Βορβοί, ένας εξαιρετικός Ελληνικός μεζές της σαρακοστής και του Ευαγγελισμού!

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Τέτοια εποχή που αναζητάμε αγριόχορτα για την νηστεία της σαρακοστής, καθώς «δεν λείπει ο Μάρτης από την σαρακοστή», εκεί που περπατάς σε βουνά, υψώματα, ή σε χέρσα ισιώματα, το αεράκι της εξοχής φέρνει μια μεθυστική μυρουδιά που σου «σπάει» τη μύτη, κάτι σαν του κρεμμυδιού, αλλά πιο απαλή! Αν σκύψεις θα δεις κάτι μικρά χορταράκια με πέντε- έξι φυλλαράκια στενόμακρα, με μοβ λουλουδάκια στη κορυφή του βλασταριού τους που μοιάζουν με βατόμουρα, που περπατώντας τα «πήρες σβάρνα» και πλημμύρησε ο τόπος από αυτή την μυρουδιά. Τα μοβ λουλουδάκια λοιπόν με την μυρουδιά τους μαρτυρούν ότι κάτω από το χώμα κρύβεται ακόμη ένας θησαυρός της γης, ένας θεϊκός ροδοκόκκινος βολβός σαν κρεμμυδάκι, ο «βορβός», που έχει έρθει ο καιρός να σκάψουμε για να τον αποκαλύψουμε και να τον γευτούμε! Φυτρώνει κυρίως σε αργιλώδη εδάφη, όπου υπάρχει «κοκκινάτσα», στα «Κουτσικόπουλα», «Μαυριλό», «Σκαρπούς», «Ψηφιά», «Κάκαβο», και αλλού. Οι περισσότεροι τους μαζεύουν όταν έχει ανθίσει το μοβ λουλουδάκι, αφού έτσι τους εντοπίζουν ευκολότερα, αλλά το καλύτερο είναι να τους βγάλουμε πριν ανθίσουν, γιατί όταν το φυτό ανθίζει στέλνει όλη την ενέργεια στο λουλούδι για να κάνει το σπόρο, και έτσι ο βορβός χάνει χυμούς και αρώματα, γίνεται σκληρός, και δεν βράζει εύκολα. Τους βορβούς τους κυνηγούσαν με μανία οι γίδες, και όταν το βράδυ τις αρμέγαμε και ζύγωναν την μούρη τους, μας «κόρωνε» η μυρουδιά από τα χνώτα τους!

Δύσκολο το μάζεμα των βορβών, γιατί εκτός από περπάτημα όλη μέρα θέλει γερά μπράτσα για το σκάψιμο, και γερή μέση για το σκύψιμο! Δεν τους βρίσκεις εύκολα, πρέπει να σκάψεις βαθιά με υπομονή, και με τρόπο για να μην τους χτυπήσεις με το ξινάρι και τους κόψεις, αφού συνήθως βρίσκονται σε βάθος 20 εκατοστών, και μετά από δυο τρεις ξιναριές βγαίνουν στην επιφάνεια σφιχταγκαλιασμένοι με το κοκκινόχωμα. Αν δεν έχει βρέξει, δεν σκάβεται εύκολα ο τόπος. Πρέπει να ιδρώσεις τον Μάρτη, όσο κρύο και να κάνει, και να βγάλουν «καρούλες» τα χέρια σου από το αγριλίσιο στειλιάρι του ξιναριού, για να απολαύσει η μύτη σου τις λεπτές μυρουδιές, και ο ουρανίσκος σου τις θεσπέσιες γεύσεις που χαρίζουν οι άγριοι βορβοί, εκτός και αν τα αγοράσεις από ντόπιους.

