Ένας καλατζής στη Σπάρτη του 2019 !!!

Γραφει ο Βαγγελης Μητρακος


-Ένας καλατζής στη Σπάρτη του 2019 ;

-Ναι ! Ένας καλατζής στη Σπάρτη του 2019 !!!

Εκεί στη στροφή του δρόμου , λίγο πριν από το γεφύρι της Μαγουλίτσας , στον Α. Νικόλαο , ημέρα Παρασκευή , 13 Δεκέμβρη του 2019 , ένας καλατζής (με τη συντροφιά του) , είχε στήσει το αυτοσχέδιο υπαίθριο εργαστήρι του , είχε ανάψει τις φωτιές του , είχε απλώσει  σιμά του τα αναγκαία εργαλεία και τα άλλα της γανωτικής και καθισμένος κατάχαμα , πάσχιζε να γανώσει ένα μεγάλο καζάνι . Στην άκρη στο πεζοδρόμιο είχε αραδιάσει όρθια τέσσερα καζάνια κι ένα ταψί , γανωμένα , που λάμπανε οι κοιλιές τους και μαγνητίζανε τα βλέμματα των περαστικών , οι οποίοι τρίβανε τα μάτια τους από έκπληξη , πού βρέθηκε τούτος ο γανωματής (καλατζής) μέσα στη σύγχρονη πόλη του 2019 , για να θυμίσει άλλες αξέχαστες εποχές . Διότι όλοι οι παλιοί Έλληνες θυμούνται τους γραφικούς γανωτζήδες (με τα μαυρισμένα χέρια και ρούχα λόγω της δουλειάς) να διαβαίνουν στις γειτονιές και στα σοκάκια και τους μαχαλάδες των χωριών μ’ ένα μουντζουρωμένο δισάκι στον ώμο ,  θυμίζοντας στις κυράδες με τις δυνατές τραχιές φωνές τους την υποχρέωση που είχανε για να γανώσουν τα ξεφτισμένα μπακίρια του σπιτικού τους . Κι εκείνες , σαν καλόκαρδες νοικοκυρές , για να έχουν δουλειά όλοι οι καλατζήδες , δεν έδιναν όλα τα χαλκώματα σε έναν , αλλά τα μοιράζανε . Έτσι όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και οι καλατζήδες , για να ανταποδώσουν , τους έλεγαν όλα τα χαμπέρια που μάθαιναν έτσι που γύριζαν από χωριό σε χωριό . Με τον τρόπο αυτό  γίνονταν συνδετικοί κρίκοι της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής .

Κι εγώ , σαν παιδί , θυμάμαι εκεί στη γειτονιά μου , στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης , να περνά κάθε τόσο ένας ψηλός , θεριακωμένος , μαυριδερός γανωματής με τραγιάσκα , με μια λινάτσα λερή κρεμασμένη στον ώμο του γεμάτη από τα εργαλεία της δουλειάς (σφυριά σιδερένια και ξύλινα , αμόνια , τσιμπίδες , τανάλιες , μασιά , πυροστιά …) αλλά και φύλλα χαλκού για να μπαλώνει τα χαλασμένα σκεύη , καρφιά , σπίρτο , καλάι … μαζί και κανένα χάλκωμα  και να σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι με την αγριοφωνάρα του :

-Ο γανωτζήηηηης … ο γανωτζήηηηης …. Χαλκώματα παλιά να γανώνωωωω !

