φροντίδα για τα ζωντανά τους, και το σαλάισμα των τσοπανόπουλων, έδειχναν το μεράκι του τσοπάνη. Από τα παλιά χρόνια συναγωνίζονταν ποιος θα βάλει στο κοπάδι του  τα καλύτερα, τα περισσότερα, και τα πιο καλόηχα κουδούνια . Τα έφτιαχναν λίγοι χαλκοματάδες μάστορες, και πολλές φορές πήγαιναν και τα αγόραζαν από μακριά, όπου άκουγαν πως είχαν καλά κουδούνια, τα τροκάνια όπως τα έλεγαν. Έβαζαν στα πρόβατα και στα γίδια ντροκάνια, και στα γκεσέμια μεγάλα  κουδούνια, τις (μπουζούκες) , για να οδηγούν τα γιδοπρόβατα . Ήταν η μόνη διασκέδασή τους ακούγοντας τη μελωδία απ’ όλους αυτούς τους ήχους.

Κάθε δουλειά του τσοπάνη, όπως το βόσκημα, το ξεγέννημα των ζωντανών που δεν είχε ωράριο και γινόταν μέρα και νύχτα, το άρμεγμα, το τυροκόμημα, είχαν τις δυσκολίες τους, και σε ήθελαν διαθέσιμο κάθε στιγμή! Μια άλλη δύσκολη δουλειά της ποιμενικής ζωής ήταν ο «νυχτόσκαρος». «Νυχτόσκαρο» λέγανε το νυχτερινό βόσκημα των κοπαδιών τον χειμώνα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, σε κοντινή απόσταση από τη στάνη για καμιά δυο ώρες, επειδή τον χειμώνα η μέρα είναι μικρή, η νύχτα είναι μεγάλη, και τα ζωντανά πεινάνε, τα ζωντανά μπελάζουν, και θα είχε επιπτώσεις και στο γάλα.

Ήταν μια δύσκολη και σκληρή δουλειά ο «νυχτόσκαρος», καθώς ο τσοπάνης ήταν αναγκασμένος να ξυπνήσει και να σηκωθεί από το ζεστό στρωμένο του, και μέσα στο σκοτάδι και το κρύο να βγάλει τα ζωντανά για νυχτοβόσκημα. Συνήθως έβγαιναν δύο- δύο μαζί μέσα στα άγρια μεσάνυχτα οι τσοπάνηδες, άναβαν φωτιές για να ζεσταίνονται, αλλά και «χούγιαζαν» μέσα στην νύχτα για να μη ζυγώνουν οι λύκοι, και μαζεμένοι γύρω – γύρω από τη φωτιά έλεγαν τα βάσανά τους.

Η μετακίνηση της άνοιξης, η επιστροφή, ήταν μπελάς, ήθελε προσοχή να μην ξεφεύγουν δεξιά κι αριστερά τα ζωντανά, να μην ξεμένουν πίσω όσα γεννούσαν τα όψιμα αρνοκάτσικα στο δρόμο. Επίσης το «αναχρικό» όπως λέγανε την μεγάλη οικοσκευή τους ήταν πολύ, και γενικά ήθελαν πολλά χέρια και γερά πόδια για τέτοια πεζοπορία! Βοηθούσαν φίλοι και κουμπάροι στην μετακίνηση, οι προσφωνήσεις όπως «κουμπάρε» και «κουμπάρα» ήταν συχνές, εν τω μεταξύ τόσα χρόνια είχαν γνωριστεί από την καλή, οπότε είχε αναπτυχθεί μια γνωριμία αρκετή για να προχωρήσουν και σε κουμπαριές, που τις τιμούσαν όπως έπρεπε και με κάθε τρόπο!

