ΕΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ :Βαγγέλης Μητράκος


Ελλάς …Λακωνία … 1964 . Είκοσι ένα χρόνια μετά τη δολοφονία 118 Σπαρτιατών στο Μονοδέντρι από τους γερμανούς , το μετεμφυλιακό κατεστημένο , στο οποίο έχουν ενσωματωθεί οι καταδότες των αντιστασιακών και συνεργάτες των γερμανών, εκφοβίζει ΑΚΟΜΑ και τους συγγενείς των θυμάτων στην πρόθεσή τους  να τιμήσουν του Νεκρούς της Λευτεριάς . Θαρραλέοι , μεμονωμένοι πατριώτες βγαίνουν μπροστά και κρατούν ζωντανή τη Μνήμη των 118 μαζί και την Ιστορία της Αντίστασης .

Στις 4 Νοεμβρίου 1964 ο Πέτρος Λιακάκος , ένα διακεκριμένο τέκνο των Κροκεών και της Λακωνίας , έστειλε προς το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» ένα συγκλονιστικό , χειρόγραφο , λογοτεχνικό κείμενο για τους 118 Εθνομάρτυρες Σπαρτιάτες του Μονοδεντριού , μαζί με ένα συνοδευτικό σημείωμα προς τον διευθυντή του περιοδικού :

Σπάρτη 4/11/ 64

Αξ/με κ. Παπουτσάκη

Δεν είναι δική μου μόνο επιθυμία να δημοσιευθεί στους «Δρόμους» το χρονικό του Μονοδεντριού .

Είναι και επιθυμία και απαίτηση μαζί όλων εκείνων – μαζί τους κι εγώ – που χάσανε τα αδέλφια τους , τους πατεράδες , τους φίλους τους .

Φέτος για πρώτη φορά αποφασίσαμε (το είχαμε αποφασίσει κι άλλοτε μα πάντα βρίσκαμε αντίδραση) να τους κάνουμε ένα μνημόσυνο σεμνό και να κουβεντιάσουμε μαζί τους με ό,τι μπόρεσαν ν’ αφήσουν την τελευταία στιγμή που να μας θυμίζει τη θυσία τους .

Με την πεποίθηση πως οι «Δρόμοι» θα μας παραχωρήσουν μια σελίδα τους

Σας ευχαριστώ

Για λογαριασμό όλων

-και εκείνων που χάθηκαν

                                                                                 Με εκτίμηση

                                                                            Πέτρος Λιακάκος

 ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ : Η ΘΥΣΙΑ

«Ω ΞΕΙΝ’ ΑΓΓΕΛΕΙΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ …»

Χρονικό – Του Πέτρου Λιακάκου

«Ξένε , που πας προς τη Λακεδαίμονα , πες τους πως εδώ είμαστε θαμμένοι , πιστοί στους νόμους της Πατρίδας» .

Τα λόγια τούτα γράφτηκαν σε μια πολύ , μα πολύ μακρινή εποχή .

Σε μια πολύ , μα πολύ πρόσφατη εποχή , 118 Σπαρτιάτες , γράψανε με το αίμα τους μια από τις πιο σπάνιες σελίδες Αντίστασης στην κατακτημένη Ελλάδα μας .

Εκείνοι , Τριακόσιοι , πολέμησαν και πέθαναν γενναία στις Θερμοπύλες .

Αυτοί , 118 , ανάμεσά τους κι ένας πολύ μικρός στην ηλικία για να ’ναι ένας «στρατευμένος» της Αντίστασης , αλυσοδεμένοι κι ανήμποροι να πολεμήσουν όπως οι μακρινοί τους πρόγονοι , έπεφταν διάτρητοι απ’ τις σφαίρες του γερμανικού αποσπάσματος στον ξερότοπο του Μονοδεντριού .

Εκείνων η αντρεία ιστορήθηκε .

Αυτών η ανήκουστη καρτερικότητα και το γέλιο μπροστά στο θάνατο , γονάτισαν τον κατακτητή και πισωγύρισε ντροπιασμένος .

«Κατά διαταγήν της Ανωτέρας Διοικήσεως Πελοποννήσου …καταδικάζεστε εις θάνατον ως αντίποινα…»

Παραταγμένοι στη λάκκα του Μονοδεντριού , 118 Σπαρτιάτες , άκουσαν ατάραχα τα λόγια του εντολοδόχου της Ανωτέρας Διοικήσεως Πελοποννήσου .

Αποβραδίς είχε γίνει η επιλογή τους . 118 Σπαρτιάτες απ’ τους πιο διακεκριμένους κι έντιμους πολίτες της πατρίδας μας . Ούτε ένα παράπονο , ούτε μια βρισιά , μόνο περιφρόνηση απέναντι στον κατακτητή και στο θάνατο . Αυτή ήτανε η στάση τους .

Αποβραδίς , ακόμη , είχε γίνει και η προετοιμασία της εκτέλεσής τους . Τους φόρτωσαν σε καμιόνια και τους έφεραν στον ιερό τόπο του Μονοδεντριού . Αυτός ο χώρος , ο στεγνός σαν το λαρύγγι του χάρου , είχε από μέρες διαλεχτεί για τάφος τους.

Ξημέρωνε η 26η Νοεμβρίου 1943 . Η Σπάρτη , ανύποπτη για τη μεγάλη τραγωδία που θα ξέσπαγε σε λίγο , παράδερνε στον ύπουλο κι εφιαλτικό ύπνο , που προμήναγε κάθε μέρα – χρόνια τώρα – την αβεβαιότητα της ύπαρξής της . Στην άλλη άκρη , πίσω από τους λόφους που μόλις ξεχώριζαν στο αντιφέγγισμα των άστρων , στηνότανε το σκηνικό της τραγωδίας . Ένα σκηνικό ισχνό και αβέβαιο σαν το σώμα της νύχτας , που θα σαβάνωνε , αμέσως μετά το πέσιμο της αυλαίας , τη σκέπη και την ψυχή μιας ένδοξης πολιτείας , φόρος τιμής για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά .

«Κατά διαταγήν της Ανωτέρας Διοικήσεως Πελοποννήσου , καταδικάζεστε εις θάνατον ως αντίποινα …»

-Επί σκοπόν …

Το απόσπασμα είχε παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου . Οι λόφοι γύρω είχανε γεμίσει Γερμανούς που χτένιζαν την περιοχή . Τίποτα πια δεν προμήναγε ένα θαύμα . Η θυσία σε λίγο θα «συντελείτο» .

«Σε γνωρίζω από την κόψη

Του σπαθιού την τρομερή …»

Ήτανε η φωνή του Καρβούνη και του Γιατράκου που άρχισε τον Εθνικό μας Ύμνο .

Δειλά στην αρχή , έπειτα δυνατά και καθαρά , πέρασε ο Ύμνος στα στόματα όλων . Αντιβούιζαν οι πλαγιές , ξαφνιάστηκε ο κατακτητής . Το να πεθαίνει κανείς τραγουδώντας ήτανε κάτι καινούργιο γι’ αυτούς , που δεν μπορούσαν να το καταλάβουν .

Για λίγο χαμήλωσαν τα όπλα κι έμειναν απολιθωμένοι να θαυμάζουν το τσούρμο τούτο των βρώμικων και καχεκτικών ανθρώπων , με τ’ άφθαρτο μεγαλείο στην ψυχή.

Ένας μικρός , δεκατεσσάρων χρόνων , ο πιο μικρός απ’ όλους , έβαλε πέτρες τη μια πάνω στην άλλη , για να φτάσει , να εξισωθεί με το ανάστημα όλων , με το ανάστημα της πατρίδας .

Και ξαφνικά , πέρα απ’ το οροπέδιο της Τριπόλεως , φάνηκε να κατηφορίζει ένας μοτοσικλετιστής , σύνδεσμος της Ανωτέρας Διοικήσεως Πελοποννήσου . Ήτανε φανερό πως κάποιο μήνυμα έφερνε για τον Διοικητή του εκτελεστικού αποσπάσματος .

Για μια στιγμή , η ελπίδα έλαμψε στα μάτια όλων .

-Κάτι θ’ άλλαξε , είπανε μέσα τους . Κοιτάξτε …

Ο μοτοσικλετιστής ήρθε και στάθηκε μπροστά στο Διοικητή του αποσπάσματος. Έβγαλε απ’  την τσάντα του ένα φάκελο και του τον έδωσε . Αυτός τον άνοιξε , διάβασε για λίγο , έπειτα πήγε και στάθηκε μπροστά στους 118 πατριώτες και φώναξε:

-Δόκτωρ Καρβούνης !

Ένας άνθρωπος ισχνός απ’ την ταλαιπωρία και τα μαρτύρια , αλλά στητός και περήφανος , ξεχώρισε απ’ τη σειρά των συντρόφων του κι ορθώθηκε σιμά στον Γερμανό Αξιωματικό . Ήτανε ο γιατρός , ο Καρβούνης , σπουδαγμένος χρόνια στη Βιέννη , μιλούσε άπταιστα τα Γερμανικά .