Πολλές φορές η μάνα μου (όπως και οι άλλες γειτόνισσες) τον είχε χρειαστεί για να της γανώσει κουταλοπίρουνα , κατσαρόλες , τηγάνια , ταψιά , το χαρανί που έπλενε τα ρούχα και άλλα «χαλκώματα» του σπιτιού . Γιατί τότε τα λεγόμενα είδη οικιακής χρήσεως ήτανε από χαλκό κι έπρεπε συχνά να γανώνονται , γιατί διαφορετικά ο χαλκός ήταν πολύ επικίνδυνος , αφού έκανε πάνω του μια δηλητηριώδη πράσινη σκουριά (γάνα ή γανίλα) . Ο καλατζής , λοιπόν , αυτά τα χάλκινα σκεύη τα γάνωνε με το λεγόμενο καλάι (κασσίτερο) κι έτσι γίνονταν ασφαλή . Από το καλάι πήρε και το όνομα «καλατζής – καλαϊτζής» ο μάστορας που ήξερε την τέχνη και μάλιστα ήτανε τόσο ισχυρό το παρατσούκλι που σε πολλούς έγινε επίθετο και πολύ διαδεδομένο (Καλα (ν)τζής , Καλαϊ(ν)τζής , Καλαϊ(ν)τζίδης …) . Ο καλατζής λεγότανε αλλιώς και γανωτζής ή γανωτής  ή γανωματής , λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γανάω (γανώ) , που σήμαινε (για μεταλλικά αντικείμενα) λάμπω , γυαλίζω . (Πόσο ωραίο είναι να ανακαλύπτεις συνεχώς πώς η αρχαία γλώσσα ζει ανάμεσά μας και μάλιστα εκεί που δεν το φαντάζεσαι , ακόμα και σε ταπεινά επαγγέλματα και ανθρώπους) . Και αυτή η ονομασία έχει αφήσει πίσω της το επώνυμο «Γανωτής» , ίσως και άλλα .

Πριν αρχίσει το γάνωμα ο καλατζής έπρεπε να ελέγξει μήπως το χάλκωμα ήτανε κάπου τρύπιο . Τότε το κόλλαγε καλά με βόρακα , μετά  το ζέσταινε πάνω στη φωτιά  που άναβε με μια γκαζέρα ή με ξύλα , ώστε να καούν από τις γωνιές τα μαύρα και να φύγει το παλιό καλάϊ , κατόπιν το άλειφε με σπίρτο (οξύ)  για να φουσκώσουν τα καμένα μαύρα , το έτριβε με ψιλή άμμο ή τριμμένο κεραμίδι (κουρασάνι) και τότε ήτανε έτοιμο να γανωθεί . Το έπιανε , λοιπόν , με μια τσιμπίδα και το κράταγε πάνω στη φωτιά ρίχνοντας μέσα το νισαντήρι ή αλλού λισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα  . Κατόπιν το σκούπιζε καλά εσωτερικά  και άπλωνε σ’ ολόκληρη την επιφάνεια το λιωμένο στη φωτιά καλάι με την τσιμπίδα και ένα χοντρό ύφασμα , βαμβακερό ή μάλλινο . Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό μάλλινο ύφασμα ή μπαμπάκι , το βούταγε σε κρύο νερό και τότε , πραγματικά , το χάλκωμα άστραφτε λες και είχε κατεβεί ο ήλιος και είχε κάνει σπιτικό του κείνο το ταπεινό σκεύος της νοικοκυράς του παλαιού καιρού .

Για τα μαχαίρια , τα κουτάλια και τα πιρούνια το γάνωμα ήτανε πιο εύκολο : Ο γανωτζής είχε μια αυτοσχέδια συσκευή , κάτω γκαζιέρα πάνω δοχείο , η φλόγα ζέσταινε το δοχείο που είχε μέσα το καλάι και αφού τα κουταλομαχαιροπίρουνα, καθαρίζονταν πρώτα με το σπίρτο, τα βουτούσε , μετά , στο υγρό καλάι , στη συνέχεια τα καθάριζε με βαμβάκι και ήτανε έτοιμα σαν καινούρια .