Ήταν μια δουλειά για τους άντρες του σπιτιού, και για πολύ κόσμο ήταν ένα συμπληρωματικό χαρτζιλίκι, αφού όσους περίσσευαν τους πουλούσαν σε άλλα σπίτια, σε μανάβικα, και σε ταβέρνες, ειδικά την περίοδο της σαρακοστής αφού ήταν ένας σαρακοστιανός μεζές, που άνοιγε και την όρεξη. Ο εξοπλισμός λιτός, ένα καλό ξινάρι, ή ένας γκασμάς! Πριν ξεκινήσουν τα σκαψίματα των αμπελιών και τα οργώματα στα χωράφια, οι αγρότες είχαν κάνει το κουμάντο τους για τα εργαλεία, είτε παραγγέλλοντας καινούργια στα σιδεράδικα του χωριού, τα «γύφτικα» όπως τα λέγανε, είτε στέλνανε με εμάς τα παιδιά στο «γύφτικο» τα παλιά για επισκευή, να τα «βουλώσουν», να βάλουν πρόσθετο κομμάτι για να είναι μεγάλη και κοφτερή η κόψη τους, και να τα «βάψουν» για να σκληρύνουν! Δούλευαν στο φουλ αυτήν την εποχή τα «γύφτικα», και την ώρα που τα παραδίδαμε για επισκευή, βρίσκαμε την ευκαιρία να χαζέψουμε σε μια γωνιά το «καμίνι» με το φυσερό να πυρώνει το σίδερο, και όρθιο στην μέση τον σιδερά, τον «γύφτο», μαυρισμένο από το κάρβουνο και τον ιδρώτα, με τα ατσάλινα μπράτσα, να μην παίρνει ανάσα! Στο ένα χέρι το σφυρί και στο άλλο την τσιμπίδα με το πυρωμένο σίδερο που το χτύπαγε στο αμόνι και πέταγε φωτιές δίνοντάς του όποιο σχήμα ήθελε! Και πιο δίπλα το καζάνι με το νερό που το βάφτιζε μέσα και «έβαφε» το πυρωμένο σίδερο, ακούγοντας το «τζουζ»! Όλοι βιαζόντουσαν να παραδοθούν στην ώρα τους το ξινάρι, ο γκασμάς, η σκεπαρνιά, τα υνιά και τα αλέτρια, όλα τα «όπλα» του γεωργού!

Ξεκινούσαν για τους βορβούς το πρωί με το ξινάρι ή τον γκασμά στον ώμο, με το κοφίνι στο άλλο χέρι, ή με ένα σακί παραμάσκαλα, με λίγο ψωμί, ελιές και κρεμμύδι στο στράστο, και γύριζαν αργά το απόγευμα λιώμα από το σκάψιμο, κοψόνεφροι από το σκύψιμο, και με καρουλιασμένα χέρια! Με το πέρασμα του χρόνου, και με το φευγιό από αυτόν τον κόσμο των παλαιότερων, όλο και λιγόστευε ο κόσμος που έβγαζε βορβούς για δική του χρήση, είτε για πούλημα. Εκεί στην δεκαετία του ’90 ήρθαν να καλύψουν αυτό το κενό ξένοι οικονομικοί μετανάστες, κυρίως Βούλγαροι. Τέτοια εποχή που τελείωναν τις ελιές, καταπιάνονταν και με αυτό οι πονηροί για να κάνουν «αρπαχτές», αφού αντί για τους κανονικούς κοκκινωπούς βορβούς που χρειάζονταν βαθύ σκάψιμο και κούραση, πήγαιναν και μάζευαν κάτι ασπρουλιάρικους βολβούς που ήταν στα ξέβαθα, αυτούς τους μαλακούς και άνοστους που τους λέμε «σκυλοβορβούς», που δεν έχουν καμία σχέση με τους βορβούς. Και βέβαια όπως συμβαίνει και με όλα τα αγριόχορτα, το μάζεμα των βορβών θέλει πολύ προσοχή, και ανθρώπους που να ξέρουν τις περιοχές , καθώς παραμονεύουν δηλητηριάσεις από τα ραντίσματα στα χωράφια με φυτοφάρμακα.

