γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος


Κάθε Σάββατο μεσημέρι, στα χρόνια τα παλαιότερα, σηκώνονταν οι γειτονιές στο πόδι από τα σκουξίματα που έκαναν οι πιτσιρικάδες την ώρα που τους έλουζαν οι μανάδες τους. Γιατί, τότε, μπάνια δεν υπήρχαν στα σπίτια και η μάνα (συνήθως Σάββατο μεσημέρι) έβαζε νερό να ζεσταθεί στη φωτιά (στο καζάνι ή σε κατσαρόλα), έβαζε μετά τη λαμαρινένια σκάφη στο πάτωμα πάνω σε μια κουρελού (αν ήτανε χειμώνας) ή έξω στην αυλή (αν ήτανε καλοκαίρι) και μετά “βούταγε” το παιδί (αγόρι ή κορίτσι σημασία δεν είχε) το έσφιγγε γονατιστό ανάμεσα στα πόδια της για να μην κουνιέται, του ’ριχνε μ’ ένα κατσαρόλι ζεστό νερό στο κεφάλι και μετά άρχιζε να του τρίβει τα μαλλιά, σφιχτά, με το σπιτικό σαπούνι. Μετά του τα ξέπλενε, τα ξανασαπούνιζε, τα ξέπλενε πάλι, τα σαπούνιζε και τρίτη φορά (η μάνα μου έλεγε ότι το σαπούνισμα πρέπει να είναι μονές φορές, 3 ή 5) μετά τα ξέπλενε για τελευταία φορά και… “αει στην ευχή”.

Τώρα, γιατί κλαίγανε γοερά οι πιτσιρικάδες; Πρώτα – πρώτα κλαίγανε γιατί δεν είχανε καλές σχέσεις με το πλύσιμο. Μια φορά τη βδομάδα πλενόντουσαν κι εκείνη “πολύ ήτανε”. Ύστερα, δεν τους άρεσε το γονάτισμα και το καργάρισμα που τους έκαναν με τα πόδια οι μανάδες. Επίσης, μπορεί να έκαιγε το νερό (πού να κανονίσει τη σωστή θερμοκρασία η καημένη η μάνα) και, ακόμα, τους φόβιζε εκείνο το τεράστιο άσπρο σπιτικό σαπούνι, που απειλητικά (όπως μια κοτρώνα) αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι τους σαν για να τους το σπάσει και τέλος ήταν και η “άτιμη” η σαπουνάδα που έμπαινε στα μάτια και τους έτσουζε του καλού καιρού. Αυτό πια κι αν ήτανε βασανιστήριο!

Αυτό το σπιτικό σαπούνι που είχε γίνει σαββατιάτικος φόβος και τρόμος για τα πιτσιρίκια του παλιού καιρού το φτιάχνανε οι ίδιες οι νοικοκυρές και το είχανε για όλες τις ανάγκες πλυσίματος στο σπίτι. Και για τα πιάτα, και για τα ρούχα, και για λούσιμο, και για “μπάνιο”…. “Ένα για ΟΛΑ”, δηλαδή, μιας και τότε ούτε απορρυπαντικά ρούχων και πιάτων κυκλοφορούσαν, ούτε σαμπουάν, ούτε μοσχομυριστά γαλακτώματα, ούτε κρεμοσάπουνα… ούτε τίποτε. Μόνο το θρυλικό σπιτικό σαπούνι, που κομμένο σε χοντρά κομμάτια το συνάνταγες παντού μέσα και γύρω από το σπίτι: στο νεροχύτη, στο νιφτήρα, στη σκάφη, στη βρύση, σε τρύπες του τοίχου, σε ράφια, σε ντουλάπια, σε σανίδες κλπ, κλπ. Περισσότερο σαπούνι συνάνταγες στο σπίτι παρά ψωμί.

Το φτιάξιμο του σαπουνιού ήτανε για τις παλιές νοικοκυρές μια ιεροτελεστία και μια τέχνη που την είχανε μάθει από τις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες τους. Οι πολλαπλές ανάγκες του σπιτιού και της οικογένειας του καιρού εκείνου είχαν οδηγήσει τις νοικοκυρές σε ευρηματικές λύσεις. Ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν να παράγουν μόνες τους τα είδη εκείνα που τους ήταν πολύ αναγκαία για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πέρα από εκείνες της διατροφής. Και το σαπούνι ήταν ένα από τα απολύτως απαραίτητα προϊόντα.

