γραφει ο Λουης Σερεμετης

Έτσι έλεγε η γιαγιά Μαριώ που είχε την πρώτη θέση στο φόκο γιατί την έπιανε πολύ το κρύο, και την λέγαμε χαϊδευτικά «Σταχτομπούτα», επειδή τα φουστάνια της ήταν γεμάτα στάχτες! Μας μάζευε κι εμάς γύρω της τις κρύες μέρες του χειμώνα, όπως αυτές τις παγωμένες μέρες και νύχτες που περνάμε τώρα! «Υποφέρει όλη η πλάση με τούτον τον παλιόκαιρο», χολογιότανε συνέχεια, και μας διηγιότανε ιστορίες με τα άγρια πουλιά που δεινοπαθούσαν και πολλές φορές πέθαιναν από το κρύο, για πονηρές αλεπούδες, και πεινασμένους λύκους.

Σκεφτόταν όλα τα ζωντανά, και τα άγρια, και τα ήμερα που είχαμε στο σπίτι, και τα φρόντιζε περισσότερο τέτοιες λοβές μέρες, να είναι στεγνά και καλά φαγωμένα. Έλεγε ότι «η μεγαλύτερη φτώχεια για μια οικογένεια είναι να μην έχει ξύλα για το τζάκι, λάδι, αλεύρι, και φάγνα για τα ζα»! Είχαν μαζέψει ξύλα από το καλοκαίρι, σανούς, άχυρα και καρπούς για τα ζωντανά, τα κασόνια ήταν γεμάτα με στάρι, και τα κιούπια γεμάτα λάδι! Τις φυλάγονταν τέτοιες μέρες και για τον εαυτό τους να μην αρρωστήσουν, γιατί «το κρύο μπαίνει με το σακί, και βγαίνει με το σουγκλί» όπως λέγανε! Όταν είχαν την υγειά τους, και επάρκεια απ όλα αυτά, ήταν πλούσιοι κι ευτυχισμένοι!

 Τότε δεν υπήρχαν πολλοί μετεωρολόγοι, ούτε μακροχρόνιες προγνώσεις καιρού, ούτε τηλεοράσεις και ίντερνετ, μόνο ραδιόφωνο να ακούσουν κανένα νέο, τον καιρό της άλλης μέρας, και κανά τραγούδι! Για τον καιρό εξέταζαν τα «μερομήνια» τον Αύγουστο, παρακολουθούσαν τα κοκόρια, και αν λαλούσαν μετά το βασίλεμα του ήλιου άλλαζε ο καιρός! Κοιτούσαν κατά που κοιτάει το σκυλί όταν ήταν κουλουρωμένο, αν οι γάτες «νίβονταν» όπως λέγανε, ερχόταν κακοκαιρία, τα πουλάκια αν έκαναν μπάνιο στις λούμπες πάλι ερχόταν κακοκαιρία, όταν ο βάτραχος κόαζε δυνατότερα από το συνηθισμένο τότε έρχεται καταιγίδα! Κάποια χειμωνιάτικα πουλιά, όπως μπεκάτσες, σπαζογερακίνες, καλιμάνες, τουρλίδες, ψαρούνια, όταν εμφανιζόντουσαν ερχόταν μεγάλη και σε διάρκεια και σε ένταση βαρυχειμωνιά! Αλλά όπως είπαμε ήταν όλοι έτοιμοι!

Συνήθιζαν τις κρύες μέρες να τρώνε φασολάδα με ρέγγα, ή ελιές ξυδάτες, ή τσακιστές πράσινες, ή παστολιές με θρούμπη.Τα κρύα βράδια λέγανε πως «απόψε είναι ότι πρέπει να ρουφήξουμε χυλοπιτούλες με τραχανούλι για να ζεσταθούμε»! Αυτό μας έχει μείνει αξέχαστο που λέγανε τακτικά τα βράδια, αλλά κυρίως τα κρύα βράδια του χειμώνα. Όταν ακούγαμε έτσι δεν μας καλοάρεσε, και ξινίζαμε τα μούτρα μας, αλλά δεύτερο φαγητό δεν έμπαινε στο τραπέζι, οπότε αν δεν έτρωγες δεν έκλεινε την νύχτα το μάτι! Όμως είχαν βρεί έναν τρόπο να τις κάνουν νόστιμες, και έτσι τις αγαπήσαμε τις χυλοπίτες!