Οι βορβοί ανέκαθεν ήταν ένας εξαιρετικός Ελληνικός σαρακοστιανός μεζές, που τον διατηρούσαν σαν τουρσί και τον απολάμβαναν ολοχρονικής, και εκτός των νηστειών! Τους μάζευαν αυτή την εποχή με λαχτάρα, αλλά και όσοι δεν μπορούσαν τους αγόραζαν από αυτούς που τους έβγαζαν, ή από τον μανάβη, ή από τις λαϊκές. Τους καθαρίζανε όπως τα ξερά κρεμμύδια και τους μεγαλύτερους τους χαράζανε στο κάτω μέρος σταυρωτά για να βράσουν ομοιόμορφα με τους μικρούς. Τους πλένανε καλά, και τους βράζανε για 10 λεπτά σε μια κατσαρόλα με μπόλικο νερό, μετά τους βγάζανε, τους ξεπλένανε και τους ξαναβράζανε δεύτερη φορά για άλλα 10 λεπτά, και άλλη μια τρίτη φορά ρίχνοντας και λίγο αλάτι στο νερό για το τελικό βράσιμο, όσο πάρει, δοκιμάζοντας συνέχεια αν είναι βρασμένοι, και προσέχοντας να μην παραβράσουν τσιμπώντας τους να μην λιώνουν. Τους σουρώνανε και τους αφήνανε να κρυώσουν, τους βάζανε σ’ ένα γυάλινο μπολ με ξύδι, και όταν τους «έπιανε» καλά το ξίδι τότε τους βάζανε μαζί με το ξίδι σε πήλινο ή σε γυάλινο δοχείο, συμπληρώνανε με λάδι μέχρι να σκεπαστούν καλά, και το κλείνανε να μην παίρνει αέρα. Τους αφήνανε λίγες μέρες για να γλυκάνουν και μετά είναι έτοιμοι για σερβίρισμα. Έχουν λίγο πικρή γεύση, αλλά όσο τους αφήνουμε μέσα στο λάδι και ωριμάζουν, γλυκαίνουν αρκετά. Διατηρούνται για ένα χρόνο, αλλά σε δροσερό μέρος.

Τους αποθηκεύανε σε πήλινο βάζο, προσέχοντας να είναι καλής ποιότητας το δοχείο, γιατί το δυνατό ξίδι μπορεί να έτρωγε την επάλειψη του δοχείου και να αλλοιωνόταν η γεύση και η μυρουδιά τους. Οι περισσότεροι για σιγουριά τα βάζανε σε γυάλινα βάζα που φαίνονταν μέσα πόσους βορβούς είχαν, πόσο ξίδι, και πόσο λάδι, ενώ στο πήλινο βάζο που τα βάζανε οι δικοί μας, δεν φαίνονταν πόσοι βορβοί είχαν μείνει από τις συχνές κρυφές επισκέψεις μας! Το καταλάβαιναν μόνο όταν η κουτάλα πια δεν έβγαζε βορβούς, αλλά μόνο λαδόξιδο!
Όταν τους βγάζανε στο πιάτο ρίχνανε μπόλικο λάδι, τους ζούπαγε ο καθένας με το πιρούνι για να ανοίξουν, τους κυλούσαν στο λάδι, και τους απολάμβαναν με κλειστά μάτια! «Πικρό στο στόμα, γλυκό στο σώμα» λέγανε οι παλαιότεροι, θέλοντας να τονίσουν πόσο ωφέλιμοι είναι για τον οργανισμό! Οι άγριοι βορβοί είχαν δυναμωτικές ιδιότητες, και ήταν διουρητικοί. Θεωρούνται ότι ρίχνουν της χοληστερίνη, ότι τονώνουν τους εξασθενημένους οργανισμούς, ανοίγουν την όρεξη με το ξίδι τους στους άρρωστους, και θεραπεύουν φλεγμονές του συκωτιού. Το μεταχειρίζονταν και σαν έμπλαστρο για εξωτερικούς πόνους από πρηξίματα, ρευματισμούς, αποστήματα, στραμπουλήγματα, και άλλες κακώσεις. Έτσι ήταν η ζωή στο χωριό που βιαστήκαμε να την ξεπεράσουμε για να μην μας λένε «βλαχαδερά», και την ξεχάσαμε γρήγορα!

 

Τώρα τελευταία στο facebook όλο και περισσότεροι δηλώνουμε με διάφορες αναρτήσεις και παλιές φωτογραφίες ότι αγαπάμε τα χωριά μας, και νοσταλγούμε την ομορφιά, την απλότητα, και την αγνότητα της ζωής των παλαιών χρόνων, και ότι θέλουμε να αναβιώσουμε τα ήθη και τα έθιμα για να ξαναζήσουμε αξέχαστες στιγμές! Αυτές οι αξέχαστες στιγμές δεν ήταν μόνο το παραδοσιακό νοικοκυριό με όλο το παλιό αναχρικό, ο φούρνος, ο αργαλειός, και άλλα, ούτε οι τοπικές γιορτές και τα πανηγύρια, τα γλέντια στα σπίτια, και οι γευστικές απολαύσεις στα φαγητά της γιαγιάς! Ήταν και η συμπεριφορά των ανθρώπων, το αληθινό ενδιαφέρον για τον διπλανό, και η καλή καρδιά με κυρίαρχα συναισθήματα την αγάπη, την ενσυναίσθηση, και την αλληλεγγύη! Δεν είναι δύσκολο να το πετύχουμε αρκεί να το πιστεύουμε και να το προσπαθήσουμε, και αν δεν ξέρουμε, μπορούμε να ρωτήσουμε όσους ξέρουν! «Ρωτώντας πάς στην πόλη», «ρωτώντας πάς και στο χωριό»!

Στο χέρι μας λοιπόν είναι τούτες τις μέρες της μεγάλης σαρακοστής, και την αυριανή διπλή γιορτή του Ευαγγελισμού, να περάσουμε παραδοσιακά, Χριστιανικά και Ελληνικά, όπως έκαναν από πίστη και συνήθεια οι παλαιότεροι, ακολουθώντας με σειρά όλες τις προετοιμασίες για να καταλάβουμε τις άγιες μέρες που έρχονται! Να νηστέψουμε, να πάμε στην εκκλησία στους αποψινούς τελευταίους χαιρετισμούς, το ίδιο και αύριο του Ευαγγελισμού, και να παρακολουθήσουμε την παρέλαση των παιδιών, έχουμε δεν έχουμε παιδιά στα σχολεία, γιατί λιγοστεύουν και αυτά, και να χαμογελάσουμε για μια φωτογραφία στο ηρώο που θα μείνει! Μετά να καθίσουμε για να γεμίσουν οι πολύχρωμες καρέκλες της πλατείας, να φάνε τα παιδιά το παγωτό τους, όπως τρώγαμε κι εμείς το πρώτο μας παγωτό του Ευαγγελισμού από το γαλακτοπωλείο του μπάρμπα Μήτσου του Γορανίτη, και εμείς οι μεγαλύτεροι όσο μπορούμε και βρισκόμαστε ακόμα μεταξύ μας να πιούμε με την παρέα μας το καθιερωμένο ουζάκι στην πλατεία για να μας ανοίξει η όρεξη, για να φάμε τον πατροπαράδοτο τηγανητό μπακαλιάρο, που φέτος είναι πανάκριβος, και αφού δεν έφτασε το market pass να αγοράσουμε όσο θέλαμε, αγοράσαμε λιγότερο! Αλλά για να φτουρήσει πιο πολύ και να γεμίσει η κοιλιά, θα φτιάξουμε περισσότερη σκορδαλιά, και περισσότερο αλευροσκορδοχυλό που φτιάχνουμε από το πρώτο νερό του ξαρμυρίσματος, και για συμπλήρωμα θα έχουμε μια σκουτέλα με άγρια λάχανα, και μια τσανάκα με άγριους βορβούς!

Αυτή είναι η ζωή στο χωριό που νοσταλγούμε! Όλα αυτά, και άλλα πολλά που έχουμε μέσα στην καρδιά μας, είναι η Πατρίδα μας που γιορτάζει αύριο! Καλή αυριανή, χρόνια πολλά στον Βαγγέλη και τη Βαγγελιώ,   χρόνια πολλά με υγεία σε ούλλους μας! Χρόνια πολλά όμορφη και παράξενη πατρίδα με ούλλα τα ωραία σου ……. και ούλλα χαλάλι σου


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.