«Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς, μα το ψωμί στημόνι» ….

Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.
Αριστερά, ο μεγάλο κορίτσι της οικογένειας με την πινακωτή στον ώμο, ο μικρός παρακολουθεί, και η Παρασκευή Δημ. Ψυχογιού με την Σταυρούλα Παναγ. Μιχαλάκου φουρνίζουν. Φωτογραφία στο Αλάημπεϊ το 1971. ΛΕΥΚΩΜΑ Π ΕΤΡΟΥ ΛΙΑΚΑΚΟΥ.
Δεξιά, περιμένοντας να κάψει ο φούρνος! Αριστερά η Σταυρούλα Μιχαλάκου, δεξιά η Παρασκευή Ψυχογιού στο Αλάημπεϊ το 1971. ΛΕΥΚΩΜΑ ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΑΚΑΚΟΥ.
Παγκόσμια ημέρα ψωμιού η 16η Οκτωβρίου, και στο νου έρχεται αυτή η σοφή παροιμία που λέει ο λαός θέλοντας να τονίσει τη αξία του ψωμιού σαν το βασικό στοιχείο της Ελληνικής παραδοσιακής διατροφής, αφού μόνο με αυτό χορταίνεις! Το ζύμωμα του ψωμιού ήταν η πιο βασική ασχολία της αγρότισσας νοικοκυράς, αλλά για να φουρνίσεις έπρεπε να ζυμώσεις, για να ζυμώσεις έπρεπε να αλέσεις, για να αλέσεις έπρεπε να αλωνίσεις, για να αλωνίσεις έπρεπε να θερίσεις, και για να θερίσεις θα έπρεπε να σπείρεις! Αυτός ήταν ο κύκλος του ψωμιού, η αγωνία και ο αγώνας της φτωχολογιάς για το ψωμί το μαλακό και το ξερό, για το γλυκό ψωμί, για το πικρό ψωμί της ξενιτειάς, για τον πεινασμένο που καρβέλια ονειρεύεται! Μια φορά την εβδομάδα ζύμωναν δώδεκα καρβέλια για να περάσει η οικογένεια, και μαζί τα σκυλιά του σπιτιού και της στάνης. Τα σκέπαζαν ψηλά πάνω στο ράφι, και τα τελευταία καρβέλια ξεραινόντουσαν τόσο πολύ, που κόντευε το μαχαίρι να βγάλει σπίθες! Τα σύνεργα της νοικοκυράς για το ψωμί ήταν η μεγάλη ξύλινη σκαφίδα, και η πινακωτή (μια τάβλα με κοιλώματα ανάλογα με τα καρβέλια που ζύμωναν), και φυσικά στην άκρη της αυλής ήταν ο φούρνος με την σιδερομαγκούρα, την πανιάρα, και το φουρνόφτυαρο, έτοιμος να καπνίσει, να ψήσει, και να μοσχοβολήσει η γειτονιά!
Αποβραδίς ανάπιαναν το προζύμι και τον άφηναν κουκουλωμένο με μάλλινη κουβέρτα όλη τη νύχτα. Με αυτή τη μαγιά την άλλη μέρα πολύ πρωί ζύμωναν το ψωμί, το κουκούλωναν με μάλλινα σκεπάσματα για ζέστα ηια να «γίνει», και κράταγαν πάλι ένα κομμάτι ζυμάρι για να ανανεώσουν το προζύμι. Το πρώτο προζύμι της χρονιάς το έφτιαχναν από τον βασιλικό της ημέρας «του Σταυρού», και πέρναγαν ολοχρονικής! Πολλές φορές το δάνειζαν ή το δανείζονταν, και το επέστρεφαν. Πάντα όταν ζύμωναν φορούσαν μαντήλα στο κεφάλι να μην πέσει καμιά τρίχα στο ζυμάρι. Αν εύρισκαν τρίχα στο ζυμάρι έδειχνε ανοικοκυροσύνη! Ήταν σιχαμερό να βρει κάποιος τρίχα στο ψωμί την ώρα του φαγητού! Είναι χαρακτηριστική η παροιμιώδης φράση που λέμε πολλές φορές, ότι «τον πέταξε σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι», ότι αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη διώξαμε από δίπλα μας κάτι σιχαμερό, ή ξεχωρίσαμε από την παρέα μας κάποιον ανεπιθύμητο!