Πρώτα – πρώτα, μαζεύανε ολοχρονίς τα παλιόλαδα που περίσσευαν, τις μούργες από τα κατακάθια του λαδιού που έμεναν στον πάτο του ντεπόζιτου ή της στάμνας αλλά και τα λίπη από τα φαγητά. Όταν έκριναν πως είχε συμπληρωθεί η ποσότητα που χρειάζονταν, αγόραζαν από το μπακάλικο σπίρτο (καυστική ποτάσα) και αλάτι χοντρό. Μ’ αυτά τα απλά και λίγα πραγματάκια ήτανε έτοιμες να φτιάξουν το σαπούνι του σπιτιού. Ανάβανε, λοιπόν, με ξύλα μια μεγάλη φωτιά, βάζανε πάνω σε κακαβολίθια ή σε μια μεγάλη πυροστιά το χαρανί (το καζάνι), ζεσταίνανε νερό και μετά ρίχνανε το σπίρτο και το ανακατεύανε με ένα μακρύ ξύλο για να διαλυθεί. Κατόπιν ρίχνανε το λάδι, το βράζανε λίγη ώρα ανακατεύοντας και ρίχνανε στο τέλος και το αλάτι. Είχανε και μια τρυπητή κουτάλα για να ξαφρίζουνε το μίγμα ώστε να βγει το σαπούνι καθαρό. Τέλος, με υπομονή μεγάλη, συνεχίζανε το βράσιμο τροφοδοτώντας με ξύλα τη φωτιά για 5 έως 6 ώρες ακόμα, μέχρι το μίγμα μέσα στο χαρανί ν’ αρχίσει να πήζει. Τότε το κατέβαζαν από τη φωτιά και το αφήνανε όπως ήτανε μέσα στο χαρανί. Επειδή το λάδι είναι ελαφρύτερο από το νερό ανέβαινε στην επιφάνεια μαζί με την λιωμένη ποτάσα, πάγωνε το μίγμα και άρχιζε να στερεοποιείται, σιγά – σιγά, με πάχος από 10 μέχρι 15 ή και 20 πόντους, φτιάχνοντας το σπιτικό σαπούνι, αυτό το άλλο θαύμα της ευλογημένης απ’ το Θεό τροφής του ανθρώπου, του λαδιού.

Στη φάση αυτή και για να “πετύχει” το σαπούνι και για να το προφυλάξουνε από το κακό μάτι που το φοβόντουσαν σ’ όλες τις δουλειές που κάνανε, έβαζαν πάνω στο μίγμα έναν καλαμένιο σταυρό και λίγα κάρβουνα, το σταύρωναν, και το έφτυναν τρεις φορές λέγοντας: “Φτου σου! Μάρμαρο να γίνεις”, που πάει να πει να γίνεις σκληρό και άσπρο όπως το μάρμαρο, δηλαδή “πετυχημένο”. Ή λέγανε: “Φτου, φτου! Πάτο–κορφή, φτου, φτου”! Αυτό γινόταν για να μην ματιαστεί αλλά και το περιεχόμενο του χαρανιού -από τον πάτο ως την κορυφή- να γίνει όλο σαπούνι. Πίστευαν ακράδαντα πως αν κάποιος “μάτιαζε” το σαπούνι τότε αυτό δεν θα έπηζε και θα χάλαγε.

Αφού τελειώνανε τις προσευχές, τις ευχές και τα ξεματιάσματα του σαπουνιού, το σκέπαζαν με ένα χοντρό ρούχο ή με ένα μεγάλο ξύλινο σοφρά (αναποδογυρισμένο) για να μην πέσει τίποτα μέσα, αλλά και “για να μην το δουν τ’ άστρα της νύχτας και το χαλάσουν” και το αφήνανε όλη νύχτα έξω για να κρυώσει και για να στερεοποιηθεί καλύτερα.

