Ζωή σαν παραμύθι! Ζεστές και γλυκές Χριστουγεννιάτικες στιγμές μιας άλλης εποχής!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Από τότε που νοηθήκαμε τον εαυτό μας, βιώναμε τις μέρες των Χριστουγέννων σαν μια περίοδο έντονα μυστηριακή και με ιδιαίτερη κατάνυξη, σαν μέρες που έφερναν τους ανθρώπους πιο κοντά, ζεσταίνοντας τις ψυχές όλων! Σε αυτό βοηθούσε η πλούσια Χριστιανική παράδοση, οι λαϊκές συνήθειες, η μαγεία του χειμωνιάτικου κλειστού καιρού, και οι διακοπές του σχολείου! Τα παιδιά κάναμε τον σταυρό μας να χιονίσει, και οι μεγάλοι προσεύχονταν κάθε βράδυ στο εικόνισμα να μην χιονίσει και χαθούν τα εισοδήματα που ήταν αμάζευτα! Τις χρονιάρες μέρες η οικογένεια μεγάλωνε, και ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για κουβέντα γύρω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, ή στο τζάκι! Χωρίς τηλεοράσεις ο κόσμος ρούγευε και τον χειμώνα στα σπίτια καθημερινά, γυρεύοντας την επαφή με συγγενείς, φίλους και γείτονες! Πιτσιρικάδες παίρναμε θέση στο παλιό τζάκι για ν’ ακούσουμε ιστορίες παλιές, αστείες και σοβαρές, μαγικές, χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ανέκδοτα, σπαζοκεφαλιές, αλλά και να νοιώσουμε μοναδικές μυρουδιές και γεύσεις του φαγητού στην σιδεροστιά. Το τζάκι στο σπίτι μας το είχε φτιάξει ο «Μαστροβασίλης», ένας τεχνίτης πετρομάστορας πρόσφυγας, ήταν περίτεχνα φτιαγμένο με γύψινη πρόσοψη, αλλά με τον δυνατό βοριά κάπνιζε και μας έτσουζαν τα μάτια μας! Αξιωθήκαμε και ζήσαμε ανεπανάληπτες στιγμές σε αυτό το τζάκι, γύρω του προλάβαμε να μάθουμε πολλά, αλλά μπροστά σε όλα όσα νοιώσαμε, τι ήταν ένα τσούξιμο στα μάτια;

Εν τω μεταξύ οι διακοπές του σχολείου είχαν αρχίσει, και μέχρι τέλος του χρόνου μαζεύονταν οι περισσότερες ελιές, και το φρέσκο λάδι έμπαινε επιτέλους στα κιούπια στα κατώγια! Τα λιτριβιά δούλευαν ασταμάτητα, ήταν μια καθημερινή ρουτίνα για τους λιτριβαραίους, αλλά μια σημαντική μέρα για τον κάθε παραγωγό που έβλεπε επιτέλους τον κόπο του να γίνεται χρυσάφι! Τα παιδιά δεν χάναμε την ευκαιρία να παρακολουθούμε πώς βγαίνει το λάδι μας, από την ώρα που κουβαλούσαν οι εργάτες του λιτριβιού με τα γαϊδούρια από το σπίτι τον καρπό, την πλάστιγγα και το ζύγισμα, τα αναβατόρια, το πλύσιμο, τα μεγάλα λιθάρια που έσπαζαν και άλεθαν τον καρπό, τις τσαντίλες με το ζυμάρι που ανέβαιναν αργά και πιέζονταν πάνω στα πιεστήρια, το λάδι που έτρεχε από την πίεση και πήγαινε στους διαχωριστήρες, τον κατσίγαρο και το λάδι που έτρεχαν χώρια, τον «καραβοκύρη» που κανόνιζε το λάδι που θα πάρει ο παραγωγός και το δικαίωμα του εργοστάσιου! Πιο δίπλα έπεφτε σε σωρό η αχνιστή πυρήνα που τίναζαν οι εργάτες από τις στυμμένες τσαντήλες, και άρχιζε το κουβάλημα της πυρήνας με τις κόφες στην πλάτη των εργατών πάνω στο φορτηγό για το πυρηνελαιουργείο. Μόλις μας έβλεπαν οι λιτριβαραίοι μας φώναζαν να φέρουμε από το σπίτι μια διπλοσφελίδα ψωμί, την «κομμάτα», να την καψαλίσουμε στο καμίνι του λιτριβιού και να την βουτήξουμε στο ντεπόζιτο που έτρεχε το φρέσκο λάδι, να ρίξουμε και αλάτι, και το φχαριστιόμαστε!

