Β Μητρακος : «Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά…»

Γραφει ο βαγγελης Μητρακος


Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά . Έρημα τις πιο πολλές φορές  , μοιράζονται τη μοναξιά τους με τις μνήμες και τους περαστικούς  που θα καταδεχτούν να κοντύνουν το βήμα τους και να ρίξουν μια ματιά στα φευγάτα – τσακισμένα κεραμίδια τους , στις βαθιές ρυτίδες των τοίχων , στις ώχρες που τις ξέφτισε ο καιρός , στα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα που τα βροντοχτυπά στους τοίχους ο βοριάς , στα θολά τζάμια που πίσω τους κρέμονται ακόμα τα κουρτινάκια , που κρέμασε κάποτε η τελευταία νοικοκυρά , στις κληματαριές που – σαν άρνηση του θανάτου – ακλάδευτες , ατρύγητες , αθειάφιστες , απότιστες , εξακολουθούν να πετούν τρυφερά φύλλα την άνοιξη (ίδια μ’ εκείνα που ’κανε  τα ντολμαδάκια – κάποτε – η κυρά του σπιτιού) και σταφύλια κεχριμπαρένια το καλοκαίρι , που τα γεύονται μονάχα οι σπουργίτες και οι ποντικοί που φωλιάζουν στις τρύπες της σκεπής .

Στις αυλές και στα μπαλκόνια τους , γλάστρες τενεκεδένιες με μυστήριες πρασινάδες που δε λένε να ξεκάνουν ,  ψάθινες καρέκλες που σαπίζει το ψαθί τους απ’ τη βροχή και το λιοπύρι , ένα πιατάκι τσίγκινο που ’τρωγε τ’ αποφάγια η γάτα του σπιτιού , μια νταβανόπροκα σκουριασμένη στον τοίχο , εκεί που κρέμαγαν το κλουβί με την καρδερίνα , δυο ξεχασμένες παντόφλες – χρόνια αφόρετες – ένα κόκκινο παιδικό ποδηλατάκι με τρεις ρόδες , μια σκούπα αμίλητη στη γωνιά κι ένα πέταλο – γούρι μιας πρωτοχρονιάς – πάνω από την εξώθυρα .

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά . Έρημα τις πιο πολλές φορές , διηγούνται (για όσους ξέρουν και μπορούν ν’ ακούνε ) παλιές ιστορίες , για τις χαρές στα γεννητούρια , στους γάμους και στις γιορτές , για τους πόνους , το κλάμα και τις αγωνίες της αρρώστιας , για το θρήνο και το μοιρολόι του θανάτου , για τις καθημερινές κουβέντες στα μπαλκόνια και στις αυλές τις άνοιξες και τα καλοκαίρια και τις ατέλειωτες ιστορίες του χειμώνα γύρω από τζάκια και στόφες και ξυλόσομπες .

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά . Άκουσαν κάλαντα στα Χριστόγιορτα , μέτρησαν τις αναστάσιμες χαρές με μαύρους σταυρούς στ’ ανώφλια του από άσπρες λαμπάδες , συντρόφεψαν τα παιδιά της γειτονιάς στα ατέλειωτα παιχνίδια τους , άκουσαν το «μινόρε της αυγής» από τους κανταδόρους του σεληνόφωτος , απ’ έξω απ’ τα παράθυρά τους πέρασαν μύριες φορές  ο γαλατάς , ο μανάβης , ο παγοπώλης , ο γιαουρτάς , ο τυροπιτάς , ο παγωτατζής , ο κουλουράς , ο παλιατζής , ο γανωματής … στον τοίχο τους ακούμπησαν οι μπεκρήδες για να βρουν ισορροπία , απ’ τ’ ανοιχτά τους παράθυρα σεργιάνισαν τραγούδια στη γειτονιά από παλιά γραμμόφωνα με το χωνί κι απ’ έξω απ’ τις αυλές τους έστησαν ρούγα οι γειτόνισσες .

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά . Έρημα τις πιο πολλές φορές , ατενίζουν με αξιοπρέπεια και ηρεμία το θάνατό τους . Γνωρίζουν πως το χρέος τους το έκαναν και με το παραπάνω . «Το στέφανον της δόξης» δεν τον αποζήτησαν ποτέ . Αρκεί που κάποιοι άνθρωποι τα ’κλεισαν μες στην καρδιά τους για πάντα .

 

 


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.