Λεβέτσοβα 1955 -1985! Άλλη μια «Belle Époque», (Μπελ Eπόκ), η δική μας «Όμορφη Εποχή»!

γραφει ο Λουης Σερεμετης


Σε πολλές συζητήσεις με φίλους και γνωστούς, αρκετές φορές η κουβέντα καταλήγει σε παλιές εποχές με τις αμέτρητες και αξέχαστες ιστορίες από τις ταβέρνες, υπόγειες και ισόγειες, τους παλιούς ταβερνιάρηδες, και τις παρέες. Αυτά θυμηθήκαμε αυτήν την εβδομάδα ένα βράδυ, όταν βρεθήκαμε με μια εκλεκτή παρέα στην πλατεία.
Και τι δεν θυμηθήκαμε με τις εξιστορήσεις του αρχαιότερου της παρέας, του Γιάννη, που πρέπει να καταγράψουμε κάποια στιγμή για να τις σώσουμε! Μέχρι που δακρύσαμε και λύθηκε ο αφαλός μας από το πολύ γέλιο! Είχαμε πολύ ανάγκη τη χαλάρωση και το γέλιο εκείνη τη βραδιά μετά από κάποιες έντονα φορτισμένες στιγμές νωρίτερα, απ’ αυτές που συγχύζεται κανείς με διάφορα παράξενα που βλέπει και ακούει, εκεί που «σέρνονται εγκεφαλικά» όπως είπε χαρακτηριστικά μια καλή φίλη.

Πάνω από δέκα ταβέρνες είχαμε τότε στο χωριό στην πλατεία, και στις γειτονιές! Υπήρχαν όμως και οι παραδοσιακές χασαποταβέρνες.

Φωτογραφία εδώ. Βάσος Γορανίτης (Γιαγκούλας), η «ψυχή» της αγοράς, σε ρόλο «μαέστρου», διευθύνει μια συζήτηση! Από αριστερά ο Παναγιώτης Στρατάκος (Πατάτας), Βασίλης Γορανίτης (Γιαγκούλας), Ντίνος Γεωργιλάς (Πελώριος), Κρουστάλλω Σταματάκου, Τάσος Παπαρούνης, και Γιώργος Μεντής (Μάγκας)!

Ο κάθε ταβερνιάρης μοναδικός, με τους δικούς του ρυθμούς και τρόπους, με τα δικά του χούγια. Ο Γορανίτης Βάσος (Γιαγκούλας), ο Μήτσος Τριάντος, ( στο σημερινό καφενείο Πολολού), Κούρτης Τάσος, Χριστοφιλάκης Νίκος (Τζούκαρης) , Κοντογιάννης Σταύρος (καφέ – μπάρ, αργότερα ταβέρνα η «Παραλία»), ήταν οι μορφές της πλατείας, και ο Αλέκος Παναγάκος στα Αλώνια! Και στο Αλάιμπε ταβέρνες είχαν ο Νικολής ο Κολοβός, ο Βασίλης ο Κουνέλης, ο Παναγιώτης ο Μιχαλάκος, και ο Όμηρος Σαραντάκος

Οι υπόγειες ήταν του μπάρμπα Θανάση και Σταύρου Σκεύου, που στην συνέχεια ανέλαβε ο Μιχάλης Τζουβελέκης, του Νίκου Παναγάκου που έπαιζε με το μπουζούκι του ο «Νικόλαος» ο Σταυράκος, του Κωστή Γορανίτη στο υπόγειο του Καφενείου του Τζίμη Πολολού, και του Ντίνου του Γεωργιλά.

Οι υπόγειες οι ταβέρνες είχαν μιαν άλλη μαγεία, ήταν μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, και οι πελάτες περνούσαν πιο άνετα! Το κατέβασμα ήταν παιχνίδι, το ανέβασμα βάσανο!