Σύμφωνα με αυτά που μολογάει η πεθερά μου Νικολέτα Ηλία Γ Τακγλή – Κουμάνταρου από την Στεφανιά, ενθυμούμενη ακόμα τα βάσανά της από τις μετακινήσεις, την άνοιξη πριν γυρίσουν από τα «Ψηφιά» στην πατρίδα τους στον Μάναρη Αρκαδίας, φρόντιζαν πρώτα απ’ όλα να ξεπληρώσουν τα συμφωνημένα από την αρχή λιβαδιάτικα! Εξ άλλου είναι γνωστό το «μου το έφερε ο βλάχος το τυρί», που σημαίνει ότι έγιναν τα συμφωνημένα, όπως ακριβώς έπρεπε, χωρίς καμιά δυσάρεστη έκπληξη! «Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» έλεγε ο παππούς Ηλίας Ταγκλής και η γιαγιά Λιού! Έπρεπε την παραμονή να πιουν έναν καφέ και ένα ποτήρι κρασί με τους ιδιοκτήτες των λιβαδιών, να πουν «εις υγείαν κουμπάρε και του χρόνου να είμαστε καλά να ξανασμίξουμε», και με την βοήθεια των πολλών παιδιών που είχαν, φίλων και συγγενών να ξεκινήσουν για την επιστροφή!

Φόρτωναν όλα τα πράγματα στα ζα, και ξεκινούσαν αχάραγο! Η πρώτη στάση τους ήταν στα Λεβέτσοβα, στο «Χάνι του Σερεμέτη», του παππού του Γιάννη του Σερεμέτη για να πάρουν μια ανάσα τα ζωντανά και να τα ποτίσουν σε έναν χώρο που υπήρχε, να φάνε τα παιδιά και οι γυναίκες λίγο ψωμότυρο και από ένα λουκουμάκι με δροσερό νερό από το πηγάδι, και οι άντρες να πιούνε ένα μισόκιλο ντόπιο κρασί με εκλεκτό μεζέ, γλίνα και λουκάνικο με αυγά, ή τσίχλες παστές, και σε λίγο ξεκινούσαν.

Επόμενη στάση ήταν στην Τραπεζοντή, σε έναν χώρο πολύ μεγαλύτερο, «κονάκι», που σταματούσαν πολλά κοπάδια για να τα αρμέξουν και να περάσει η πρώτη νύχτα. Το γάλα ή το πουλούσαν επί τόπου, ή το τυροκομούσαν, και πολύ πρωί ξεκίναγαν για τον επόμενο σταθμό που ήταν ο χώρος των σχολείων στην είσοδο της Σπάρτης, όπου τα πρόβατα δύσκολα κρατιόντουσαν γιατί έπρεπε να βοσκίσουν, και όσα άρχιζαν αρνιά άρχιζαν να γεννιούνται τα έβαζαν στα ταγάρια και τα κρεμούσαν στα σαμάρια των μουλαριών για να συνεχίσουν. Το ίδιο γινόταν σε όλον τον δρόμο με τα ψιμάρνια που γεννιόντουσαν στον δρόμο!

Ο επόμενος σταθμός ήταν στους «118 στο Μονοδέντρι»! Εκεί καθόντουσαν περισσότερο, έβοσκαν τα πρόβατα, ξεκουράζονταν οι άνθρωποι, και κατά το μεσημέρι ξεκινούσαν. Άλλοι έκοβαν δρόμο ανατολικά από τον κάμπο της Αράχωβας, και άλλοι έκοβαν δυτικά κατά την Βλαχοκερασιά, για τον Μάναρη, ή για την Μεγαλόπολη, όλοι για τον τελικό προορισμό!