Ο κόσμος συνήθιζε να αναζητάει να φάει κάτι βραστό και ζεστό, συνήθως μια ζεστή σούπα με χυλοπίτες και τραχανά, γλυκό ή ξινό, που ήταν ό,τι έπρεπε να ζεσταθούν και να απολαύσουν τις νοστιμιές που είχαν φτιάξει από το καλοκαίρι στα σπίτια οι νοικοκυρές, τότε που αλληλοβοηθιόντουσαν στις χυλοπίτες και τραχανάδες! Κάθε συνήθεια και κάθε ασχολία τότε, ειδικά σε μια αγροτική οικογένεια, ήταν μια ιεροτελεστία, μια γιορτή! 

Με το που έμπαινε η βαρυχειμωνιά, το τζάκι έκαιγε ασταμάτητα μέρα νύχτα, και μαζεμένοι όλοι γύρω του προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε, αλλά ο καθένας είχε και από ένα παλτό στην πλάτη γιατί τα πορτοπαράθυρα έμπαζαν και έκανε ρεύμα, γι αυτό λέγανε «μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα»! Κούτσουρα υπήρχαν, ήταν από τις πρώτες φροντίδες τα ξύλα για το τζάκι και την στόφα, το μαγείρεμα, αλλά και τα ξύλα για το ζύμωμα!

Εμείς προσπαθούσαμε να διαβάσουμε, η μάνα έβαζε την σιδεροστιά στο τζάκι και το τσουκάλι με νερό, λίγο λάδι και αλάτι, έριχνε τις χυλοπίτες και τον τραχανά, και σε λίγη ώρα έτοιμη η σούπα, κάτασπρη σαν το γάλα, και παχιά! Συνήθιζαν για να είναι πιο νόστιμη σούπα να την τσούζουν με φρέσκο βούτυρο. Μόλις την κατέβαζαν, έβαζαν στο τηγάνι λίγο γίδινο βούτυρο και μόλις έκαιγε έριχναν μέσα στο τηγάνι μπουκιές ξερό ψωμί, τα ξακρίσματα που λέγαμε, που άμα πολέμαγες να τα κόψεις, το μαχαίρι έβγαζε σπίθες, αλλά και λίγη μυτζήθρα τριμμένη και τα έριχναν όλα μαζί μέσα στο τσουκάλι με την καυτή σούπα! Μόλις έπεφτε το καυτό λάδι στο τσουκάλι άκουγες ένα «τζούζ», φλόμωνε ο τόπος από τους ατμούς,  και τότε ξεπετάγονταν μυρουδιές κι αρώματα! Τρώγαμε δυό πιάτα ο καθένας, και το τσουκάλι άδειαζε και δεν έμενε φαγητό ούτε για τα γατιά!

 Πιο δίπλα ο πατέρας ακόνιζε τα κλαδευτήρια και τα χειροπρίονα με την λίμα κι εμείς ανατριχιάζαμε από το πέρασμα της λίμας πάνω στο πριόνι! Συνήθως τα βράδια ο πατέρας καθάριζε και λάδωνε  το ντουφέκι του. Είχε ένα δίκαννο με κοκόρια που του το είχε φέρει ο παππούς ο Τζαννέτος ο Σερεμέτης από την Αμερική, καλός άνθρωπος και από τους καλύτερους συγγενείς! ! Μας είχαν μιλήσει για το πόσο καλός ήταν ο παππούς, και πόσα πράγματα μας είχε στείλει από την Αμερική εκείνα τα δύσκολα χρόνια!

 Αυτό το ντουφέκι είχε τη δική του ιστορία, και την είχαμε ακούσει εκατό φορές! Το είχαν κλέψει από το σπίτι τον εμφύλιο, και το βρήκαν τυχαία στο Γεράκι σε μια μάχη, πολύ ταλαιπωρημένο, και το πήραν χωρίς να το ξέρουν κάτι χωριανοί για λάφυρο! Τυχαία κάποιος τους είδε και το γνώρισε, και αμέσως μας το έδωσαν! Από τότε σκότωσε αμέτρητους λαγούς, και ήταν το πρώτο ντουφέκι που πρωτορίξαμε ντουφεκιά και καμαρώναμε ότι γίναμε μεγάλοι κι εμείς!

