Λ.Σερεμετης : Έφτασαν οι Απόκριες!

Έφτασαν οι Απόκριες!
«Τούτες οι μέρες το ’χουνε, τούτες οι εβδομάδες,

για να χορεύουν τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες».


 

Όταν είμαστε μαθητές είχαμε κάθε Κυριακή εκκλησιασμό, και ξέραμε πως όταν έφτανε η Κυριακή που διάβαζε ο παπάς το Ευαγγέλιο του «Τελώνη και Φαρισαίου», μπαίναμε στο Τριώδιο, ξεκινούσαν δηλαδή οι Αποκριές, και μετά από είκοσι μέρες τελείωναν με την παρέλαση του Καρνάβαλου στο χωριό.Μόλις λοιπόν δινόταν το «σύνθημα» από την εκκλησία, αρχίζαμε να ανασκερίζουμε κρυφά τα μπαούλα και τις κασέλες, για να βρούμε ρούχα του παππού και της γιαγιάς, και να ντυθούμε μούσκαρα τα βράδια.

Σε δέκα μέρες έφτανε κι η Τσικνοπέμπτη, Τσικνοπέφτη τη λέγανε οι γέροι, και στο χωριό τέτοια μέρα συνήθιζαν να σφάζουν τα γουρούνια. Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε και από ένα. Το αγοράζανε μικρό «μπουζάκι» την άνοιξη από το παζάρι, και το τρέφανε όλο το χρόνο με καθαρές τροφές, για να το σφάξουνε του χρόνου στις απόκριες. Το βάρος για να σφαχτεί το γουρούνι, θα έπρεπε να ήταν από 80 μέχρι το πολύ 120 οκάδες. Μέρες πριν οι άντρες κανόνιζαν τα σχετικά. Για το σφάξιμο χρειάζονταν τρείς γεροδεμένοι άντρες. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να βάλεις κάτω το γουρούνι και να το σφάξεις. Και ο «σφάχτης» έπρεπε να ήταν καλός τεχνίτης την ώρα της σφαγής, γιατί πολλές φορές το γουρούνι ξέφευγε με μισοκομμένο το λαιμό του. Το χαρανί είχε νερό θερμό, θέρμιζαν με αυτό το σφαχτό για να μαδήσουν τις τρίχες.

Τα πιο παλιά χρόνια, τα γουρούνια που ήταν μεγάλα σε ηλικία, τα έγδερναν, επειδή από το τομάρι του έκαναν τα γουρουνοτσάρουχα. Όταν σφάζανε, εκείνο το σκούξιμο ακουγόταν ένα χιλιόμετρο μακριά. Οι πιτσιρικάδες παίρνανε αμέσως χαμπάρι ποιοι έσφαζαν, και δεν το κουνάγανε ρούπι από το σφάξιμο, αν δεν παίρνανε τη φούσκα, την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού. Την τρίβανε με στάχτη να στεγνώσει, και τη φουσκώνανε για να παίξουμε μπάλα, μιας και οι μπάλες ήταν σπάνιες. Στο τέλος η νοικοκυρά τηγάνιζε τη συκωταριά του γουρουνιού, και οι άντρες έψηναν μεζέδες στα κάρβουνα. Τσίκνιζε ο τόπος, και όλοι μαζί έτρωγαν και έπιναν και εύχονταν, «να είναι καλοφάγωτο, καλές απόκριες, και του χρόνου»!

Κατόπιν, σουρωμένοι οι σφάχτες πήγαιναν να σφάξουν άλλο γουρούνι! Με τέτοια σούρα όμως που είχαν, ο θάνατος του γουρουνιού ήταν μαρτυρικός, γι αυτό λέγανε οι παλαιοί, «γουρουνίσιος θάνατος»!

Μετά η δουλειά των γυναικών ήταν το γέμισμα των λουκάνικων και το πάστωμα, γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να συντηρηθεί για πολύ το κρέας. Κόβαμε από τα χωράφια σκίνα, και φασκόμηλο, για να καπνίσουν το κρέας με αυτά στο τζάκι, και να μοσχομυρίζει. Μοσχοβόλαγε ο τόπος! Ήθελε όμως πολύ προσοχή το κάπνισμα, με χαμηλή φωτιά για να μην φουντώσει το κρέας που το κρεμάγανε στο τζάκι, και μαζί του και το τζάκι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χτύπαγε η καμπάνα γιατί φούντωναν οι «καπινολόγοι» που λέγανε οι γέροι, και τρέχαμε να σβήσουμε τη φωτιά, για να γλιτώσουμε τη γλίνα και το σπίτι. Μετά βράζανε τη γλίνα, και την αποθηκεύανε στη λαήνα, για να περάσουμε προσφαϊστά όλη τη χρονιά. Όταν την ξεμοναχιάζαμε, της δίναμε και καταλάβαινε!