Οι νοικοκυρές τις βροχερές μέρες είχαν ετοιμάσει τα μελομακάρουνα, τους κουραμπιέδες και τα σκαλτσουνάκια, και την παραμονή ζύμωναν το ψωμί και το «Χριστόψωμο» και τις λαλαγγίδες. Οι κοπέλες βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές, όταν είχαν χρόνο κεντούσαν, και οι γριές μπάλωναν καμιά τρύπα στα ρούχα της δουλειάς! Οι υπόλοιποι μαζευόμαστε στο τζάκι πρώτη θέση μαζί με τα γατιά που γουργούριζαν από την ζέστα, γιατί μας άρεσε να ακούμε ιστορίες, και να μαθαίνουμε τα νέα του σπιτιού, και πώς τα φέρναμε βόλτα.

Οι άντρες γυρνούσαν πριν το σούρουπο από τα καφενεία και φέρνανε στο σπίτι τα νέα της αγοράς, κουβαλώντας και καμιά φθαρμένη τράπουλα να παίξουμε σπίτι «κολιτσίνα», «σκαμπίλι», ή καμιά σβουρίτσα με το «βάλτε όλοι» και το «πάρτα όλα» για να παίξουμε μεταξύ μας τις πενταροδεκάρες που είχαμε μαζέψει! Εμείς τσιγκλάγαμε τα ξύλα και τα κάρβουνα και έσβηνε η φωτιά γιατί την κάναμε σαν «γαϊδουροκυλίστρα», ή πεταγόταν κάνα κάρβουνο στο σάισμα και μας έπαιρνε η μυρουδιά της καμένης τρίχας, ή της καμένης κουρελούς! Και για να μας αλικοντίσουν από την αναποδιά, να μας αναχαιτίσουν δηλαδή μη κάψουμε το σπίτι, μας έλεγαν ότι «άμα πιάνετε τα δαυλιά, την νύχτα θα κατουρηθείτε»!

Οι γέροι είχανε την δική τους αγκωνή στο τζάκι, και μόλις τρώγανε την βραδινή σουπίτσα, τραχανά και χυλοπίτες «για να ζεσταθούν και να μαλακώσει η κοιλιά τους», πιάνανε την κουβέντα για τα παλιά, και από δίπλα οι γριές, όσες έβλεπαν, προσπαθούσαν να πλέξουν κανένα σκουφί μαλώνοντας με τα γατιά που έπαιζαν με τα κουβάρια και τους μπλέκανε τα νήματα! Κάποια στιγμή που κουράζονταν τα μάτια τους από το μπάλωμα ή το πλέξιμο, ακούγαμε το «μια φορά κι έναν καιρό τα παλιά τα χρόνια»! Με τα μαγικά τούτα λόγια άρχιζε το παραμύθι, γινόταν ησυχία μεγάλη, κρεμόμαστε από τα χείλη τους, και αυτόματα μεταφερόμαστε σε μαγικές εποχές και τόπους ονειρεμένους. Ο σπουδαίος λόγος του απλού λαού μέσα από το παραμύθι ξεκίνησε από τα αρχαία χρόνια, και από στόμα σε στόμα έφτασε στο σήμερα, διατηρώντας έτσι την παράδοσή μας! Το παραμύθι άντεξε στο χρόνο εξ αιτίας της ανάγκης που είχαν οι άνθρωποι να μιλάνε για τους πόθους τους, να μαθαίνουν, να παρηγορούνται και να ελπίζουν μέσα από αυτό, γιατί παραμύθι σημαίνει γνώση, παρηγοριά, και ελπίδα για το καλύτερο.

