Γραφει ο Β Μητρακος
Μια χαμοκέλα (φτωχόσπιτο , χαμόσπιτο , καλύβα) , σε ανώνυμο δρόμο , ΝΑ του πάρκου Γουδέ .
{χαμοκέλα < χαμο- + κέλλα (< λατινική cella < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω)}
Από τα τελευταία απομεινάρια ενός είδους φτωχόσπιτων που κάποτε υπήρχαν όχι μόνο γύρω αλλά και μέσα στη Σπάρτη . Τέσσερις τοίχοι από ακατέργαστη πέτρα , ασοβάτιστοι , μπόι όσο να χωράει ένας άνθρωπος όρθιος , μια δίριχτη σκεπή από κεραμίδια , μια πόρτα κι ένα παράθυρο … ήταν αρκετά για να φωλιάσει η ζωή μιας οικογένειας .
«Βολεύτηκαν – στριμώχτηκαν οι δυο τους στη χαμοκέλα που νοίκιασαν.»
(Δημήτρης Χατζής , Ανυπεράσπιστοι)