Έπλαθαν τα μεγάλα καρβέλια όσα και οι θέσεις της πινακωτής, που ήταν στρωμένη με μπαμπακερές πετσέτες, αλευρωμένες. Δίπλωναν τις πετσέτες πάνω από τα ψωμιά και σκέπαζαν την πινακωτή με την κουβέρτα, για να μην κρυώσει το ζυμάρι και για να φουσκώσει γρήγορα. Όσες δεν είχαν φούρνο, όταν φούσκωνε το ψωμί έβαζαν την πινακωτή στον ώμο και το πήγαιναν σε κάποιον φούρνο του χωριού. Βοηθούσαν και οι άντρες και τα παιδιά πηγαίνοντας τις πινακωτές μέχρι την μέση της διαδρομής. Όσες είχαν φούρνο τον άναβαν, συγύριζαν την φωτιά με τις σιδερομαγκούρες, και όταν άσπριζαν τα «μάγουλά του» έβγαζαν τα κάρβουνα με την μεγάλη μασιά, τον καθάριζαν με την πανιάρα από τις στάχτες, και αμέσως έριχναν ένα μεγάλο χαλκοματένιο ταψί με τη λαγάνα, όπου πατίκωναν το ζυμάρι και πάνω του έβαζαν χοντρό αλάτι, λάδι, κομματάκια τυρί φέτα, ή και κοψίδια από γλίνα! Ψηνόταν πολύ γρήγορα, μοσχοβόλαγε η γειτονιά, και όταν την βγάζανε από το φούρνο, γινόταν πανζουρλισμός! Η σειρά στο φούρνισμα ήταν να πέσει πρώτα η λαγάνα που ψηνόταν γρήγορα, και μετά τα καρβέλια, και όταν τύχαινε και πέθαινε κανένας άκαιρα, απρόσμενα, που ήταν νέος και άφηνε πίσω μεγαλύτερους ανθρώπους, ή τους γονείς του, λέγανε μεταφορικά: «πάνε και καρβέλια πριν τις λαγάνες»!
Στην συνέχεια με το φουρνόφτυαρο έριχναν τα καρβέλια. Οι μυρωδιές ατελείωτες! Το καλοκαίρι φτιάχνανε και παξιμάδια για να μην τους ξεραίνεται το ψωμί από την ζέστη. Τα βράδια τα έτρωγαν για πρόχειρα και αλαφρά με ντομάτα, τυρί, πεπόνι, καρπούζι, σταφύλι!
Μαζεύονταν οι γειτόνισσες πότε στο σπίτι της μιας, πότε της άλλης για να βοηθηθούν στο ζύμωμα, στο πλάσιμο, στο άναμμα του φούρνου, στο φούρνισμα. Όταν έριχναν τα καρβέλια και σφράγιζαν τον φούρνο με την λαμαρίνα, ερχόταν ή ώρα να πάρουν μια ανάσα, να πιουν τον καφέ τους, να πουν τα βάσανά τους, να μάθουν και να πουν νέα του χωριού, κοινωνικά και άλλα, και να καλαμπουρίσουν πολλές φορές λέγοντας το φλιτζάνι!
H Παρασκευή Ψυχογιού βγάζει τα καρβέλια από τον φούρνο της στο Αλάημπεϊ το 1971. ΛΕΥΚΩΜΑ ΠΕΤΡΟΥ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Το ψωμί τουλάχιστον δεν έλειπε στις φτωχές οικογένειες! Το τρώγαμε και σκέτο, και με μέλι, και με ζάχαρη, και καψαλιστό με λάδι, και αλειμμένο με λίπος από τη γλίνα, ή με πελτέ σπιτικό! Αν υπήρχε και τυρί, τρώγαμε και τυρί. Και αν κονομάγαμε καμιά δεκάρα, πηγαίναμε στους φούρνους του χωριού να πάρουμε μια φραντζόλα φρέσκο ψωμί, μαλακό, άσπρο, «χάσικο», για να το αλείψουμε με βιτάμ και μέλι, ή με «ζαχαρούχο γάλα βλάχας», γιατί είχαμε μπουχτίσει το δικό μας ξερό! Τρώγαμε τότε πολύ ψωμί γιατί μας άρεσε, και γιατί μας έλεγαν να τρώμε ψωμί για να φτουρήσει το φαγητό που πολλές φορές ήταν λίγο, για να τυλωθούμε! Όταν τρώγαμε καμιά σούπα και μετά από λίγο πεινάγαμε, λέγανε «αν δεν φας ψωμί, δεν ογκώνεις», και «όλα είναι υφάδια της κοιλιάς, μα το ψωμί στημόνι»!