Την άλλη μέρα το ξεσκεπάζανε, παίρνανε ένα μεγάλο μαχαίρι ή πριόνι και το κόβανε σε μεγάλες μακρόστενες φέτες, τα “αγκωνάρια”, όπως τα λέγανε, κι ύστερα χαράζανε τα αγκωνάρια σε μικρότερα κομμάτια, τις “πλάκες”, χωρίς όμως να τα κόβουνε μέχρι κάτω, γιατί θέλανε τις “πλάκες” μισοκομμένες, ώστε αργότερα, που θα είχε ξεραθεί πολύ το σαπούνι, να τις αποκόβουνε.

Στην πολύωρη αυτή διαδικασία παρασκευής του σπιτικού σαπουνιού, συνήθως, παίρνανε μέρος και συγγένισσες, φιλενάδες και γειτόνισσες, που λαβαίνανε κι αυτές το φίλεμά τους σε σαπούνι σαν ανταμοιβή για την παρέα και για τη βοήθεια που δίνανε. Άλλωστε τότε την είχανε σαν “ευαγγέλιο” την παροιμία: “Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο”.

Αυτά τα αγκωνάρια του σαπουνιού, τα χαραγμένα βαθιά σε πλάκες, τα βάζανε σε μέρος που αεριζότανε καλά, στο κατώι ή στην αποθήκη, κι εκεί, με τον καιρό, ξεραινότανε τελείως και γινότανε αληθινό μάρμαρο, έτσι όπως του είχανε ευχηθεί όταν το σταυρώνανε και το “ξεματιάζανε”. Άλλωστε, όπως λέγανε οι παλαιοί: “Το σαπούνι είναι σαν το καλό κρασί. Όσο παλιώνει τόσο καλύτερο γίνεται”.

Αν στο σπίτι είχανε μικρά παιδιά, βάζανε το σαπούνι σε μέρη που να μην το φτάνει το παιδί γιατί έτσι άσπρο και λαχταριστό που ήτανε μπορεί να το περνάγανε τα παιδιά για τυρί και να το τρώγανε. Αλλά και μεγάλοι μπορεί να μπερδευούντανε καμιά φορά: Είναι γνωστή η παροιμιακή ιστορία την οποία έχει καταγράψει ο Νικόλαος Πολίτης που ένας Χιώτης αντί για τυρί αγόρασε λευκό σαπούνι κατά λάθος (ή του το έδωσαν επίτηδες, για να σπάσουν πλάκα)· όταν δοκίμασε να φάει το “τυρί”, αυτό έβγαζε αφρούς και σαπουνάδες, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε να τρώει κι έλεγε: “Τι αφρίζεις και ξαφρίζεις, εγώ έδωκα τον παρά μου και θα σε φάω” ώσπου το έφαγε ολόκληρο.

Με το σαπούνι αυτό, το σπιτικό, που με το πρώτο κιόλας χέρι καθάριζε κάθε βρωμιά όπου κι αν την έβρισκε, θα πέρναγε το σπίτι όλη τη χρονιά, μέχρι που να φτιάσει άλλο, όταν θα κόντευε να τελειώσει. Και καμάρωνε η κάθε νοικοκυρά βλέποντας τα αγκωνάρια και τις πλάκες του σαπουνιού της, γιατί ήξερε καλά πως αυτές οι χοντροκομμένες πλάκες κρύβανε μέσα τους έναν ολόκληρο κύκλο προσπάθειας, κόπου, μόχθου κι αγάπης, όπως όλα τα χειροποίητα ποιήματα ανθρώπων, που κρύβουν ψήγματα της ψυχής και της δύναμής τους.

Με τον καιρό, κάθε πλάκα σαπουνιού που χρησιμοποιούτανε για λούσιμο, πλύσιμο του σώματος, πλύσιμο των ρούχων και των πιάτων κλπ, άρχιζε να μικραίνει και στο τέλος απόμενε μια μικρή “φλούδα” που οι παλιοί τη λέγανε “απολειφάδι” κι έτσι ονοματίζανε και τους πολύ αδύνατους ανθρώπους. Λέγανε, ας πούμε: “Αδυνάτισε ο μπαρμπα – Κώστας. Έγινε σαν απολειφάδι” ή “Τρώγε το φαΐ σου, Γιαννούλα, γιατί έχεις γίνει σαν απολειφάδι και δεν θα βρίσκεις γαμπρό όταν μεγαλώσεις”.

Όπως θυμούνται οι γιαγιάδες που φτιάχνανε κάποτε το σπιτικό σαπούνι, για μια κανονική δόση, δηλαδή για μια “κακαβιά” όπως τη λέγανε στα χωριά μας, χρειαζούντανε:

– 30 κιλά λάδι ή λίπος

– 5 κιλά σπίρτο (ποτάσα)

– 5 κιλά χοντρό αλάτι και

– 3 ντενεκέδες νερό

Αξίζει να πούμε πως σ’ αυτήν την πολύωρη διαδικασία παρασκευής του σπιτικού σαπουνιού, συνήθως, παίρνανε μέρος και συγγένισσες, φιλενάδες και γειτόνισσες, που λαβαίνανε κι αυτές το φίλεμά τους σε σαπούνι σαν “ανταμοιβή” για την παρέα και για τη βοήθεια που δίνανε. Άλλωστε τότε την είχανε σαν “ευαγγέλιο” την παροιμία: “Το ‘να χέρι νίβει τα’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο”. Από το σαπούνι αυτό, το ευλογημένο από τον σταυρό, άφηναν, “για το καλό”, οι γυναίκες και μία από τις πλάκες δίπλα από την κολυμπήθρα της εκκλησίας, για να πλένει ο παπάς τα χέρια του μετά από κάθε βάφτιση και να φεύγουν τα λάδια.

Μια τόσο σημαντική για την οικογένεια και το σπίτι δραστηριότητα δεν ήταν δυνατό να μη γίνει μέρος της ελληνικής παράδοσης:

– Λαϊκή αντίληψη και πρόληψη: Το σαπούνι και το ψαλίδι δεν πρέπει να το δίνεις χέρι με χέρι, γιατί θα μαλώσεις μ’ εκείνον που το παίρνει.

– Την 8η Ιανουαρίου, γιορτή της Αγίας Δομνίκης ή Δομνής, στον Αλμυρό του Βόλου, ήταν (παλιά) η “Μέρα της Μπάμπως”, ένα έθιμο φερμένο από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη. Τη μέρα αυτή η κάθε γυναίκα του χωριού, η οποία ήθελε να αποκτήσει παιδιά, έπρεπε να επισκέπτεται στο σπίτι της τη μαμή και να της προσφέρει δώρα, που κάποτε ήταν χρήσιμα στο έργο της, όπως σαπούνι και πετσέτα ή άλλα όπως κάλτσες, μαντίλα, ποδιά κλπ καθώς και διάφορα φαγητά και ποτά. Μαζί της έπαιρνε κι ένα μπακιράκι με νερό που είχε μέσα ένα ματσάκι βασιλικό δεμένο με κόκκινη κλωστή.

Όταν έφτανε στο σπίτι της μαμής, η “μπάμπω” έβγαινε έξω. Η γυναίκα τής έπλενε τα χέρια με το σαπούνι και της έδινε την πετσέτα να σκουπιστεί, γιατί αλλιώς -στον άλλο κόσμο- η μαμή θα της πρότεινε τα χέρια της άπλυτα. Κατόπιν κλωτσούσε το μπακιράκι κι αν έπεφτε μπρούμυτα θα γεννούσε αγόρι, ενώ αν έπεφτε ανάσκελα θα γεννούσε κορίτσι. Μετά έμπαιναν μέσα στο σπίτι της μαμής, έκανε μετάνοια και φιλούσε το χέρι της λέγοντας:

“Να με φέρεις ένα (αγόρι ή κορίτσι) γερό”.

“Να ’σαι γερή κορίτσι μ’, να ‘σαι καλά”, απαντούσε η μπάμπω.

– Αίνιγμα: Μοιάζει με τυρί, τυρί δεν είναι. Κι αν το βάλεις στο στόμα, γρήγορα θα αφρίσει. Τι είναι;

Απάντηση: Το σαπούνι

– Παροιμίες:

“Σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι”.

“Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς”.