-Δόκτωρ , συνέχισε ο Γερμανός Διοικητής στη γλώσσα του , η Ανωτέρα Διοίκησις Πελοποννήσου , αναγνωρίζουσα τις υπηρεσίες σου και την αγάπη σου προς την πατρίδα μας , απαλλάσσει εσένα από πάσης κατηγορίας και πάσης ποινής . Είστε ελεύθερος . Μπορείτε να διαλέξετε …

Κάτι σπίθισε μέσα στο πλήθος των πατριωτών . Παρ’ όλο που δεν καταλαβαίνανε , η υποψία πως μπορεί να γλιτώσει ο γιατρός τους έκανε να κλάψουν από χαρά . Γι’ αυτούς ο Καρβούνης δεν ήτανε μόνον ο σύντροφος των μαρτυρίων και της ταπείνωσης . Ήτανε , πάνω απ’ όλα , ο λαμπρός επιστήμονας , ο χρήσιμος , ο πιο χρήσιμος και αναγκαίος σε τούτες τις κρίσιμες στιγμές , που έπρεπε να μείνει ανέπαφος ηθικά , για να συνεχίσει το ανθρωπιστικό του έργο . Ήτανε ο Ηγέτης και σαν τέτοιο τον λογαριάζανε .

Γύρισε ο Καρβούνης , τους κοίταξε , είδε στα μάτια τους τη λαχτάρα να ζήσει τουλάχιστον αυτός και ρίγησε . Θυμήθηκε πως μαζί τους μοιράστηκε τον «άρτον τον επιούσιον» , τη γαλήνη της πατρίδας , την ευτυχία να δίνει ο καθένας απ’ το μαρτύριο και το μόχτο του την ευτυχία στους άλλους σε μέρες ξεγνοιασιάς και γόνιμης δημιουργίας για την πατρίδα μας . Στοχάστηκε ακόμη πιο πολύ πόσο μαζί μ’ αυτούς γεύτηκε σήμερα το πικρό ποτήρι της σκλαβιάς , του εξευτελισμού και της ταπείνωσης, την αδικία να μην είναι λεύτεροι να μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες , το λίγο ψωμί  ή τη λίγη μπόρεση για λευτεριά και ανάσταση , συλλογίστηκε ακόμη πόσο ντροπιασμένος και μόνος θα γύριζε στη Σπάρτη , αφήνοντας 117 κουφάρια στη λάσπη του Μονοδεντριού και τον Ύμνο μισό να κρέμεται στα χείλη τους .

Γύρισε , τους κοίταξε ξανά , σαν να ’θελε να διαπιστώσει πόσο ψήφιζαν μαζί μ’ αυτόν κι εκείνοι , τους είδε γελαστούς και περήφανους , μα πάνω απ’ όλα μαζί του , όπως μαζί περάσανε την αντίπερα όχθη και μείνανε άνθρωποι μέσα από χειμάρρους  αιμάτων και ταπείνωσης , σήκωσε ψηλά το χέρι σαν διαμαρτυρία …

«Η  Ανωτέρα Διοίκησις  Πελοποννήσου αναγνωρίζουσα τις υπηρεσίες και την αγάπη σου προς την πατρίδα μας…» ξαναδιάβασε ο Γερμανός Διοικητής …

-Στο διάβολο , δεν έχω καμιά αγάπη προς την πατρίδα σας . Ή όλοι ή κανένας !!! ήτανε η απάντηση του Καρβούνη . Και πήρε τη θέση του ανάμεσα στους συντρόφους του.

«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά …»

Τα κεφάλια σηκώθηκαν ψηλά , πρόβαλαν μπροστά τα στήθια . Η ματιά τους δρασκέλισε πάνω στην κορφή του Ταΰγετου κι έμεινε εκεί , στερνός χαιρετισμός στην πατρίδα και στους λεύτερους που πολεμούσαν το δήμιο .

Οι Γερμανοί τα ’χασαν . Τα ’χασε κι ο Γερμανός Διοικητής κι έμεινε εκεί σύξυλος , ανήμπορος να καταλάβει τη χειρονομία και το μεγαλείο του Καρβούνη . Έπειτα όμως συνήλθε , γύρισε και πήρε τη θέση του πίσω από το απόσπασμα .

-Επί  σκοπόν ….

Κάποιος , μέσα απ’ το πλήθος  των πατριωτών , πετάχτηκε , πήγε και στάθηκε μπροστά , γύμνωσε τα στήθια :

-Το να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα , θεία είν’ η δάφνη ! Μια  φορὰ κανεὶς πεθαίνει.

Χίμηξαν  κι  άλλοι μπροστά . Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πεθάνει πρώτος .

-Πυρ !!!

Το πρωινό κομματιάστηκε , σείστηκε η γαλήνη του τόπου …

Πέρα μακριά , πίσω απ’ τους λόφους , η Σπάρτη ξύπνησε τρομαγμένη κι αναρωτήθηκε . Στους δρόμους έπεφταν οι πρώτες σταγόνες της βροχής , απ’ τα δάκρυα των μανάδων , των αδελφών , των φίλων .