Με τις ώρες καθόντουσαν οι γέροι στο τζάκι, με τη μπελαρίνα και το παλτό ανάρριχτα στην πλάτη, αφού «το τζάκι μπροστά είναι πύρα, και πίσω κλαδευτήρα». Αν υπήρχε και καμιά ψείρα στα γένια, στα μαλλιά, ή «κορμόψειρα», από τη ζέστα σκάριζαν στον γιακά, ή πεταγόταν στο κεφάλι του διπλανού! Όσοι είχαν κάνει τσοπανόπουλα ήξεραν να παίζουν τσαφάρι, και μας παίζανε τα κάλαντα και δημοτικά τραγούδια. Οι γιαγιάδες συνταύλαγαν τη φωτιά, και με τα μαύρα φαρδιά φουστάνια που σούρνονταν στον φόκο σκούπιζαν τη στάχτη και γίνονταν κάτασπρα σαν της σταχτομπούτας! Είχαν προμηθευτεί έγκαιρα τις ευχετήριες ταχυδρομικές κάρτες για να στείλουν τα χρόνια πολλά στους συγγενείς τους σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά αφού δεν ήξεραν γράμματα ή δεν έβλεπαν, μέρες πριν τις γιορτές μας έβαζαν τα βράδια να γράφουμε τα χρόνια πολλά και τα νέα από το χωριό στην αδερφή τους, στον αδερφό τους, στο παιδί στο εξωτερικό, και σε ανταπόδοση αυτής της εξυπηρέτησης όταν λάβαιναν το συστημένο με το τσέκι ή τα δολάρια, μας έδιναν το χαρτζιλίκι μας! Οι παππούδες όταν εύρισκαν ακροατήριο δεν βάζανε γλώσσα μέσα τους, θυμόντουσαν το φανταριλίκι, τον πόλεμο, και όλα τα παλιά, αλλά είχαν πλάκα όταν ξεχνάγανε και προσπαθούσαν να θυμηθούν τα σημερινά! Όταν δεν μιλούσαν, σκεφτόντουσαν τα περασμένα χρόνια, καλά και λοβά! Τους απασχολούσαν και τα «στερνά» τους, να έχουνε το λογικό τους και να μπορούν να συγυρίζονται μόνοι τους ως το τέλος! Σκεφτόμενοι ότι πλησιάζει το τέλος τους είχαν προετοιμαστεί γι αυτό, και τέτοιες χρονιάρες μέρες μεταλάβαιναν μη τύχει κάτι «άξαφνο»!

Μετά από τις 40 μέρες αυστηρής νηστείας του σαρανταήμερου, είχε αρχίσει μεγάλη πεθυμιά για το κρέας. Οι πιο πλούσιοι και χορτάτοι από φαΐ ειρωνευόταν όσους νήστευαν λέγοντας, «νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει»! Ο απλός κόσμος νήστευε για να καταλάβει τις άγιες μέρες που έρχονται! Τότε και τα πιο φτωχά σπίτια έθρεφαν γουρουνόπουλα για το κρέας της χρονιάς τους, και παραμονές Χριστουγέννων είχε έρθει ο καιρός να σφαχτούν. Από πολύ πρωί ακούγονταν τα σκουξίματα των γουρουνιών που ένιωθαν το μαχαίρι στο λαιμό, με το λεμόνι και ένα πορτοκάλι στο στόμα που τους έβαζαν για να μη δαγκώσουν κανέναν σφάχτη, και για να πάρουν καλή μυρουδιά τα άντερά του για τα λουκάνικα όσο ακόμα ανάσαινε! Ήταν τα γνωστά «χοιροσφάγια», μια τελετουργία που συνηθιζόταν σε πολλά μέρη τα Χριστούγεννα, και σηματοδοτούσαν το τέλος της νηστείας!

