Το ξεμάτιασμα της κυρα – Παναγιώτας

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος


-Έχει μάτι το παιδί ! Να το πάμε στην κυρα – Μαρία να το ξεματιάσει  , λέγανε οι μανάδες μας , εδώ στη γειτονιά του Ν. Κόσμου , στη Σπάρτη , και μας παίρνανε «τραβώντα» απ’ το χέρι και μας πηγαίνανε στην κυρα – Μαρία .

Ό,τι και να ’χαμε , μα πυρετό , μα πονοκέφαλο , μα τρεμούλα , μα ζαλάδα , μα ανορεξία …οι μανάδες αποφαίνονταν : «Έχει μάτι το παιδί»  . Και … γραμμή για την ξεματιάστρα !

Να πω την αλήθεια δεν τη θυμάμαι καλά την ξεματιάστρα την κυρα – Μαρία . Θυμάμαι μόνο ένα χαμηλό σπιτάκι με κεραμίδια , ένα δωμάτιο μισοσκότεινο και μια γριά μαυροφορεμένη , μπουμπουλωμένη με μαντίλι , που κάτι έκανε , κάτι έλεγε , κάπως κούναγε τα χέρια της , μας σταύρωνε , μας φύσαγε και μετά μας «έριχνε το λιόκρινο» , μας έδινε να πιούμε από ένα ποτήρι νερό  και φεύγαμε «γιατρεμένοι» !

Ο μπαρμπα – Σαράντος , ένας γέρος της γειτονιάς , μας είχε πει ένα βράδυ στη ρούγα πως το λιόκρινο είναι το κέρατο ενός φοβερού φιδιού , που όποιος το έχει , το ρίχνει μέσα σε νερό και μετά , άμα πιεις το νερό , γίνεσαι καλά !

Εμείς το ακούγαμε και ανατριχιάζαμε που πίναμε «φιδόνερο» , αλλά οι μανάδες μας μάς καθησύχαζαν να μη φοβούμαστε γιατί η κυρα – Μαρία ήξερε τι έκανε .

Το «μάτι» ήταν ο φόβος και ο τρόμος  στη μικρή κοινωνία της γειτονιάς μας . Για όλα έφταιγε «το κακό το μάτι» . Η δε μάνα μου έλεγε πως είχε ακούσει από τη μάνα της , ότι το κακό το μάτι μπορεί να σπάσει και την πέτρα ακόμα και πως κάποτε στο χωριό της (Κουρουνιού  Καρύταινας Γορτυνίας  Αρκαδίας ) ένας είχε φορτώσει στο γαϊδούρι μια μεγάλη πέτρα και την πήγαινε στο σπίτι για χτίσιμο και συναντάει έναν και του λέει  εκείνος  «πο πο τι ωραία πέτρα , ρε Γιώργη !» και κρακ κάνει η πέτρα και έσπασε !

Η μάνα μας , η κυρα – Παναγιώτα , πίστευε τόσο πολύ στο μάτι που για να μας φυλάει απ’ αυτό , αλλά και από κάθε τι κακό , μας έφτιαχνε και φυλαχτά .  Τα φυλαχτά μας ήτανε μικρά , φτιαγμένα από πανάκι ραμμένο με το χέρι γύρω – γύρω . Μέσα τους κάτι είχε βάλει η μάνα μας που εμείς δεν ξέραμε ΤΙ (μόνο το ψηλαφίζαμε) και στην κορφή του φυλαχτού είχε ράψει μια μικρή τρύπια χάντρα (η δικά μου , θυμάμαι , ήτανε κόκκινη) . Τα φυλαχτά αυτά τα κρεμάγαμε με μια παραμάνα στο φανελάκι που φοράγαμε από μέσα , κοντά στη μασχάλη.

Στα κατοπινά χρόνια πέθανε η ξεματιάστρα η κυρα-Μαρία και η μάνα μου κοίταξε να μάθει να ρίχνει το μάτι . Της ήταν αδιανόητο να είναι ανήμπορη μπροστά στο κακό μάτι που σε κάθε βήμα πίστευε πως παραμόνευε τη ζωή μας . Όταν λοιπόν πήγε ένα καλοκαίρι στο χωριό της , γύρισε ξεματιάστρα «με δίπλωμα» : Μια γριά συγχωριανή της τής είχε δώσει τα μυστικά ξόρκια και την όλη τελετή του ξεματιάσματος . Όταν , λοιπόν, έβλεπε πως είχαμε μάτι (χασμουριόμαστε , δεν είχαμε όρεξη για φαγητό και για παιχνίδι, νυστάζαμε χωρίς λόγο , γλαρώνανε τα μάτια μας , κάναμε ζημιές αναίτια , κλπ) άρχιζε την τελετή του ξεματιάσματος :