Μοσκοβόλαγε ο τόπος όταν έψηναν ντόπια κρέατα και σουβλάκια καλαμάκι, που τα έδιναν και στο χέρι και πάνω καρφωμένη μια φέτα ψωμί, όπως έκανε ο μπάρμπα Πότης ο Στρατάκος, ο «Πατάτας», και άλλοι! Όλοι ήξεραν ο ένας τον άλλον απόξω κι ανακατωτά, και τα πειράγματα σε μερικούς χωριανούς έδιναν και έπαιρναν! Προσπαθούσαν οι ταβερνιάρηδες να κρατούν ισορροπίες, να αποφεύγουν τριβές, αλλά δεν τα κατάφερναν πάντα.

Πολλές φορές δεν ήθελε και πολύ να τσιτωθούν τα πράματα! Κάποιο παράπονο για επιλεκτική εξυπηρέτηση, κάτι που δεν άρεσε, ή πάνω στο κρασί αν λεγόταν κάτι προσβλητικό για κάποιους, ή ακόμα και σχόλια για κάποιο πολιτικό κόμμα, ήταν αρκετό για να χαθεί η ψυχραιμία. Τότε ο ένας με τον άλλον, και ολόκληρες παρέες μετακόμιζαν σε άλλη ταβέρνα!

Ήταν άμεσα ορατές οι επιπτώσεις αυτού του ιδιότυπου «εμπάργκο»! Έβλεπες ταβέρνες με καρέκλες και τραπέζια άδεια, και στη δίπλα ταβέρνα μα μην πέφτει καρφίτσα, και αυτό βάσταγε ακόμα και για μήνες! Πολλές φορές αναγκάζονταν και οι ταβερνιάρηδες να διώξουν κόσμο λόγω άσχημης, ή και ενοχλητικής συμπεριφοράς!

Φωτογραφία εδώ. Τζουβελέκης Μιχάλης ( ταβερνιάρης) – Πέτρος Σταματάκος – Βενολιάς Σταύρος – Γιαννοπουλος Μήτσος

Γέμιζαν οι ταβέρνες ιδιαίτερα όταν μαθευόταν ότι άνοιγαν κανένα βαρέλι γιοματάρι! Όταν ήθελαν να μάθουν αν κάποιος έχει καλό κρασί, ποτέ δεν ρώταγαν τους μπεκρήδες, γιατί αυτοί και ξίδι να ήταν, καλό το έλεγαν! Ο κόσμος έπινε κρασί βαρελίσιο, ντόπιο, και άμα «κλώτσαγε» κανένα βαρέλι όπως λέγανε, έκοβε η πελατεία.

Τον καιρό του τρύγου που βάζανε τον νέο μούστο, λόγω της ζύμωσης που γινόταν, έκλειναν οι ταβέρνες κανά δυο τρείς μέρες, και δεν επιτρεπόταν να μελετήσεις ακόμα και την λέξη «ξίδι»! Τότε αναγκάζονταν οι ταβερνόβιοι να «ρίξουν τα μούτρα τους» και να πάνε σε άλλη ταβέρνα που δεν πήγαιναν. Μερικοί ταβερνιάρηδες τους εξυπηρετούσαν με το παραπάνω για να τους κερδίσουν πελάτες, άλλοι τους αγνοούσαν επιδεικτικά για να ξεκουμπιστούν! Ο καθένας όπως ήξερε!

Υπήρχαν οι εκλεκτοί ντόπιοι μεζέδες, αλλά δεχόντουσαν και «παραγγελιές», και τράβαγε κόσμο το καλό ντόπιο κρασί! Ακόμα βουίζουν στ’ αυτιά οι φωνές του μπάρμπα Βάσου του Γορανίτη με το σούρουπο. Ήταν η ψυχή και το σύμβολο της αγοράς, και με την διαπεραστική φωνή του διαλαλούσε: «βάλε πατσά μάστορα», «μπουζοπούλα φρέσκια», «γλίνα και λοκάνικο», «βραστό ντόπιο», «κόκορας κοκκινιστός», «κρασί νέκταρ», «μπύρα μπούζι»! Ερχόντουσαν και επίσημοι όπως τους έλεγε! Είχε έρθει μια φορά ο Νομάρχης με την παρέα του, και του είπανε: «ήρθαμε να απολαύσουμε τα ωραία φαγητά σου»! Φάγανε, ήπιανε περάσανε τέλεια! Η γυναίκα του Νομάρχη έλεγε ότι κάνει υγιεινή διατροφή, ζήτησε άπαχο κρέας, και βλίτα, αλλά μόλις πήγε στην υπόλοιπη παρέα και τηγανιτές πατάτες, της άρεσαν τόσο πολύ που εκείνη έφαγε δύο πιάτα και μείνανε τα βλίτα! Έλεγε τότε ότι τον ρωτούσε επίμονα η γυναίκα του Νομάρχη να της πει πως τις τηγανίζει και είναι πεντανόστιμες! Ο νονός μου ο Βάσος καμάρωνε περήφανος και της έλεγε: «Α, αυτά είναι τα μυστικά του επαγγέλματος»! Και όταν η μαγείρισσα του είπε να τους πει επιτέλους το μυστικό, τότε γυρίζει και της λέει χαμηλόφωνα: «Τι να τους πω μωρή, ότι τις τηγανίζουμε με ξύγκι γουρουνιού»;

Μια άλλη φορά κάποιος συγγενής του που είχε πάρει πολύ θάρρος και τον είχε νιώσει, πήγαινε στην ταβέρνα κάθε απόγευμα που έφερνε ο μπάρμπα Βάσος φρέσκα αυγά από το κοτέτσι, και του βούταγε τρία αυγά! Αφού συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, ο μπάρμπα Βάσος αυτή την φορά αντί για τα φρέσκα αυγά έβαλε στο καλάθι τους «φώλους» από τις φωλιές, τα κλούβια αυγά! Μόλις τα έσπασε στο τηγάνι, «μοσκοβόλησε» το κλούβιο αυγό στην γειτονιά, και ακούστηκε η φωνή του μέχρι την πλατεία να λέει: «Γιαγκούλα τι μου ’κανες»!

Φωτογραφία εδώ στην ταβέρνα του Μήτσου του Τριάντου! Πίσω όρθιος ο Μήτσος Τριάντος, από αριστερά Παπαστεργίου Νίκος, Μαντέλος Μάκης, Παπαπέτρος Πέτρος!

Υπήρχαν και οι οικονομικοί μεζέδες, όπως μια ντομάτα στα τέσσερα με λίγο τυρί,ρέγγα καψαλισμένη στην εφημερίδα, πολλά τηγανιτά,μπακαλιάρος στα κάρβουνα, σπουδαίος κρασομεζές κι αυτός, και από ένα μισόκιλο ο καθένας, ο λογαριασμός και η διαίρεση για τον ρεφενέ γινόταν στην λαδόκολλα! Έτσι πέρναγε η βραδιά! Όλη νύχτα έπιναν νερό, και χάπια για την πίεση!

Οι ταβέρνες είχαν σταθερούς πελάτες, και τραβούσαν μεγάλες παρέες και από γειτονικά χωριά όταν είχαν εκλεκτούς μεζέδες. Είχαν και τα «ξεροσφύρια», κυρίως παρέες από γεροντάκια που με μια χούφτα ελιές, κρεμμύδι, και ένα κομματάκι τυρί σαν το καρύδι μεγάλο, έπιναν 2 κιλά κρασί ο καθένας τους, κι ας ήταν και ξίδι! Μερικοί ξανασέρβιραν ό,τι κρασί έμενε από άλλην παρέα, το γνωστό «βιδάνιο»!

Του μπάρμπα- Στέλιου, του μπάρμπα Λιά, του μπάρμπα Νικόλα, του μπάρμπα Σταύρου, του μπάρμπα Δημήτρη, και άλλων, τους άρεσε λίγο παρά πάνω το κρασί, όλους Θεός σχωρέστους! Όλοι τους μεγαλόκαρδοι και με χιούμορ, πείραζαν και αυτοσαρκάζονταν, και έδιναν το δικό τους ρεσιτάλ στις ταβέρνες.

Είχαν πιεί «θάλασσες κρασί», όμως καθότι μεροκαματιάρηδες και βιοπαλαιστές, την άλλη μέρα με το φώτημα ήταν όλοι στο χωράφι για το μεροκάματο, και το βράδυ πάλι τα ίδια, αλλά έτσι πόσο να αντέξεις! Άνθρωποι βιοπαλαιστές, συγγενείς και φίλοι, μεροκαματιάρηδες, που γρήγορα σαραβάλιαζαν από την σκληρή δουλειά και το κρασί, κάτι που αργότερα στους περισσότερους κόστισε και την ίδια τους την ζωή!