Μόλις τελείωνε το καθάρισμα, άρχιζε να γεμίζει και τα φυσίγγια για λαγούς, τσίχλες, και μπεκάτσες!Είχε όλα τα σύνεργα, μια χειροκίνητη μηχανή, μπαρούτι μαύρη καλή Αμερικάνικη, που την φύλαγε καλά κλεισμένη σε κουτί τσίγκινο να μην «νοτιστεί» όπως έλεγε από την υγρασία, είχε σκάγια από τρίο νούμερο μέχρι εννιά, αναλόγως τι ήθελε να βαρέσει, και τάπες!

 Εμείς εκείνη την ώρα για να μην παρατήσουμε τα βιβλία και μας καταλάβουν ότι παρακολουθούμε τη σκηνή, κάναμε πως διαβάζουμε και ρίχναμε στα κρυφά κλεφτές ματιές, αποθηκεύοντας στην μνήμη μας τον τρόπο που γέμιζε τα φυσίγγια, και σε λίγο καιρό κάναμε κι εμείς τα δικά μας, που τώρα τα θυμούμαστε και ανατριχιάζουμε από τις αποκοτιές που κάναμε!

Τις πρώτες πρωινές ώρες σηκωνόταν και έφτιαχνε τα αγκίστρια. «Μπούρλιαζε», περνούσε στο αγκίστρι σκουλήκια που μάζευε από τον κήπο, τα έβαζε με σειρά σε ένα κοφίνι και ξεκίναγε με ένα φανάρι για να τα ρίξει πολύ πρωί να πιάσει τσίχλες και κοτσύφια γιατί μας άρεσαν ψητά στα κάρβουνα, να ροκανίζουμε τα κοκαλάκια τους αλλά και με τραχανούλι γιαχνί! Όσες περίσσευαν τις πάστωναν στο λάδι και ήταν ένας εκλεκτός μεζές ειδικά στις γιορτές! Πολλές τσίχλες παστές και ονομαστές για την νοστιμιά τους, σέρβιραν, και εύρισκαν οι ταξιδιώτες που σταμάταγαν για να ξαποστάσουν στο «Χάνι του παππού του Γιάννη του Σερεμέτη»!

 Πρόσεχαν όμως γιατί απαγορεύονταν τα αγκίστρια και οι «βρεχοί», και φοβόντουσαν μην τους πιάσει κανένας δασικός από το Δασαρχείο της Σπάρτης! Ήταν ένας δασικός, ονόματι Κουβάτσος, φόβος και τρόμος, και είχε πιάσει πολλούς και τους πηγαίνανε στα δικαστήρια και δικάζονταν!

Τώρα γιαγιά δεν έχουμε, κανείς δεν ασχολείται με αυτά, τα παιδιά ό,τι τραχανοχυλοπίτα έφαγαν μικρά, έφαγαν, τώρα σπάνια! Δεν τρώνε το κυνήγι, αηδιάζουν με τα κοκαλάκια, μάλλον γιατί είναι χορτάτα από άλλα ετοιματζήδικα! Το τζάκι ανακαινίστηκε και έγινε ενεργειακό, ζεσταίνει όλο το σπίτι και κάθεσαι πιο μακριά αναπαυτικά στους καναπέδες βλέποντας τηλεόραση, ή παίζεις με το κινητό, και μούγγα! Την σιδεροστιά και την μασιά τις κρεμάσαμε για διακόσμηση, το τσουκάλι και τα τζετζέρια τα γυαλίσαμε και ανέβηκαν στο ράφι και αυτά για διακόσμηση! Στην ζωή ήρθε η ηλεκτρική κουζίνα και η χύτρα ταχύτητας! Το τιμημένο μας ντουφέκι και τα άλλα σύνεργα τα πορέψαμε μην μπει κανένας κλέφτης καμιά βραδιά και μας ντουφεκίσει!

Το μόνο που συνηθίζουμε ακόμα τα κρύα βράδια είναι το σκηνικό με τις  χυλοπίτες και τον τραχανά, γλυκό ή ξινό, και το τσούξιμο! Αυτά είναι από τα λίγα που εξακολουθούν να ευφραίνουν και να μαγεύουν, και να μας ταξιδεύουν έστω και για λίγο πίσω, σε άλλες εποχές, πιο ζεστές, νόστιμες και πιο ανθρώπινες! Καλή όρεξη!!!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.