Γέμιζε ένα κρασοπότηρο με νερό από τη βρύση , ερχότανε μπροστά μας , μας σταύρωνε με το δεξί της χέρι τρεις φορές λέγοντας κάτι λόγια ψιθυριστά , μετά σταύρωνε τρεις φορές το νερό και ύστερα βούταγε το δάχτυλό της σε λάδι κι έριχνε τρεις σταγόνες μέσα στο νερό . Αν ήμαστε ματιασμένοι , οι σταγόνες διαλύονταν , άνοιγαν –δηλαδή – αραίωναν , μέχρι που εξαφανίζονταν !!! Όσο πιο γρήγορα και πιο πολύ άνοιγαν κι έσβηναν οι σταγόνες του λαδιού , τόσο μεγαλύτερο ήταν το μάτι . Μετά μας έδινε να πιούμε τρεις φορές από το νερό , βουτούσε το δάχτυλό της μέσα  και μας έβρεχε τρεις φορές το μέτωπο και είμαστε ξεματιασμένοι . Αν δεν είμαστε ματιασμένοι , οι σταγόνες δεν χάνονταν , αλλά έμεναν πάνω στο νερό έτσι όπως τις είχε ρίξει .

Πολλές φορές , αν όχι όλες , ο «ματιασμένος» ή η ξεματιάστρα η μάνα μου ή ΚΑΙ οι δυο, την ώρα της τελετής χασμουριόνταν . Αυτό ήταν ένα σημάδι (κατά πώς μας έλεγε) ότι έφευγε το μάτι το κακό «ξορκισμένο στα όρη στ’ άγρια βουνά» . Άλλες φορές το λάδι όταν έπεφτε «πήδαγε» μέσα στο νερό κι αυτό ήτανε σημάδι πως σε είχε ματιάσει γυναίκα! Το εντυπωσιακό ήτανε πως πάντα , μετά το ξεμάτιασμα , νιώθαμε καλύτερα γεμάτοι ενέργεια και ζωή . Τώρα … ήτανε το μάτι και το ξεμάτιασμα … ήτανε η ιδέα μας … ποιος ξέρει ; Πάντως , ό,τι και να ’τανε , εκείνο που μέτραγε ήτανε το καλό αποτέλεσμα .

Το τι προσπάθειες κάναμε όλα αυτά τα χρόνια να μάθουμε ΤΙ έλεγε η μάνα μας κατά την τελετή του ξεματιάσματος δε λέγεται . Το κράτησε εφτασφράγιστο μυστικό .

-Για να το πω πρέπει να μας χωρίζει ποτάμι , έλεγε . Αν το πω σε κάποιον και δε μας χωρίζει ποτάμι τότε δε θα πιάνει το ξεμάτιασμα . Πάντως … καλά πράματα λέω ! Και ο παπάς στο χωριό μου ’χε πει μια φορά ότι και η Εκκλησία έχει ευχή για το μάτι .

Όταν στη γειτονιά μάθανε ότι η μάνα μας ξέρει να ξεματιάζει , δεν υπήρξε μέρα που να μην έχουμε επισκέψεις για ξεμάτιασμα μικρών και μεγάλων . Βέβαια η μάνα μου ποτέ δεν έπαιρνε κάποια αμοιβή γι’ αυτό που έκανε όπως κάνανε άλλες ξεματιάστρες . Της έφτανε η ικανοποίηση ότι βόηθαγε τον κόσμο να νιώσει καλύτερα και είχε και τη χαρά να σμίγει με τις γειτόνισσες και να πίνουνε τον καφέ τους και να τρώνε , μαζί , γλυκό κουταλιού μετά το ξεμάτιασμα, , κουβεντιάζοντας για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής τους , της γειτονιάς και της πόλης .

Όταν τα χρόνια βάρυναν την κυρα – Παναγιώτα  , σταμάτησε το ξεμάτιασμα και χάθηκε μαζί του και το λαϊκό ξόρκι που το συνόδευε . Πιστεύω ακράδαντα , όμως , πως την τελευταία φορά που μπόρεσε να  μας ρίξει μάτι , μας ξεμάτιασε για όλη μας τη ζωή , μιας και καλύτερο και πιο ευλογημένο ξόρκι απ’ την αγάπη της μάνας , δεν υπάρχει .


Ακολουθήστε το krokeai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις.