Λαϊκή παράδοση: Ήθη, μύθοι, και πραγματικότητα!

 Γραφει ο Λουης Σερεμετης


Ο «Όσιος Ιωακείμ Παπουλάκης» ήταν ένας γέρων μοναχός, που ξεκίνησε τον μοναστικό του βίο από την Μονή Βατοπαιδίου. Υπήρξε προστάτης των φτωχών, ισόβιος ασκητής, αληθινός μοναχός.
Παραμονές της επανάστασης του 1821 άφησε την μονή και περιόδευε στην Πελοπόννησο στηρίζοντας και διδάσκοντας τους κατατρεγμένους χριστιανούς. Γιά πολλούς ήταν ο άγιος Παπουλάκης. Κατέβαινε στα χωριά, για να συνδράμει με τον βιωματικό λόγο του και το ακέραιο παράδειγμά του.
Ό,τι και όσα του έδινε ο κόσμος επειδή τον λάτρευε, τα μοίραζε στους φτωχούς, μερικές φορές δίχως να γίνεται αντιληπτός. Τ’ άφηνε και έφευγε κρυφά. Οι φτωχοί τον αγαπούσαν και μόνο μερικοί πλούσιοι τον φθονούσαν επειδή καυτηρίαζε την φιλαργυρία τους. Ο απλός κόσμος κρεμόταν από τα χείλη του όταν μιλούσε για τον Χριστό,για καλοσύνη και αλληλεγγύη! Ήταν μορφωμένος, ανοιχτόμυαλος, και διορατικός.
Τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα όταν μιλούσε για το μέλλον, γιατί πάντα αυτό απασχολούσε πολύ τον κόσμο. Για το πώς θα είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στο μέλλον, για τη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία, τι επίδραση θα έχει αυτή στη ζωή του και στο περιβάλλον, για τα φυσικά φαινόμενα και τις φυσικές καταστροφές, τις αρρώστιες και άλλα δυσεξήγητα πράγματα για τον απλό κόσμο.
Έλεγε ότι το μέλλον είναι σκοτεινό και αβέβαιο, ότι θα έρθει καιρός που στον κόσμο θα έρθουν όλα τούμπα, και θα κυριαρχεί παντού ο φόβος, η αγωνία, και φυσικά η φτώχεια! Ότι λόγω και του «κορωνοϊού» έρχεται φτώχεια, πείνα και δυστυχία, το έχουμε αισθανθεί! Εν τω μεταξύ εδώ που τα λέμε δεν μας έλειψαν και ποτέ ! Πολλοί από τον απλό κόσμο λένε με δέος ότι «το λέει και η Αποκάλυψη του Ιωάννου»!
Μια θειά, καλή της ώρα, έλεγε ότι στην «Αποκάλυψη» γινόταν αναφορά με κάποιο τρόπο ακόμα και για τους «δίδυμους πύργους», για δύο δίδυμα αδέρφια που θα πέσουν αγκαλιασμένα κατάχαμα, για «αρρώστιες, σεισμούς, λυγμούς και καταποντισμούς» {sic} όπως χαρακτηριστικά έλεγε για τους λοιμούς, κι εμείς ξεραινόμαστε στα γέλια! Λέγανε ότι είχαν γίνει πολλά απ αυτά που είχαν προβλεφτεί, σε άλλα πέφτανε έξω, αλλά ειδικά για την φτώχεια πέφτανε πάντα μέσα!
Συνήθως όλα αυτά για τη φτώχεια, την πείνα και τη δυστυχία που κάποια στιγμή θα ερχόντουσαν, τα ακούγαμε από τους γονείς μας συνέχεια όταν είμαστε μικροί! Για παράδειγμα όταν δεν μας άρεσε ένα φαγητό και θέλαμε ιδιαίτερο, ή όταν δεν μας άρεσε κάποιο ρούχο που μας έδινε κάποιος γνωστός ή συγγενής. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα τους να μας λένε: «Ά ρε και να έρθει καμιά κατοχή όπως το ‘41, να δώ τον κώλο σας που κάνετε τα μουτσουτσούνια σας με το φαγητό. Οι πρώτοι που θα τινάξουν τα καρφοπέταλα θα είσαστε εσείς»!
Για το ‘41 λέγανε ότι εκείνη τη χρονιά εκτός από τον αποκλεισμό δεν είχε βρέξει να γίνουν τα γεννήματα του κόσμου, τα στάρια, κριθάρια, και δεν έβρισκε ο κόσμος ούτε αγριολάχανα! Το φαγητό λοιπόν που δεν το θέλαμε ήταν αμαρτία να πεταχτεί, και έμπαινε στο «κλουβί» με την κρησάρα που ήταν κρεμασμένο ψηλά, γιατί τότε ψυγεία δεν υπήρχαν!
Και αφού «η πείνα μάτια δεν έχει», και αφού δεν είχαμε άλλη επιλογή γιατί ιδιαίτερο φαγητό δεν φτιάχνανε, το τρώγαμε ακόμα κι ας είχε ξινίσει λίγο από τη ζέστη, και μας φαινόταν και πεντανόστιμο! Κάτι ανάλογο γινόταν και με τα μεταχειρισμένα ρούχα που μας έδιναν και δεν μας άρεσαν.
Εκείνα τα χρόνια οι ξενιτεμένοι συγγενείς εκτός από τα «τσέκια» και τα συστημένα με δολάρια που έστελναν, μάζευαν και ό,τι ρούχα και παπούτσια δεν τους χρειάζονταν γιατί
τους μίκραιναν, ή άλλαζε η μόδα, τα έκαναν δέματα και τα έστελναν ταχυδρομικώς στην Ελλάδα σαν βοήθεια στους συγγενείς τους! Ακόμα και ολόκληρα μπαούλα έστελναν! Ήταν μεγάλη βοήθεια όπως λέγανε το ντύσιμο και το πόδεμα εκείνα τα χρόνια! Κάθε μέρα περίμενε ο κόσμος με αγωνία τον ταχυδρόμο να του πεί ότι έχει συστημένο, ή τσέκι, ή δέμα, και όσοι δεν είχαν, ο μπάρμπα Νίκος και ο μπάρμπα Βάσος, ταχυδρόμοι και οι δύο Θεός σχωρέστους, τους λέγανε «αύριο εσείς»!
Όταν λαβαίναμε ειδοποίηση για δέμα τρέχαμε ολόχαροι στο ταχυδρομείο, ζαλωνόμαστε το δέμα που ήταν ασήκωτο, και μαζευόμαστε γύρω του όλο αγωνία για να δούμε τι μας έστειλαν. Ήταν ρούχα και παπούτσια. Και να φορεθούν και για «καλά» που λέγαμε, παλτά, κοστούμια, ταγιέρ και τζήν, φανέλες κλπ, αλλά και ρούχα της δουλειάς, όλα καλοδιατηρημένα και μοσκοβολάγανε. Κάποια φορά λένε ότι στην αποθήκη ενός ταχυδρομείου, όνομα και μη χωριό, άνοιξαν οι υπάλληλοι παράνομα το δέμα, πήραν ό,τι καλό τους άρεσε, και το αντικατέστησαν με παλιά ρούχα δικά τους, γιατί αυτοί που έστελναν πράγματα ή λεφτά, έστελναν και ένα γράμμα που έγραφαν ακριβώς τι στέλνανε, οπότε δεν έπρεπε να λείπει τίποτα! Δοκίμασε λοιπόν ένας παππούς ένα παλτό, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά γιατί ήταν άπλυτο και χιλιομπαλωμένο, και μόλις έβαλε τα χέρια του στην τσέπη βρήκε μέσα «βρεχούς», απ αυτούς που στήναμε σαν παγίδα και πιάναμε τις τσίχλες και τους κοτσυφάδες!
Την άλλη μέρα μια και δυό πάει ο γέρος στο ταχυδρομείο, βρίσκει τον προϊστάμενο, και για να τον κογιονάρει τον ρωτάει τάχα με απορία! «Κύριε τάδε, ονόματα δε λέμε, στήνουνε και στην Αμερική βρεχούς για τσίχλες»; Ο προϊστάμενος αλαφιάστηκε και του λέει «που να ξέρω, αλλά πως σου ήρθε και ρωτάς»; Και ο γέρος του απαντάει με αφοπλιστική διάθεση! «Να μωρέ, γιατί μέσα στο παλτό βρήκα κάτι βρεχούς»! Κόκκαλο ο προϊστάμενος! Όχι που θα τον άφηνε ο γέρος έτσι! Τα ρούχα που στέλνανε ήταν πάντα καλής ποιότητας, γερά, και μύριζαν και καλά! Εδώ όμως για εμάς ξεκίναγε ένα άλλο δράμα! Ψάχναμε να βρούμε δικαιολογίες να μην τα φορέσουμε! Βρίσκαμε δικαιολογίες και λέγαμε ότι τάχα δεν μας άρεσαν οι γραμμές τους, ότι δεν ήταν της μόδας, λες κι εμείς ραβόμαστε στα Παρίσια τρομάρα μας!
Για να λέμε την μαύρη αλήθεια ντρεπόμαστε να τα φορέσουμε και προτιμούσαμε να φοράμε τα δικά μας παλιά και ταλαιπωρημένα από τα μπαλώματα, γιατί αυτά που μας έστελναν ήταν τόσο καλά που θα το καταλάβαιναν οι άλλοι ότι είναι από το εξωτερικό, θα μας κοροϊδεύανε και θα μας λέγανε φτωχούς! Προσπαθούσαν να μας πείσουν οι γονείς μας να τα φορέσουμε για να βολευτούμε, για φέτος να περάσει και τούτη η παλιοχρονιά, μας έλεγαν ότι και τα άλλα παιδιά θα ήθελαν να είχαν κι εκείνα τέτοια ρούχα, αλλά εμείς όπως και στο φαγητό έτσι και στα ρούχα κάναμε πάλι τα μουτσουτσούνια μας!
Στο τέλος αφού αγανακτούσαν μας έλεγαν: «Μάθατε γδυτοί, και ντρεπόσαστε ντυμένοι»! Εμείς γελάγαμε, αλλά στο τέλος αφού τα δικά μας δεν έπαιρναν άλλο μπάλωμα, αναγκαζόμαστε να τα φορέσουμε και τα ξένα! «Καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια» και κανείς από τους άλλους δεν ασχολιόταν με τα ρούχα μας! Κύλαγαν τα χρόνια, η φτώχεια ήταν πάντα παρούσα, αλλά με διάφορους τρόπους και τεχνάσματα τα κουτσοβολεύαμε και πιστεύαμε ότι περνάμε «Μπέικα»!
Ο κόσμος το έριξε στα γλέντια, αστικοποιηθήκαμε, καταργήσαμε τους κήπους, τα κοτέτσια και τα καλύβια με τις γίδες! Καταναλώναμε αβέρτα, έπαιρνε ο άλλος πράγματα πολλές φορές περιττά και τα πέταγε.Γενικά είχε χαθεί το μέτρο! Όσοι είμαστε ακόμα πιτσιρικάδες και δεν είχαμε μπει για τα καλά στη δουλειά να δούμε πως βγαίνει το ψωμί, ή δεν εκτιμούσαμε αυτό το λίγο που κατάφερναν να μας προσφέρουν οι γονείς μας, ή όταν ξοδεύαμε άσκοπα λεφτά, μας λέγανε οι γονείς μας: «Άντε καημένοι μου, όταν θα έρθει ο καιρός που θα πάτε με δικό σας σακί στο μύλο, να δούμε αν τα κάνετε αυτά»!
Κάποια στιγμή αγανάκτησε ένας πιτσιρικάς και λέει στον πατέρα του: «Ωχ μωρέ μας ζαλίσατε με το δικό μας σακί! Μια σποριά λινάρι να κάνουμε, σωρό σακιά θα φτιάξουμε»! Το πώς, αλλά και με τι θα γέμιζε το σακί ήταν το ζητούμενο! Αργότερα ήρθε ο καιρός και η στιγμή που το κατάλαβε ο πιτσιρικάς. Πέρασαν τα χρόνια και μοιραία ήρθε η οικονομική κρίση, και μαζί της πλάκωσε και η ανθρωπιστική κρίση. Χρεοκόπησαν επιχειρήσεις, ανεργία στο φούλ, συσσίτια, μαγκάλια, κατασχέσεις, εξαθλίωση, αυτοκτονίες!
Πέρασε μια δεκαετία δύσκολη, και πάνω που λέγανε ότι πάμε καλά, αν κι εμείς δεν το είχαμε ιδεί ακόμα, ήρθε και τούτη η περιπέτεια! Όλος ο κόσμος τώρα φοβισμένος ζητάει βοήθεια, αλλά ποιος μπορεί να βοηθήσει ποιόν! Εμείς σ αυτόν τον παγκόσμιο αγώνα μπορούμε να βοηθήσουμε τους λαούς όλης της γης, όχι βέβαια στέλνοντας δέματα και λεφτά γιατί δεν μας περισσεύουν, αλλά δείχνοντάς τους ότι παρά το τόσο μεγάλο χάλι που έχουμε, τα καταφέραμε πολύ καλά μέχρι τώρα με αυτή την αρρώστια, γιατί κάναμε κάτι απλό!
Ακούγαμε μόνο τους ειδικούς, και ακολουθούσαμε απλά πράγματα, γιατί υπήρχε σχέδιο, σύνεση και υπευθυνότητα! Μέσα από αυτή τη δυσκολία που περνάμε σουλουπωθήκαμε μια στάλα σαν χώρα σε τομείς όπως η υγεία, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες μέσα από την ψηφιακή διακυβέρνηση. Είδαμε πως κάποιοι άνθρωποι με γνώσεις, σχέδιο και εμπιστοσύνη στους επιστήμονες, κατάφεραν να ελέγξουν την κατάσταση, έβαλαν την τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου, και απέδειξαν στους δύσπιστους ότι δεν είναι η τεχνολογία όργανο «του διαβόλου»!
Με την «κοινωνική αποστασιοποίηση» και άλλους περιορισμούς που αναγκαστικά αποδεχτήκαμε μένοντας στο σπίτι, όχι μόνο γλιτώσαμε τα χειρότερα, αλλά συσφίχτηκαν οι οικογενειακές σχέσεις, και ξαναβρεθήκαμε και κουβεντιάσαμε με αγωνία για το μέλλον μας! Ο κόσμος έβγαλε από τα ντουλάπια τα πιάτα και τα κατσαρολικά, μαγειρεύει και δεν παραγγέλνει απ έξω όλη την ώρα. Ρούχα και παπούτσια θα φορέσουμε και περσινά και προπέρσινα, και θα ανταλλάξουμε μεταξύ μας ό,τι δεν χρειαζόμαστε για να βολευτούμε όλοι! Καταλάβαμε όλοι επιτέλους ότι για να είμαστε ευτυχισμένοι πρέπει να έχουμε πρώτα και πάνω απ όλα την υγειά μας ,μετά όλα τα άλλα, και να μην είμαστε ματαιόδοξοι!
Στην υπόλοιπη καθημερινότητα, τίποτα πια δεν είναι όπως παλιά! Είδαμε ότι ήρθε καιρός που ματαιώθηκε το Καρναβάλι, ότι δεν καταλάβαμε το Πάσχα, ότι «τις εκκλησίες τις έκλεισε μια δεξιά κυβέρνηση» όπως λένε μερικοί, ότι δεν κάναμε πρωτομαγιά! Ότι η ίδια κυβέρνηση που μας «μάντρωσε στο σπίτι» έφερε το «112», κατάργησε τα fax στο δημόσιο, και έκανε την Ελλάδα να μοιάζει με την Εσθονία στην ψηφιακή διακυβέρνηση! Είδαμε να κυκλοφορούμε «μασκαρεμένοι», με SMS, ότι μας σημαδεύουν με το θερμόμετρο στο κούτελο πριν μπούμε π.χ στη ΔΕΗ, και ότι τα χέρια μας έπαθαν δερματίτιδες από το πολύ πλύσιμο και τα αντισηπτικά! Το περιβάλλον αργοπεθαίνει, και η φύση εκδικείται για το «βιασμό» της!
Όσο για την ψηφιακή τεχνολογία, τις επικοινωνίες και το διαδίκτυο, όπου δεν χρησιμοποιούνται ορθολογικά , έχουν καταστροφικές συνέπειες στην υγεία, την εργασία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, και στις διαπροσωπικές σχέσεις! Τα «αηδόνια» που κελαηδούσαν λιγόστεψαν, και αυγάτισαν επικίνδυνα τα «κοράκια»! Στα εργασιακά, ήρθε ο καιρός να ξαναδουλεύουμε «ήλιο με ήλιο» όπως παλιά, όσοι τουλάχιστον είναι τυχεροί και έχουν δουλειά, ή όποτε μας έχουν ανάγκη!
Αφεντικά και δούλοι δεν ξεχωρίζουν πια! Το ασφαλιστικό αν δεν το λύσει ο Θεός με τον γνωστό τρόπο, «θα λιώσουμε στο απάνω κόσμο» προσευχόμενοι για μια πενιχρή σύνταξη στα βαθιά γεράματα, και όσο για τα εγγόνια μας, δεν θα μπορούμε να τους πάρουμε ούτε μια καραμέλα! Στον ελεύθερο χρόνο μας δεν ξέρουμε κατά που να στρίψουμε! Για άθληση ούτε λόγος! Δεν μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας! Ό,τι περπατήσαμε περπατήσαμε, κι αυτό γιατί βρίσκαμε αφορμή να ξελασκάρουμε λίγο από την κλεισούρα της καραντίνας! Όσο για τον ύπνο, ο ύπνος όλο και λιγοστεύει για όλους !
Πέφτουμε για ύπνο, είναι σαν να κοιμόμαστε, αλλά δεν κοιμόμαστε, γιατί κάθε τρεις και λίγο πεταγόμαστε πάνω, από την αγωνία για το αύριο των παιδιών μας!
«Πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή», όπως λέει ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου στα «Μαλαματένια λόγια»!

Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.