Περιττό να πούμε βέβαια ότι σε καθημερινή βάση οι περισσότεροι γίνονταν φέσι στο μεθύσι, με το ζόρι βρίσκανε το σπίτι τους. Μια φορά ο μπάρμπα Μήτσος ο Κομπόγιωργας, που πήγε για μια και μοναδική φορά σπίτι του ξεμέθυστος, τον έφαγε το σκυλί του γιατί δεν τον αναγνώρισε και τον πέρασε για ξένο!

Φωτογραφία εδώ το ΧΑΝΙ. Γιάννης Σερεμέτης, Ελένη Σερεμέτη με το γραμμόφωνο!

Ένα άλλο ξεχωριστό, γραφικό, και μοναδικό στέκι ήταν το ξακουστό σε όλη την Λακωνία, «Το χάνι του Σερεμέτη»! Ήταν ένας σημαντικός κόμβος στην άκρη του χωριού, εκεί που έσμιγαν πέντε δρόμοι με «τη Δεμοσιά», όπως λέγανε τότε τον δημόσιο δρόμο! Ήταν ένα «πέρασμα» των μετακινούμενων τσοπάνηδων από και προς τα χειμαδιά, των οδοιπόρων εκείνης της εποχής, αλλά και άλλων περαστικών για Σπάρτη, Μολάους, Γύθειο, κάτι σαν όαση στο μακρινό τους ταξίδι! Ήταν μια ταβέρνα που πρόσφερε φαγητό και πολλούς εκλεκτούς μεζέδες, όπως παστό και λουκάνικο με αυγά, τσίχλες παστές σε λάδι, κοκοράδες, και το ονομαστό Σερεμεταίικο κρασί, κατευθείαν από τα ξύλινα βαρέλια, και φυσικά τραγούδια που έπαιζε το γραμμόφωνο του παππού του Γιάννη! Ήταν και πολεμιστής στην Μικρά Ασία όπως καυχιόταν, και διηγιόταν ένα σωρό ιστορίες! Ήταν ένα κατάλυμα να ξεκουραστούν οι άνθρωποι και τα ζώα μέχρι να συνεχίσουν το πρωί το ταξίδι τους. Για πολλά χρόνια ο παππούς ο Γιάννης με την γριά του τη γιαγιά Γιαννού, Θεός σχωρέστους, πάντα καλοσυνάτοι εξυπηρετούσαν όσους πέρασαν από εκεί, και σε όσους βρέθηκαν στην ανάγκη και χτύπησαν την πόρτα τους οποιαδήποτε στιγμή ! Το «χάνι» τους έμεινε στην ιστορία, και παντού έκαναν μόνο φίλους!

Ήταν όλοι τους, καφετζήδες και ταβερνιάρηδες, ιδιαίτερες φυσιογνωμίες, ταγμένοι να εξυπηρετούν, λες και ήταν φτιαγμένοι για αυτό! Έβλεπαν την δουλειά τους πρώτα σαν λειτούργημα! Όλοι τους λέγανε ότι είχαν γνωρίσει τον κόσμο από την καλή και την ανάποδη, και ήξεραν πολλά οικογενειακά μυστικά. Αγαπητοί όλοι τους, ο καθένας μοναδικός!

Κύλισαν τα χρόνια, η ζωή άλλαξε, μαζί και οι συνήθειες.

Τώρα πλέον δεν υπάρχουν αυτές οι εικόνες με τις παραδοσιακές ταβέρνες, τα καφενεία, και το «χάνι», γιατί «απουσιάζουν» όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές! Λάθος ασυγχώρητο για εμάς τους νεότερους που δεν είχαμε την πρόνοια με ένα μαγνητοφωνάκι πάνω στο τραπέζι να καταγράφουμε και να σώσουμε απίθανες στιγμές, και συγκλονιστικές μαρτυρίες!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.