Είχαν πολλές δυσκολίες οι τσοπάνηδες σε κάθε φάση της ζωής τους, και έπρεπε να συνυπάρξουν αρμονικά με αρκετό ιδιότροπο κόσμο! Μερικοί ιδιοκτήτες από κακία ή για εκβιασμό για να πάρουν κάτι παραπάνω από τα λιβαδιάτικα, έβαζαν σκόπιμα εμπόδια με σπορές για να δημιουργήσουν πρόβλημα στο πέρασμα μιας στάνης από το ένα λιβάδι στο άλλο! Γινόντουσαν και ζημιές, και είχαν συχνά νταραβέρια οι τσοπάνηδες με τους αγροφύλακες, και πολλές φορές έρχονταν σε συμβιβασμούς για να μην πάνε στον «Ερνοδίκη» όπως τον λέγανε, πληρώνοντας τον «τζερεμέ», την αποζημίωση, πλήρωναν δηλαδή απευθείας ένα πρόστιμο και τελείωνε η υπόθεση. Πολλοί λέγανε ότι «ο βλάχος κι ο λαγός φίλοι δεν πιάνονται», αλλά αυτοί είχαν το πρόβλημα, αφού οι περισσότεροι τσοπάνηδες ήταν στρωτοί άνθρωποι, τίμιοι στις συναλλαγές τους, και γι αυτόν τον λόγο είχαν χρόνια στα μέρη, και γέρασαν μαζί με τα αφεντικά!

Πόσες φορές δεν ακούσαμε ότι «άμα δε μάθεις γράμματα θα σου πάρω μια στάνη με χίλια πρόβατα», αλλά δεν συγκινηθήκαμε! Ήταν κουραστική δουλειά, τα παιδιά βοηθούσαν όσο μπορούσαν! Γιορτές και καθημερινές, βρέξει χιονίσει, έπρεπε οι τσοπάνηδες να είναι παρόντες στην βοσκή και στο μαντρί. Άκουγες την φλογέρα , το «τσαφάρι» να παίζουν όλο τον καιρό, τους ζήλευαν, και μερικοί τους θεωρούσαν τεμπέληδες, και λέγανε σε κάποιον που δεν του άρεσε η δουλειά ότι «δεν κάνεις ούτε για τσοπάνης»! Όμως δεν ήταν έτσι αφού ήσαν δουλευταράδες!

Οι μετακινούμενοι τσοπάνηδες μετέφεραν γνώσεις, συνήθειες και πρακτικές του τόπου τους παντού όπου βρέθηκαν, και πρόσθεσαν σημαντικά στοιχεία που επηρέασαν θετικά την πολιτισμική ζωή του κάθε τόπου! Ήταν αγνοί άνθρωποι, από καλές οικογένειες, τα παιδιά ήταν σεβαστικά, αναγκασμένα κάθε μέρα να περπατούν αρκετά να πάνε στο σχολείο, και αφού έβλεπαν τις δυσκολίες που περνούσαν οι γονείς τους με τα γίδια ή τα πρόβατα, τα περισσότερα σπούδασαν και έγιναν λαμπροί επιστήμονες!

Οι κοπέλες που δεν σπούδασαν, βλαχοπούλες όπως τις έλεγαν, νοικοκυρές και πεντάμορφες που «κοκκίνιζε το μάγουλό τους σαν το μήλο», παντρεύτηκαν στο χωριό, έκαναν οικογένεια, και νοικοκυρεύτηκαν πολλά παιδιά που τις πήραν! Τελευταία δυο τρείς οικογένειες μετακινούμενων κτηνοτρόφων συνεχίζουν από πάππου προς πάππου να έρχονται, αλλά η μετακίνηση γίνεται με νταλίκες και συρόμενα, χωρίς κούραση και αγωνία, και σε λίγες ώρες!

Σήμερα με τις διάφορες ενισχύσεις έχει αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή τους και η μοίρα της κτηνοτροφίας, και με τη καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων (λιβάδια, υδάτινες πηγές κ.ά.) συμβάλλουν στην παραγωγή ποιοτικών αγροδιατροφικών προϊόντων. Στους κουμπάρους μας που ετοιμάζονται κι αυτοί να φύγουν μετά το Πάσχα για την Αράχωβα, ευχόμαστε υγεία, να πάνε στο καλό, όλα να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, καλές διαφορές να έχουν, και πρώτα ο Θεός, το «χεινόπωρο» πάλι εδώ! Καλό Πάσχα σε όλους, με υγεία!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.