Η τέχνη του καλατζή μπορεί να φαινόταν αλλά δεν ήταν εύκολη . Όλη η δουλειά , από την αρχή μέχρι το τέλος , γινότανε με τα χέρια και χωρίς σταματημό . Ο καλατζής την ώρα της δουλειάς ήτανε σε συνεχή κίνηση και απόλυτη προσήλωση μη γίνει κάτι στραβό . Γι’ αυτό και οι παλιοί , αν βλέπανε κάποιον να είναι συγκεντρωμένος σε μια απασχόληση του λέγανε της φράση : «Τι γανώνεις» ; Όταν , πάλι , ήθελαν να δείξουν αδιαφορία για κάποιο γεγονός έλεγαν : «Μας ξεγανώθηκαν τ’ αγγειά» . Ακόμα ο θυμόσοφος λαός μας , με το αλάνθαστο κριτήριο του, διατύπωσε και την παροιμία : «Γανωμένο μπακίρι δε μουχλιάζει» , για να δείξει την αξία που έχει η επιμελημένη εργασία αλλά και την αξία που αποκτά ο άνθρωπος με τη μόρφωση  . Υπάρχει , επίσης , η παροιμιώδης φράση : «Τενεκές ξεγάνωτος» , που λέγεται για τον  ασήμαντο άνθρωπο καθώς και η άλλη : «Θα σου γανώσω το κέρατο» ή «Του γάνωσε το κέρατο» , που σημαίνουν απειλή ή τιμωρία .

Η τέχνη του γανωτή χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα που υπάρχουν. Αν και η χρήση του κασσίτερου ήταν γνωστή από την αρχαιότητα , το επάγγελμα καθιερώθηκε στα τέλη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και γνώρισε την ακμή του στην εποχή του Βυζαντίου.

Στα παλιά χρόνια η δουλειά του καλατζή ήτανε , λόγω ανάγκης , πολύ διαδεδομένη και γι’ αυτό ήτανε πολλοί εκείνοι που πήγαιναν να τη μάθουν κοντά σε έναν καλό τεχνίτη . Δεν ήτανε λίγα και τα παιδιά που γυρεύοντας να μάθουνε μια τέχνη για να ζήσουν σ’  εκείνους τους δύσκολους καιρούς έγιναν καλατζήδες , ξεκινώντας σαν βοηθοί κοντά σ’ έναν έμπειρο μάστορα . Η δουλειά του καλατζή ήτανε , κυριολεκτικά , δουλειά του ποδαριού , αφού ο μάστορας έπρεπε να τρέχει (όλο το χρόνο) στις γειτονιές των πόλεων αλλά και από χωριό σε χωριό , κουβαλώντας στον ώμο του τα εργαλεία και όλα τα απαραίτητα , προκειμένου να βρίσκει δουλειά επί τόπου . Διαφορετικά δε γινότανε .  Έτσι ο καλατζής ήτανε αναγκασμένος να λείπει για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι του  , γυρίζοντας – σαν τον πολύπαθο Οδυσσέα – από τόπο σε τόπο , όπου : «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνων». Απ’ αυτό , άλλωστε , βγήκε και η φράση : «Γυρνάει σαν καλατζής» . Παρά ταύτα ήτανε και καλατζήδες οργανωμένοι , που εκτός από τη «γύρα» είχανε και σταθερό εργαστήρι , όπως εδώ στη Σπάρτη , ας πούμε , στα «παλιατζήδικα» , γωνία Γκορτσολόγου και Μενελάου .

Πολλές φορές η πληρωμή των καλατζήδων εκτός από χρήματα , γινότανε και σε είδος (κάστανα , αυγά , καλαμπόκι , σιτάρι , αλεύρι , φασόλια , τυρί κ.α.) . Μάλιστα , όπως λένε , την περίοδο της πείνας , στην Κατοχή ,  οι γανωτήδες και οι οικογένειες τους δε δυστύχησαν , γιατί αμείβονταν με φαγώσιμα είδη .