Και οι δυο παροιμίες λέγονται για τους ανθρώπους που είναι αδιόρθωτοι, που ό,τι και να κάνεις, ό,τι κι αν τους πεις, αυτοί δεν αλλάζουν μυαλά.

– Λαϊκή ιατρική:

Με ξύσμα από ξερό καλάμι ανακατεμένο με άσπρο σαπούνι αμεταχείριστο, ζάχαρη χοντρή, λάδι, κερί, πίσσα και θυμίαμα κάνανε οι παλαιοί αλοιφή, με την οποία άλειφαν τα αποστήματα και θεραπεύονταν.

Λαϊκό παραμύθι της Κρήτης

Οι λύκοι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που είχε δύο παιδιά αγόρια, τον Γιώργη και τον Μανολάκη. Η οικογένεια  ζούσε σε ένα ορεινό χωριό. Γύρω από το χωριό όμως παραμόνευαν λύκοι οι οποίοι επιτίθονταν στους ανθρώπους.

Στην άλλη άκρη του  χωριού,  μέσα σ΄ ένα φτωχικό καλυβάκι, ζούσε όμως και μια καλή μάγισσα. Η μάγισσα ελάχιστες φορές εμφανιζόταν, μόνο για να βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις.

Στο χωριό υπήρχε κι ένα καφενείο–παντοπωλείο που οι άνθρωποι αγόραζαν διάφορα πράγματα.

Μια μέρα ο πατέρας είπε στα παιδιά του να πάνε στο καφενείο να του αγοράσουν τσιγάρα.

Για να φτάσουν στο καφενείο έπρεπε να περπατήσουν αρκετή ώρα.

Τα παιδιά τι να κάνουν, σιγά – σιγά  ξεκίνησαν φοβισμένα.

Δεν είχαν προχωρήσει πολύ και μπροστά τους εμφανίστηκε η μάγισσα.

– Που πάτε παιδιά μου; Δε φοβάστε τους λύκους; τους είπε

– Τους φοβόμαστε, αλλά κάνουμε την προσευχή μας και πάμε.

– Γυρίστε πίσω!

– Πρέπει να πάρουμε τσιγάρα. Ο πατέρας μας είναι αυστηρός και θα μας τιμωρήσει αν δεν πάμε.

– Αφού είναι έτσι θα σας βοηθήσω.

Έτσι τους έδωσε τρία πράγματα, αποχτενίδια, τρίχες δηλαδή που μένουν στο χτένι όταν χτενιζόμαστε, σαπούνι κι ένα φλασκάκι με νερό, και τους είπε “όταν θα δείτε τους λύκους θα τους πετάξετε πρώτα τα αποχτενίδια έπειτα το σαπούνι και τέλος το νερό” και έφυγε.

Τα παιδιά δεν πρόλαβαν να πάνε λίγα μέτρα και εμφανίστηκαν πίσω τους οι λύκοι. Τρομαγμένα όπως ήταν θυμήθηκαν τι τους είπε η μάγισσα και για να γλιτώσουν πέταξαν μπροστά στους λύκους  τα αποχτενίδια. Ξαφνικά εκεί που έπεσαν τα αποχτενίδια, κάθε τρίχα γινόταν  κι ένα δέντρο. Έτσι σχηματίστηκε ένα μεγάλο δάσος. Οι λύκοι δυσκολεύτηκαν πολύ μέσα στο δάσος, στην αρχή χάθηκαν   αλλά τελικά τα κατάφεραν και πέρασαν.

Άρχισαν πάλι να τρέχουν για να φτάσουν τα παιδιά. Σε λίγο τα πλησίασαν.

– Μανολάκη ρίξε το σαπούνι γρήγορα, είπε ο Γιώργης.

Ο Μανολάκης έριξε το σαπούνι κάτω και αυτό  απλώθηκε παντού. Οι λύκοι πάτησαν στο σαπούνι και άρχισαν να γλιστρούν, να πέφτουν και να χτυπούν ο ένας  με τον άλλο. Σιγά – σιγά όμως κι αφού ταλαιπωρήθηκαν πολύ πέρασαν τα σαπούνια κι άρχισαν να τρέχουν για να φτάσουν πάλι τα παιδιά.