Παλιά όταν είμαστε παιδιά, μας ζητούσαν να βγάζουμε από την κομμάτα του ψωμιού το κορίνι για να το φάμε εμείς που έκοβαν τα δόντια μας, και την ψίχνα να την δίνουμε στον παππού ή τη γιαγιά, ή σε όποιον άλλον δεν είχε δόντια! Σήμερα τα περισσότερα παιδιά δεν τρώνε ψωμί, ή αφήνουν το κορίνι, ή ακόμα και στα τόστ τρώνε μόνο την ψίχνα! Ο κόσμος προσέχει την σιλουέτα του, αφού τον πρώτο λόγο στην διατροφή τον έχουν οι διατροφολόγοι και οι διαιτολόγοι, που ήρθανε κι αυτοί τώρα να μας μάθουν γράμματα και να μας λένε «κόψε το ψωμί, γιατί παχαίνει! Όλα θα τα κόψουμε, το ψωμί δεν το κόβουμε! Τούτο μας έλειπε! Εμάς μας λέγανε οι παλαιοί «φάτε ψωμί, γιατί με το ψωμί μεγαλώνει ο κόσμος», και αυτό εφαρμόζουμε!
Ο κόσμος μιλούσε για το ψωμί και μέσα από τις παροιμίες λέγοντας, «πρέπει να φας πολλά καρβέλια ακόμα» (για κάποιον που δεν κατάφερνε κάτι που δοκίμαζε, αφού ήταν πάνω από τις δυνάμεις του)! «Μα το ψωμί που τρώω» (σαν όρκος)! «Για ένα κομμάτι ψωμί το αγόρασα» (το αγόρασε φτηνά)! «Λίγα είναι τα ψωμιά του, ή έφαγε τα ψωμιά του» (δεν θα ζήσει για πολύ ακόμη)! «Εμείς που φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι» (μιλώντας για μία πολύχρονη και σταθερή φιλία)! «Βγάζω το ψωμί μου» (κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω), «κοντά σου έφαγα ψωμί» (αναγνώριση υποχρέωσης) ! «Ψωμί δεν έχουμε τυρί γυρεύουμε» (όταν μας λείπουν τα ουσιώδη, τα βασικά και ζητάμε τα δευτερεύοντα»! «Άνθρωπος που δεν πεινάει, τι θα πει ψωμί δεν ξέρει», και άλλα πολλά. Υπήρχε και το αγωνιστικό και διεκδικητικό σύνθημα, «ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»!
Με τα χρόνια ο κόσμος ξέφυγε από την φτώχεια και την στέρηση, οι συνήθειες άλλαξαν, σταμάτησε να σπέρνει, να θερίζει, να αλωνίζει, να αλέθει, να ζυμώνει, και να φουρνίζει. Οι φούρνοι στα χωριά δεν καπνίζουν πια, γέρασαν οι φουρνιαραίοι, έκλεισαν οι φούρνοι του χωριού, και ήρθαν στο χωριό τα « πρατήρια άρτου»! «Χαλασμένοι μύλοι, σβησμένοι φούρνοι» λέγανε! Δυστυχώς χάθηκαν αυτές οι μοναδικές στιγμές της ζωής στην Ελληνική επαρχία, με τις σπάνιες ομορφιές στους μύλους που άλεθαν, και στους φούρνους που έψηναν! Μαζί τους χάθηκαν και οι μυρουδιές από το ψήσιμο, του ψωμιού, της αρμυρής λαγάνας, και των παραδοσιακών γλυκών στις γιορτές!
Είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να ξαναζήσουμε τέτοιες στιγμές, τουλάχιστον να προσπαθούμε να μην χαθούν οι μνήμες από τέτοιες όμορφες εποχές, τα μηνύματα και τα διδάγματα από τον αγώνα για το ψωμί! Προ πάντων όμως να προσπαθούμε να μην χαθεί η ανθρωπιά! Να ρίχνουμε και καμιά ματιά δίπλα μας, να μην χαθεί το ενδιαφέρον μας και η συμπαράσταση στον διπλανό που μπορεί να στενοπερνάει, και να μην έχει ούτε ψωμί να φάει, γιατί το λέει κι ο Χριστός!
Να μην το μοιάσουμε σαν κάποιον που έλεγε, «Ψωμί μη λείψει σπίτι μας, και φούρνος να μην καπνίσει», δηλαδή κοιτάζω το συμφέρον μου, και δε με νοιάζει για τους άλλους!

Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.