Την παραμονή με το χάραμα τρέχαμε να προλάβουμε να πούμε τα κάλαντα, γιατί αν αργούσαμε ακούγαμε το «μας τα είπαν άλλοι», οπότε χάναμε το χαρτζιλίκι! Στο τέλος κατάκοποι από το περπάτημα μετράγαμε το χρήμα, και τα πρώτα μας ψώνια από του «Πατίκη», ήταν φακός και μπαταρίες για τις κοκινονούρες τα βράδια, λάστιχο για τις σφεντόνες, και «συντελίνη», ασετυλίνη, για να παίζουμε κρυφά από τους μεγάλους προκαλώντας εκρήξεις με το ντενέκι που μερικές φορές μας άνοιγε το κούτελο και τρέχαμε γιορτινάτα στο γιατρό να μας ράψει! Το μάζεμα την παραμονή το βράδυ, το ρεβεγιόν, γινόταν στο σπίτι, στο «χειμωνιάτικο» με το τζάκι όπου μαζευόταν μια παρέα συγγενείς και οικογενειακοί φίλοι για να απολαύσουν άφθονους και εκλεκτούς μεζέδες, τηγανητή σκωταριά, τρυφερό ψαρονέφρι στα κάρβουνα, και τις «οματιές», έναν μερακλίδικο και μπελαλίδικος μεζέ που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές με το παχύ έντερο του γουρουνιού γεμισμένο με ψιλοκομμένο κρέας αρωματισμένο με διάφορα μπαχαρικά, μυρουδάτα αγριόχορτα ανακατεμένα με βρασμένο κομμένο στάρι που τα έψηναν σε ταψί στον φούρνο και ήταν «λουκούμι»!

Χορτάτοι από φαγητά και ιστορίες που τις αποθηκεύαμε βαθιά στο μυαλό μας, δεν λέγαμε να σηκωθούμε από τα σαΐσματα που είμαστε ξαπλωμένοι σαν τα γατιά στη ζέστα στο φόκο! Κοκκίνιζε το μάγουλο από τη ζέστα, «βασιλεύανε» τα μάτια από τη νύστα, αλλά δεν το κουνάγαμε ρούπι! Όταν δεν πήγαινε άλλο, φιλάγαμε το χέρι των μεγάλων, κάναμε την προσευχή μας, λέγαμε καλή αυριανή, και αναχωρούσαμε για την καμαρούλα μας! Κάποια στιγμή η ρούγα σχόλαγε, και ο καθένας κάνοντας το παλτό ή τη μπελαρίνα «κουκουγέρι» για το κρύο, τράβαγε στο κονάκι του! Κατά τις πέντε το πρωί ο παππάς βάραγε την καμπάνα για τα Χριστούγεννα, και με την τρίτη καμπάνα φτάναμε στην εκκλησία, και στις οχτώ η ώρα είμαστε πίσω στο σπίτι και λέγαμε τα χρόνια πολλά! Ανήμερα η μάνα μαγείρευε στην κατσαρόλα το καθιερωμένο «χοιρινό με σέλινο», αυγοκομμένο με ντόπια αυγά που έδιναν στο λαχταριστό ζουμί το χρώμα της χρυσής λίρας! Τέτοιες χρονιάρες μέρες είχαν ένα πιάτο παραπάνω για κανένα απρόσμενο μουσαφίρη, βοηθούσαν φτωχούς και αναξιοπαθούντες, και δεν παρέλειπαν τα γεύματα παρηγοριάς στους λυπημένους.

Ζεστές και γλυκές αναμνήσεις αξέχαστων εποχών, που δεν είναι δυνατόν να ξαναγυρίσουν! Τουλάχιστον αυτές τις γιορτινές χρονιάρες μέρες ας προσπαθήσουμε να ξανασμίξουμε και να τις περάσουμε όσο γίνεται πιο όμορφα, με καλή καρδιά, κουβέντα, και αναστοχασμό! Καλά Χριστούγεννα, χρόνια πολλά και καλά με υγεία σε όλους, χρόνια πολλά σε όσες και όσους γιορτάζουν όπου γης, Ελλαδίτες και Κυπραίους! Καλές γιορτές!


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.