Το λάδι της γλίνας, το πηχτό, το αλείφαμε στο ψωμί, πέφτανε τα λάδια στο πάτωμα, και μαρτυριόμαστε! Με αυτό το λάδι φτιάχναμε τον τραχανά στο τηγάνι, τον «τζουβελέκο»! Σήμερα όχι γουρούνια δεν θρέφει ο περισσότερος κόσμος, αλλά ούτε και κότες για αυγά! Γινήκαμε πλέον αστοί, αλλάξαμε συνήθειες, και προτιμάμε μόνο για συντροφιά, άλλα κατοικίδια, που δεν τρώγονται.

Από την Τσικνοπέμπτη και μέχρι την παραμονή της Αποκριάς, ανάβαμε φωτιές σε κάθε γειτονιά. Τρέχαμε και κλέβαμε τα δεμάτια με τα κλαδιά, πρώτα από τις δικές μας φράχτες, και μετά από τις φράχτες του κόσμου. Πολλοί φώναζαν γιατί τους χαλάγαμε τις φράχτες, αλλά ο θυμός τους πέρναγε γρήγορα, και μας έλεγαν και του χρόνου. Σε κάθε γειτονιά γύρο από κάθε φωτιά άρχιζαν οι χοροί με παραδοσιακά τραγούδια που έπαιζαν ντόπιοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, και τραγούδαγε ο κόσμος με το στόμα. Τέτοιες μέρες τραγουδιόντουσαν πολύ και τα «αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς», που τα είχε διασώσει ο αείμνηστος μουσικολόγος Σίμων Καρράς, και τα γνωρίσαμε από την αξέχαστη τη Δόμνα Σαμίου! Τα γνωστά «ανίερα ιερά» όπως, «Θειά μου Νικολάκαινα», «Με τη θειά μου την Κοντύλω», «Πως το τρίβουν το πιπέρι», «Πέντε δέκα παπαδιές» και άλλα πολλά, που είχαν τα «βρωμολογάκια» τους, και τάραζαν τα νερά της συντηρητικής παράδοσης. Τα τραγουδούσαν μερικές γριές που δεν ντρεπόντουσαν να τα πουν, γιατί είχαν «κοπανήσει» πρώτα τα ποτηράκια τους και είχε «λυθεί» η γλώσσα» τους! Εμείς που τα ακούγαμε πρώτη φορά ξελιγωνόμαστε στα γέλια, και λέγαμε στους δικούς μας ότι κάτι γριές στη φωτιά είχανε μεθύσει και λέγανε κάτι τραγούδια με παλιόλογα! Άλλο που δε θέλαμε κι εμείς!

Κάθε βράδυ λοιπόν, από την Τσικνοπέμπτη μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο, με τους μασκαράδες να γυρίζουν στα σπίτια, με τα διάφορα πειράγματα, με τα γλέντια μέχρι αργά στις γειτονιές γύρο από τις φωτιές, και στις ταβέρνες. Ιδιαίτερα οι γυναίκες περίμεναν πως και πως τις Απόκριες, γιατί είχαν μια ευκαιρία να ξεδώσουν! Έστω και για λίγες μόνο μέρες, διώχνανε τη σοβαρότητα της καθημερινότητας, και μασκαρεμένες με αταίριαστα και παρδαλά παλιόρουχα και με καμπούρα στην πλάτη, ξεπόρτιζαν με το σούρουπο παρέες-παρέες, και πειράζανε στο δρόμο τους περαστικούς. Μόλις πέρναγαν όμως οι Απόκριες, δεν επιτρέπονταν οι παρασπονδίες, και όλοι γύριζαν στο καβούκι τους, γιατί ακολουθούσε η Μεγάλη Σαρακοστή, και έπρεπε με σοβαρότητα, ευλάβεια και νηστεία να πορευτούμε μέχρι τη Λαμπρή! Άλλα χρόνια τότε! Τότε οι σχέσεις ήταν αγνές και ανθρώπινες, ο κόσμος ζούσε την κάθε στιγμή όπως έπρεπε, μαζευόταν και μοχθούσε για κάτι καλύτερο, και δε φθονούσε ο ένας τον άλλον. Στις χαρές και τις λύπες ήταν όλοι μαζί. Εκείνα τα χρόνια έστηναν το γλέντι με το παραμικρό, και πέρναγαν καλά και γλεντούσανε με ό,τι φτωχικό είχαν! Ο μεζές λιγοστός, με ένα πιρούνι που γύριζε από στόμα σε στόμα, και κρασί μπόλικο από γιοματάρι βαρέλι, ή ακόμα και σώσμα!

