Μια κρύα Κυριακή στο χωράφι, και η ιστορία της γαιδούρας!

γραφει ο Λουης Σερεμετης


Τα παλιότερα χρόνια δεν είχε ο κόσμος πολλές ελιές, μηχανήματα δεν υπήρχαν, τα χέρια στην οικογένεια ήταν πολλά και έτσι έβγαινε η δουλειά, και τελείωναν γρήγορα το μάζεμα. Τις Κυριακές οι περισσότεροι δεν πήγαιναν για ελιές, όχι μόνο για να πάνε στην εκκλησία, αλλά ήταν και μια ευκαιρία να ξεκουραστούν άνθρωποι και ζά!

Μερικοί όμως, κυρίως Αθηναίοι που ερχόντουσαν τις γιορτές με άδεια για να μαζέψουν τις ελιές τους, πήγαιναν και τις Κυριακές αν ήταν ο καιρός καλός. Αν όμως την Δευτέρα χάλαγε ο καιρός και δεν πηγαίνανε για ελιές όσοι κράταγαν την Κυριακή, τους άκουγες και λέγανε: «Πώς να μην βρέξει, αφού πήγαν χτες οι μαγαρισμένοι»!

Το μάζεμα τότε αν και γινόταν με τα χέρια, ήταν πιο ξεκούραστο! Χειροπρίονο, κλαδευτηράκι, ραβδάκι για τα κλαδιά, σκάλα ξύλινη που ήταν κούτσουρο, λανάρια για τον καρπό που έμενε πάνω στο δέντρο, λιοπάνια πάνινα που άμα έβρεχε ήταν ασήκωτα, φόρτωμα στα γαϊδούρια, και ποδαρόδρομος στο πήγαινε- έλα! Αφού δεν υπήρχαν μηχανήματα να βουίζει ο τόπος όπως τώρα που βασιλεύει η μουγκαμάρα, υπήρχε όλη την ώρα διάθεση για κουβέντα, καλαμπούρια, και για πότε πέρναγε η ώρα ούτε που το καταλαβαίναμε!

Πηγαίναμε από μικροί κι εμείς για ελιές, στις διακοπές, αλλά και τις Κυριακές αν άκουγαν ότι θα χαλάσει ο καιρός, και μας έριχναν στο φιλότιμο λέγοντας «μικρή βοήθεια, μεγάλη σωτηρία», για να μας εξυψώσουν και να δείξουν πόσο πολύτιμη ήταν και η μικρή βοήθεια των παιδιών! Και πάνω που αρχίζαμε και πιστεύαμε ότι είμαστε πολύτιμοι και περιζήτητοι εργάτες, και ότι μας θεωρούσαν απαραίτητους, φρόντιζαν να μας προσγειώσουν για να μη ζητήσουμε κι εμείς κάτι εκτός από αυτά που μας είχαν υποσχεθεί, λέγοντας, «χμ, μικροί δουλέψουν, μεγάλοι πεινάσουν»!

Το μόνο που ζητούσαμε ήταν  να φύγουμε την Κυριακή λίγο νωρίς από το χωράφι να πάμε στο γήπεδο να δούμε ποδόσφαιρο, τον «Κροκεατικό» στην έδρα του, τον «Άγιαξ του νότου»! Έτσι έφευγε και η κούραση της ημέρας!

Μας καμάρωναν που αρχίζαμε σιγά σιγά να μπαίνουμε στο πνεύμα του μαζέματος, και της βοήθειας, και λέγανε «πότε θα έρθει ο καιρός που θα πείτε πατέρα ξεκουράσου, τώρα θα δουλεύουνε για σένα τα παιδιά σου»! Όμως νωρίτερα μπορεί να μας λέγανε να μάθετε γράμματα να μην ζήσετε στα χωράφια και δεινοπαθείτε κι εσείς σαν κι εμάς»! Θυμάμαι όμως και μιαν ιστορία που μας έλεγαν για μια γαϊδούρα με το σαμάρι της, και περιμέναμε πότε θα τελειώσει όλο περιέργεια!