Η τέχνη του καλατζή , στο πέρασμα των χρόνων , συνδέθηκε κυρίως με τους τσιγγάνους και έγινε ένα από τα πολλά παραδοσιακά τους επαγγέλματα . Σε μερικά μέρη , μάλιστα , όπως στην Ήπειρο , που έβγαζε πολλούς γανωτζήδες , η τέχνη αυτή δέθηκε τόσο στενά με τη ζωή και την παράδοση του τόπου , ώστε έγινε λαϊκό , αποκριάτικο δρώμενο , τον «Γανωτζή» . Πρόκειται για έναν μιμικό  χορό της τέχνης του καλατζή , που χορεύεται από έναν άντρα , έχει ελεύθερο μελωδικό σχήμα και η μετάβαση από το ρυθμικό χορό στη μίμηση της τέχνης του γανωτζή γίνεται με το παράγγελμα : «γανωτή κατέβα κάτω» , που δίνεται από τους στίχους του τραγουδιού . Το τραγούδι αυτό , όπως όλα τα αποκριάτικα , έχει υπονοούμενα που προκαλούσαν ευθυμία στην ομήγυρη , μιας και δεν έλειπαν από τη ζωή του καιρού και οι πιπεράτες ιστορίες με καλατζήδες και «ζωηρές» νοικοκυρές .

Το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι λέει :

«-Ο γανωτζήηηηης ! Χαλκώματα γανώνωωωω !

-Γανωτζής περνοδιαβαίνει ,

τη καρδούλα μου μαραίνει ,

ωιμέ , γανωτζή !

Γανωτζή ανέβα πάνω , βάι , βάι , βάι

Γανωτζή κατέβα κάτω , μπιζ , μπιζ , μπιζ

Έχουμε δουλειά , να μας γανώσ(εις) τ’ αγγειά .

-Ο γανωτζήηηηης ! Χαλκώματα γανώνωωωωω !

-Γανωτζή γαλανομάτη ,

πόσο πάει το κομμάτι ,

ωιμέ γανωτζή .

-Χαλκώματα γανώνω , βάι , βάι , βάι

χορεύω και τα στρώνω  , μπιζ , μπιζ , μπιζ

καζάνια και ταψιά τα φτιάχνω μια χαρά

τηγάνια και σινιά τα κάνω αστραφτερά .

Ο γανωτζήηηης ! Χαλκώματα γανώνωωωωω !

-Γανωτζής μες στα σοκάκια ,

διαλαλεί και τραγουδεί ,

ωιμέ γανωτζή .

Γανωτζή ανέβα πάνω , βάι , βάι , βάι

Γανωτζή κατέβα κάτω , μπιζ , μπιζ , μπιζ

Έχουμε δουλειά , να μας γανώσ(εις) τ’ αγγειά»

Αλλά ΚΑΙ στα νεότερα χρόνια , τότε που ακόμα η δουλειά του καλατζή ήταν σε ακμή, γράφτηκε , τουλάχιστον , ένα τραγούδι γι’ αυτόν , σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή «Τσάντα» και μουσική του Νίκου Γούναρη , ο οποίος και το γραμμοφώνησε στα 1948 :

 Ο  γανωτής


Χαλκώματα να γανώσω,
ο γανωτής.

Μες στους δρόμους φέρνω βόλτες
και χτυπώ σ’ όλες τις πόρτες.
Σαν ανοίγουνε ρωτώ,
τίποτα να σας χαρώ
τίποτα να σας γανώσω
και γερό να σας το δώσω.

Είναι όμορφη η δουλειά μας
κι έχουμε τα τυχερά μας.
Βγαίνουν κάτι στρουμπουλές
μ’ ένα τέντζερη που λες
και σου λεν γεμάτες γλύκα
γάνωσ’ τον κι είναι για προίκα.

Έσκυψα απ’ το μπαλκονάκι
και σ’ ένα μικρό κουκλάκι.
Κι ενώ έβλεπα πολλά
είδα να χαμογελά
και να λέει στο μπρικάκι
κόλλησε μου ένα χεράκι.

Χαλκώματα να γανώσω , ο γανωτής !

Στα 1914  ο σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος της  ακαδημαϊκής σχολής , ο Δημήτριος Μπισκίνης , (Πάτρα 1891- Αθήνα 1947) , «χάρισε» στο άσημο και ταπεινό αυτό επάγγελμα  έναν όμορφο πίνακα , που εικονίζει το γανωτή να γανώνει τα αγγειά μέσα στο φτωχικό εργαστήρι του και το νεαρό βοηθό του να «δίνει αέρα» στη φωτιά με το φυσερό .