Αξέχαστες στιγμές, αξέχαστοι άνθρωποι, όμορφα χρόνια! Τέτοιες μέρες όμως, ο νους του κόσμου δεν έτρεχε μόνο στα γλέντια.

Το Σάββατο μετά την Τσικνοπέμπτη, καθώς και τα δύο επόμενα Σάββατα, της Τυρινής και εκείνο της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, των Αγίων Θεοδώρων, τα Ψυχοσάββατα δηλαδή, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των πεθαμένων. Το κάθε σπίτι έβραζε στάρι και πήγαινε στο νεκροταφείο μαζί με ένα χαρτί με τα ονόματα των πεθαμένων συγγενών, για να διαβάσει ο παπάς και να συγχωρεθούν οι ψυχές. Ήταν μια πολύ παλιά χριστιανική συνήθεια, σύμφωνα με την οποία έπρεπε ο κόσμος να μνημονεύει τους πεθαμένους, και να προσφέρει έμπρακτα κάτι στη μνήμη τους. Βοηθούσαν με ό,τι μπορούσε ο καθένας τους φτωχότερους και τους ανήμπορους, για να είναι αναπαυμένες οι ψυχές των πεθαμένων. Εκείνες τις μέρες εμείς οι πιτσιρικαρία χορταίναμε κόλλυβα, και σταροζούμι. Παίζαμε μπάλα, και όταν βλέπαμε τις γυναίκες που ερχόντουσαν από το νεκροταφείο με τις απλάδες, παρατάγαμε το παιχνίδι και ανοίγαμε τις χούφτες για να μας δώσουν κόλλυβα.

Σήμερα παρατηρείται μια αυξανόμενη περιφρόνηση κάθε παραδοσιακού στοιχείου και κάθε καθιερωμένης αξίας Είμαστε χαμένοι μέσα στις σκοτούρες και το άγχος της σύγχρονης ζωής, που μόνο ζωή δεν είναι. Ακόμη και τώρα που λιγοστεύουμε μέρα με τη μέρα, αγριεύουμε αντί να ημερεύουμε. Τρωγόμαστε με τα ρούχα μας, ο ένας φταίει στον άλλον, κυριαρχεί ο ατομικισμός, χάνεται η συλλογικότητα, και το χειρότερο, οι συγγένειες αραιώνουν. Και όταν φτάνουν οι γιορτές αναρωτιόμαστε με απορία, «μα πότε έφτασαν οι γιορτές και δεν το καταλάβαμε»!

Μοιραία λοιπόν φτάσαμε στο σημείο να μην ξέρουμε που βρισκόμαστε, και να αναπολούμε εκείνα τα ωραία τα χρόνια, που ο κόσμος τηρούσε με ευλάβεια τα ήθη και έθιμα και τις παραδόσεις, και καταλάβαινε και ξεχώριζε τις χρονιάρες μέρες από τις καθημερινές. Αλλοίμονό μας αν βάλουμε κι εμείς το χεράκι μας στο να σβήσουν οι λαϊκές παραδόσεις στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης ή κακώς εννοούμενης εξέλιξης.

Δυό φορές αλλοίμονό μας αν χαθούν η αλληλεγγύη, η στοργή, ο αλληλοσεβασμός, η πίστη, η αφοσίωση, η συλλογικότητα, οι βασικές δηλαδή αρετές που μαθαίνουμε στο σπίτι και στο σχολείο, και που θεωρούνται διαχρονικές κοινωνικές αξίες. Γιατί αυτές οι αξίες μαζί με τις παραδόσεις, αποτελούν την ασφαλιστική δικλείδα και το όχημα για μια αταλάντευτη και βέβαιη πορεία προς το μέλλον.

Γι αυτό λοιπόν δεν αρκεί μόνο να αναπολούμε απλά εκείνα τα ωραία χρόνια, που ήταν άλλα χρόνια. Πρέπει να διαφυλάξουμε την παράδοση, να αναβιώσουμε τις παλιές συνήθειες, και κυρίως να δυναμώσουμε τη οικογενειακή και κοινωνική συνοχή, σαν ασπίδες στην πολύπλευρη κρίση.

Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να κάνουμε και τούτα τα χρόνια καλύτερα! Καλές Απόκριες, καλή διασκέδαση, καλή Σαρακοστή, και του χρόνου με υγεία!

Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.