Ήταν λέει μια γαϊδούρα που δούλευε για χρόνια σε ένα αφεντικό, μόνη, κουραζόταν πολύ, την βάζανε να ζευγαρώσει να κάνει πουλάρια, και πίστευε η κακομοίρα πως όταν θα γεννήσει και όταν μεγαλώσει το πουλαράκι της, θα έπαιρνε το αφεντικό της το σαμάρι από εκείνη, θα το έδινε στο πουλάρι, και έτσι θα ξεκουραζόταν λίγο, και θα άραζε κάποια στιγμή!                                                                                               Γκαστρωνότανε, δούλευε αδιάκοπα, γένναγε σε ένα χρόνο, αλλά σε λίγο καιρό το αφεντικό το πούλαγε το πουλαράκι στην ζωοπανήγυρη για να πάρει κανά λεφτό να ζήσει η οικογένειά του! Μετά από λίγο καιρό, ξανά γκαστρωνόταν, και έλεγε η γαϊδούρα ότι φέτος οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που έλπιζε με το πουλαράκι, αλλά πάλι το ίδιο γινόταν!                                                                                                                       Πέρασαν πολλά χρόνια, γέννησε πολλά πουλάρια, αλλά δεν αξιώθηκε να κρατήσει το αφεντικό της ένα για να της πάρει το σαμάρι και να το δώσει στο πουλάρι για να ξεκουραστεί! Κάποια στιγμή, και αφού δούλευε ως τα βαθιά γεράματα, μονολογούσε η κακομοίρα, τα είχε βάλει με την κακούργα την τύχη της, και ένα βράδυ έλεγε! «Ρε, σαράντα πουλάρια έκανα, και το σαμάρι δεν βγήκε από πάνω μου»!

Την έλεγαν αυτήν την ιστορία το μεσημέρι που καθόμαστε για μια μπουκιά ψωμί,  γιατί μπορεί κάτι να τους έτρωγε μέσα ότι θα δουλεύανε μέχρι τα γεράματα, βοηθώντας παιδιά κι εγγόνια!

Σήμερα Κυριακή πήγαμε για ελιές γιατί η ζωή έχει δυσκολέψει πολύ, οι δουλειές είναι περισσότερες, και πιο πιεστικός ο χρόνος! Ήταν μια πολύ κρύα μέρα, το πρωί το κρύο έτσουζε, τα χέρια κόκκαλο, ο βοριάς λυσσομανούσε παγερός, και δεν λέγαμε όχι να βγάλουμε τα χοντρά σκουφιά, αλλά ούτε να ξεκουμπώσουμε τα μπουφάν! Κάποια στιγμή όμως σηκώθηκε ο ήλιος πιο ψηλά, επιβλητικός όπως πάντα, και αρχίζαμε σιγά σιγά να πετάμε και κανένα σκουτί, μέχρι που ήρθαμε στα ίσια μας!

Ήταν μια ευκαιρία να θυμηθούμε την ιστορία με τον γέρο τσοπάνη που διαγωνίζονταν ο βοριάς με τον ήλιο, για το ποιος θα καταφέρει να βγάλει την κάπα του γέρου! Μας την έλεγαν στο σπίτι, για να μας πουν ότι κάποια πράγματα χρειάζονται τον τρόπο τους για να γίνουν, που μπορεί να είναι πιο ήπιος ο τρόπος από ό,τι φανταζόμαστε!

Είπαμε διάφορες ιστορίες την ώρα του καφέ, και το μεσημέρι την ώρα που καθίσαμε να πάρουμε μιαν ανάσα, είπαμε και για την γαϊδούρα με το σαμάρι που δεν την ήξεραν τα αφεντικά μας, γέλασε ο μπάρμπα Γιώργης και η Τασία, περάσαμε καλά, ήρθε η ώρα να φύγουμε, και γυρίσαμε σπίτι ευδιάθετοι παρά την κούραση, γιατί έχουμε και μιαν Αντώνια να γιορτάσουμε! Χρόνια πολλά σε όλες και σε όλους!!!

 


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.