Αλλά και στη σύγχρονη εποχή ο γανωτής γίνεται , ακόμα , πηγή έμπνευσης για πνευματικούς δημιουργούς , κυρίως μέσα από τη μεταφορική σημασία της τέχνης του:

” Ένας γανωματής στην Προύσα “

 Θοδωρής Μπελίτσος

 Ένας απλός γανωματής στην Προύσα

Πριν ξεκινήσει το καλάισμα

Έκοβε στα δυο το τενεκεδένιο δοχείο

Γιατί το κόβεις;

Τον ρώτησε έκπληκτος ένας δάσκαλος

 

Ο άσημος γανωματής στην Προύσα

Χαμογέλασε

Είναι εύκολο να το γανώσεις απ’ έξω

Θα δείχνει καινούργιο

Μα η εσωτερική σκουριά θα μείνει

 

Ένας αγράμματος γανωματής στην Προύσα

Με μια φράση

Έδειξε στο σοφό δάσκαλο

Την απαξία του Φαίνεσθαι

Όταν δεν συνοδεύεται από καλλιεργημένο Είναι

 Ο άγνωστος γανωματής στην Προύσα

Κατείχε την αρχαία σοφία των απλών ανθρώπων

Γνώριζε

Πως το μονοπάτι προς την αλήθεια

Περνά από το «Γνῶθι σαὐτόν»

 

Θοδωρής Μπελίτσος

Ν. Σμύρνη, 26 Μαΐου 2016

Στα χρόνια μετά το ’60  τα αλουμινένια και , γενικά  , τα ανοξείδωτα βιομηχανικά σκεύη  αντικατέστησαν στα σπίτια τα χαλκωματένια , τα οποία , πλέον , πήραν θέση, σαν διακοσμητικά σε ράφια και τζάκια σπιτιών και μαγαζιών και σαν εκθέματα σε Λαογραφικά Μουσεία . Έτσι το επάγγελμα του καλατζή μπήκε στο περιθώριο για πάντα μαζί με άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα , όπως του σαμαρά , του καροποιού , του σιδερά (γύφτου) , του λούστρου , του πλανόδιου μανάβη , του τσαγκάρη , του παγωτατζή , του εφημεριδοπώλη , του πεταλωτή , του βαρελά , του πλανόδιου φωτογράφου ,  του καροτσέρη , του πωλητή πάγου , του καρεκλά , του καλαθά , του ομπρελά , κλπ , κλπ .

Ελάχιστοι πια «νομάδες» καλατζήδες έχουν απομείνει στην Ελλάδα , αμετανόητοι θησαυροφύλακες μιας τέχνης που έζησε από γενιά σε γενιά μέσα από την παράδοση και που σίγουρα , μετά απ’ αυτούς , θ’ αφήσει την τελευταία πνοή της .

Τούτος δω , λοιπόν , ο καλατζής που εμφανίστηκε ξαφνικά στη Σπάρτη του 2019 κι έστησε εργαστήρι υπαίθριο , ανάμεσα στους μεγάλους δρόμους με τα πολλά αυτοκίνητα , κάτω από τις μεγάλες πολυκατοικίες και δίπλα στα σύγχρονα καταστήματα , τούτος δω ο καλατζής που έστησε τέσσερα γανωμένα καζάνια κι ένα ταψί όρθια στην ακρη του δρόμου , κραυγή , λες , και κάλεσμα από το παρελθόν της ζωής μας , τούτος δω ο καλατζής κατάφερε ν’ ανοίξει ένα μεγάλο παράθυρο που ήταν κλειστό και να μας κάνει να αγναντέψουμε νοσταλγικά το Χθες .

Ήταν σαν να πήρε στα χέρια του το γανιασμένο αγγειό της ζωής μας και να το γάνωσε και να το έκανε ξανά καθαρό και λαμπερό .  Να είναι καλά !

 

 


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.