Όταν τα πλησίασαν πάλι ο Γιώργος λέει του Μανολάκη.

– Μανολάκη ρίξε το φλασκάκι με το νερό γρήγορα γιατί θα μας φάνε.

Μόλις ο Μανολάκης έριξε  το φλασκάκι χάμω το νερό απλώθηκε κι έγινε μια μεγάλη λίμνη. Οι λύκοι, ο ένας μετά τον άλλο από την πολύ ταχύτητα έπεφταν μέσα στη λίμνη και αφού δεν ήξεραν κολύμπι πνίγηκαν όλοι.

Ο Γιώργος με τον Μανολάκη ήσυχοι πλέον ότι δεν τους ακολουθούν λύκοι πήγαν στο καφενείο και αγόρασαν για τον πατέρα τους τσιγάρα.

Από τότε δεν εμφανίστηκαν ξανά λύκοι στο χωριό τους και τα παιδιά μπορούσαν να πηγαίνουν όπου ήθελαν χωρίς να φοβούνται.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύρτα!

Πέρασαν τα χρόνια, ήρθε ο “πολιτισμός” και γεμίσανε τα ράφια στα μπάνια μας, στα πλυντήριά μας και στις κουζίνες μας με κάθε λογής σαπούνια, σαμπουάν, γαλακτώματα, απορρυπαντικά κλπ, κλπ. Και διαβάζεις πίσω στις ετικέτες τα συστατικά τους και φρίττεις από τις χημικές ουσίες που περιέχουν, σε αντίθεση με το αθώο, υγιεινό και αποτελεσματικό σπιτικό σαπούνι που κάποτε μονοπωλούσε τις καθημερινές ανάγκες της καθαριότητας.

Θυμάμαι η μακαρίτισσα η μάνα μου, η Παναγιώτα, όσο ήτανε στα πόδια της, είχε πάντα στη ντουλάπα της σπιτικό σαπούνι και μ’ αυτό λουζότανε και πλενότανε κι έπλενε τα ρούχα και τις πετσέτες της.

“Τα «σαμπουά» που λουζόσαστε και οι «σκόνες» που βάζετε στα «πλυντήργια» είναι βλαβερά και δεν καθαρίζουνε καλά. Εγώ το σαπούνι μου δεν τ’ αλλάζω”, μας έλεγε.

Και είχε (όπως πάντα) δίκιο, γιατί εκείνοι οι “παλαιοί” μπορεί να μην ξέρανε τα γράμματα του σχολείου ξέρανε όμως άριστα τα γράμματα της ζωής και της αποθησαυρισμένης πείρας των αιώνων, που είχανε λάβει από τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους.

Παρ’ όλη, όμως, την “πρόοδο” που έχει σημειωθεί στις μέρες μας και την αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων, υπάρχουν ακόμα γυναίκες (ιδιαίτερα στα χωριά) που επιμένουν να φτιάχνουν σαπούνι σπιτικό με τον παλιό τον τρόπο, κρατώντας ζωντανή την παράδοση κι εξασφαλίζοντας ένα αγνό υλικό πλυσίματος μέσα στον κυκεώνα της “δηλητηρίασης” των πάντων, που ως άφρονες εξαπλώσαμε σ’ ολόκληρον τον πλανήτη, πληρώνοντας καθημερινά βαρύ τίμημα.

Κι όποιος έχει ξεκοπεί από την παράδοση, ας κάνει μιαν επίσκεψη στο καταπληκτικό Μουσείο Ελιάς κι Ελληνικού Λαδιού, στη Σπάρτη, για να δει εκεί (μεταξύ άλλων πολλών) κι ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα-έκθεση στο σπιτικό σαπούνι και στον τρόπο παρασκευής του, ώστε να ξαναπιάσει το νήμα της χαμένης παράδοσης του ελληνικού λαού.

“Ένας λαός που έχει χάσει την παράδοσή του είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χαμένο το μνημονικό του, που έχει πάθει αμνησία. Το σήμερα και το αύριο είναι δεμένα με τα περασμένα. Το σήμερα θρέφεται από τα περασμένα και τα μελλούμενα από το σήμερα.”

Φώτης Κόντογλου


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.