Ο ελαιώνας σφύριξε λυπητερό τραγούδι μέσα στον κάμπο κι οι πορτοκαλιές μαράθηκαν , για να καρπίσουν τον άλλο που χρόνο που περπάτησε η Λευτεριά .

Πέτρος Λιακάκος

Ο Πέτρος Λιακάκος (συγγραφέας , ποιητής και δημοσιογράφος) , που με τη χάρισμα του λόγου και τη φλόγα της καρδιάς του έγραψε , πριν από 56 χρόνια , τούτο τον Ύμνο Τιμής και Μνήμης προς τους 118 Μάρτυρες Σπαρτιάτες του Μονοδεντριού , υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που πέρασαν ποτέ στην ιστορία του των Κροκεών αλλά και της Λακωνίας .

Γεννήθηκε το 1929 στις Κροκεές , την πατρίδα του μεγάλου μας ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου , την κωμόπολη αυτή της  Λακωνίας που τόσα πολλά  έχει προσφέρει στην Ελλάδα  και στον τόπο μας μέσα από τους αγώνες για την  Ελευθερία αλλά και μέσα από το πύργωμα της Τέχνης , του Πνεύματος και του Πολιτισμού  .

Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο και το στρατό έφυγε , με πρόσκληση , στην Ιταλία , όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογραφίας στο Παλέρμο .

Επέστρεψε στις Κροκεές το 1954 , αφού διέκοψε  τις σπουδές του λόγω βρογχοπνευμονίας . Για δέκα και πλέον χρόνια έγραφε και δημοσίευε κείμενα σε Λακωνικές και Αθηναϊκές εφημερίδες και έντυπα.

΄Εγινε γραμματέας στον πρώτο μεταπολεμικό Σύλλογο της Φιλαρμονικής Κροκεών  και στην επιτροπή Καρνάβαλου .

Το 1966 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «ΑΙ ΚΡΟΚΕΑΙ» , που αργότερα έγινε «ΟΙ ΚΡΟΚΕΕΣ».

Το 1973 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο φωτογραφίας και το 1975  τιμήθηκε , επίσης , από τον σύλλογο Αμερικής – Καναδά , για την προσφορά του στις Κροκεές και τους Κροκεάτες .

Μετά την μεταπολίτευση εκλέχτηκε πρόεδρος της Κοινότητας Κροκεών για μια τετραετία.
Για είκοσι και πλέον χρόνια ήταν ανταποκριτής της «Ελευθεροτυπίας» και επιστήθιος φίλος του ποιητή μας Νικηφόρου Βρεττάκου .

Το συγγραφικό εργο του περιλαμβάνει το λεύκωμα «Η μικρή μας πόλη» , με σπάνιο φωτογραφικό υλικό από τις Κροκεές ,  την ποητική συλλογή «Πέτρινα Χρόνια» και το γλωσσικό εγχειρίδιο «Ιδιωματικοί Περίπατοι» που έκανε μαζί με τον θείο του Νίκο Ροζάκο.

Με τον θάνατο του , 22-9-2005 , σταμάτησε και η έκδοση της εφημερίδας «ΟΙ ΚΡΟΚΕΕΣ» , που έκλεισε 39 χρόνια συνεχούς κυκλοφορίας.

(Βιογραφικά στοιχεία από την ιστοσελίδα : http://www.krokeai.com)

«Δρόμοι της Ειρήνης»

Το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» εκδόθηκε το 1958 από την «Ελληνική Επιτροπή δια την διεθνή Ύφεσιν και την Ειρήνη» (ΕΕΔΥΕ) , που συγκροτήθηκε το 1955 και αποτέλεσε την πιο αντιπροσωπευτική και μακροβιότερη οργάνωση στο χώρο του κινήματος ειρήνης .

Το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» κυκλοφόρησε στην αρχή με τη μορφή τετρασέλιδης εφημερίδας και από το 1963 συνδιοργάνωσε με άλλες κινήσεις ειρήνης τις πρώτες Μαραθώνιες Πορείες στη δεκαετία του ’60 (1962-1966). Πραγματοποίησε δυο πανελλήνια Συνέδρια Ειρήνης (1962 , 1965) και , παράλληλα , συνδέθηκε με διεθνείς οργανισμούς , συμμετέχοντας σε διεθνείς συσκέψεις και πορείες ειρήνης .

Η διαδρομή του διακόπηκε – προσωρινά – το 1967 από την απριλιανή δικτατορία, , ενώ στη μεταπολίτευση ανασυντάχθηκε και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα . Το αρχείο της ΕΕΔΥΕ έχει ψηφιοποιηθεί και αναρτηθεί στην ιστοσελίδα των ΑΣΚΙ και βρίσκεται στο «Ψηφιακό Αποθετήριο» , απ’ όπου και αντλήθηκε το κείμενο του Πέτρου Λιακάκου για τους 118


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.